Ο Νικόλας Ασημόπουλος (Ασιμος) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη στις 20 Αυγούστου του 1949. Υπήρξειδιαίτερα αντισυμβατικός τόσο ωςκαλλιτέχνης όσο και στον τρόποζωής του.Η συμπεριφορά του και αρκετά από τα τραγούδια του θεωρήθηκαν προκλητικά. Το 1967 γράφτηκε στη Φιλοσοφική σχολή του Α.Π.Θ..Από νωρίςασχολήθηκε ενεργά με το θέατρο, ενώ παράλληλα έγραφε τραγούδια και στίχουςπου τραγουδούσε σε μπουάτ.
Το 1973 έφυγε από τη Θεσσαλονίκη και κατηφόρισε στην Αθήνα. Συνέχισε να ασχολείται με το θέατρο και τελείωσε μια ιδιωτική σχολή Δραματικής Τέχνης. Εκείνη τη χρονικήπερίοδοέγραφετραγούδια τα οποία δε δισκογράφησε επίσημα, αλλά τα έγραφε μόνος του σε κασέτες τις οποίες πουλούσε σε διάφορους δρόμους της Αθήνας.
Στα 25 του χρόνια, ηχογράφησε το σινγκλ «Ρωμιός-Μηχανισμός» και το 1978 απηλλάγη από το στρατό, καταφέρνοντας, όπως οίδιοςέλεγε στους φίλους του,ότι πάσχει από κάποια μορφή ψυχοπάθειας.Tην ίδια περίοδοάνοιξε ένα μαγαζάκι στα Εξάρχεια, στην οδό Καλλιδρομίου στο οποίο και ζούσε.Εκεί έγραφε και συνέθετε τα τραγούδια του, πουλούσε βιβλία, παιχνίδια για παιδιά, πρόχειρα κοσμήματα κατασκευής γνωστών του, κασέτες δικές τουκαι πολλά άλλα.
Την περίοδο 1980 – 1981 έγραψε το βιβλίο του «Αναζητώντας Κροκάνθρωπους», το οποίο δεν εκδόθηκε επίσημα, αλλά κυκλοφόρησε από τον ίδιο σε φωτοτυπημένα αντίγραφα.
Το 1982 κυκλοφόρησε το πρώτο του δίσκο μακράς διάρκειας με τίτλο «Ο Ξαναπές» σε τέσσερα τραγούδια του οποίου συμμετείχαν ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου και η Χαρούλα Αλεξίου. Μελοποίησε το «Ουλαλούμ» του Γιάννη Σκαρίμπα. Το 1987 κατηγορήθηκε άδικα για το βιασμό μίας κοπέλας και οδηγήθηκε για λίγο στο ψυχιατρείο. Το γεγονός αυτό τον επηρέασε αρνητικά και στις 17 Μαρτίου του 1988 κρεμάστηκε στο σπίτι του. Πέθανε σε ηλικία περίπου 39 χρόνων.
Μετά θάνατον, κυκλοφόρησαν δύο ακόμη δίσκοι του: «Το φανάρι του Διογένη» με τη συμμετοχή της Σωτηρίας Λεονάρδου και το «Γιουσουρούμ – Στο φαλιμέντο του κόσμου», με τη συμμετοχή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου.