Πάσχα έρχεται και μύρισε άνοιξη. Το τοπίο της Αττικής ανακτά τη χαμένη του γοητεία και ο Α. Ν. Ανδρουλιδάκης παίρνει το αυτοκίνητο για να φθάσει στα οινοποιεία της και να επανορθώσει την αδικία που χρόνια γίνεται στον αμπελώνα της, αφού τα κρασιά της σήμερα αξίζουν σίγουρα μεγαλύτερη προσοχή.
Βρίσκεται δίπλα στην Αθήνα και όμως τον ξέρουμε λιγότερο από οποιονδήποτε άλλο αμπελώνα της Ελλάδας. Αρκούν μερικά λεπτά στην Αττική οδό για να βρεθούμε στην καρδιά του και όμως σπάνια το κάνουμε. Οινογράφοι και καταναλωτές μοιάζει να τον «σνομπάρουμε» με έναν τρόπο που – πλέον – δεν του αξίζει καθόλου.
Αφού υπήρξε για πολλούς αιώνες τροφοδότης του κλεινού άστεως, το ακολούθησε στη δόξα, στην παρακμή και ξανά στην αναγέννηση, όταν με την ανακήρυξη της Αθήνας πρωτεύουσας του νέου ελληνικού κράτους έφτασε στον κολοφώνα του στις αρχές του 20ού αιώνα και στα χρόνια που ακολούθησαν. Τότε καλύφθηκε με αμπέλια κάθε διαθέσιμη έκταση, αφού εγκαταλείφθηκαν άλλες καλλιέργειες όπως ο καπνός, τα σιτηρά ακόμη και οι ελιές. Ολόκληρη η παραγωγή πουλιόταν σε μορφή μούστου στις αθηναϊκές ταβέρνες και στα κρασοπουλιά, όπου με τη φροντίδα του ταβερνιάρη και… της τύχης μετατρεπόταν σε κρασί, συνήθως ρετσίνα. Καταλαβαίνει κανείς βέβαια για τι κρασί συζητάμε, αφού τα ξύλινα βαρέλια όπου γινόταν η οινοποίηση – ανάλογα με τις θεωρίες του «πρακτικού οινοποιού» – καθαρίζονταν καλά, λίγο ή καθόλου κρατώντας τη «μαγιά» της προηγούμενης χρονιάς. Και βέβαια η απαίτηση του πονηρού ταβερνιάρη ήταν για όσο πιο υψηλόβαθμο μούστο γινόταν, ώστε να μπορεί να τον… νερώσει και να κερδίσει κάτι παραπάνω. Τούτο φυσικά σήμαινε υπερώριμα σταφύλια, χωρίς ίχνος οξύτητας ή αρωμάτων. Αλλωστε, όλα τα σκέπαζε το άρωμα του ρετσινιού.
Νέες εποχές, νέα ήθη
Τις τελευταίες δεκαετίες, με την αλλαγή των διατροφικών μας συνηθειών και την υιοθέτηση μάλλον δυτικότροπων γευστικών προτύπων, η ρετσίνα απέκτησε κακή φήμη – δίκαια ή άδικα ας το κρίνει ο… ιστορικός του μέλλοντος – που, όπως ήταν φυσικό, μεταδόθηκε ταχύτατα τόσο στον αμπελώνα που κυρίως είχε συνδεθεί μαζί της όσο και στην ποικιλία σταφυλιού, το Σαββατιανό.
Ευτυχώς, μια νέα γενιά οινοπαραγωγών με βαθιές ρίζες οι περισσότεροι στην περιοχή, αλλά με καινούργια οπτική, αποκαθιστούν με τη δουλειά τους τη χαμένη τιμή του Σαββατιανού, αναδεικνύοντας τα χαρίσματα και τις δυνατότητές του. Ο καθορισμός του βέλτιστου σημείου ωρίμανσης των σταφυλιών και η εφαρμογή σύγχρονων τεχνικών, όπως η ψύξη, οδηγούν σε κρασιά φρουτώδη, φρέσκα και με εντυπωσιακή συγκέντρωση. Λιγότερο «εκρηκτικά» συνήθως σε επίπεδο αρωμάτων, από όσα προέρχονται από τις λεγόμενες «κοσμοπολίτικες» λευκές ποικιλίες, κερδίζουν στο στόμα και είναι ιδιαίτερα «φιλικά» στο τραπέζι καθώς υποστηρίζουν και προβάλλουν το φαγητό χωρίς να το καλύπτουν. Δοκιμάστε τα και θα εκπλαγείτε ή ακόμη καλύτερα επισκεφθείτε τα οινοποιεία και γνωρίστε τα επί τόπου. Για τους Αθηναίους δεν είναι ούτε… ένα τσιγάρο δρόμος.
Γεωγραφία και επιλογές
Από τα τριάντα και πλέον οργανωμένα οινοποιεία της Αττικής, εμείς επισκεφθήκαμε έξι, καθένα με διαφορετική, αλλά πάντα ενδιαφέρουσα, οπτική. Χρωστάμε βέβαια ένα ακόμη αφιέρωμα στην περιοχή, όπως χρωστάμε και ένα αφιέρωμα στη ρετσίνα «νέου κύματος» – όχι μόνο της Αττικής – που τώρα αρχίζει να διεκδικεί τη θέση της στην αγορά.
Ο αττικός αμπελώνας μοιράζεται σήμερα σε τρία τμήματα· ένα μεγάλο στην περιοχή των Μεσογείων και δύο πολύ μικρότερα γύρω από τα Μέγαρα το ένα, και στις βορινές απολήξεις της Πεντέλης το άλλο. Κυρίαρχη ποικιλία σταφυλιού παραμένει το Σαββατιανό, ανθεκτική στις ασθένειες και άριστα προσαρμοσμένη στα φτωχά εδάφη και στο ξηροθερμικό κλίμα της περιοχής.
Η έκταση του αμπελώνα έχει περιοριστεί σημαντικά, φτάνοντας περίπου τις 30.000-35.000 στρέμματα – ως γνωστόν οι καταγραφές δεν ήταν ποτέ το φόρτε μας – με τάση περαιτέρω μείωσης. Αιτία; Η οικιστική ανάπτυξη, που ανεβάζοντας την αξία της γης, καθιστά ασύμφορη την αμπελοκαλλιέργεια. Ετσι, η δημιουργία αμπελώνα θεωρείται άθλος, η δε διατήρησή του… πράξη υπερανθρώπων, ειδικά στην περίπτωση κάποιων κομματιών-φιλέτων, όπως για παράδειγμα το Κτήμα Μάτσα!
Εκεί που γίνεται το κρασί
Οινοποιείο Αναγνώστου (Κορωπί)
Τρίτης γενιάς οινοποιός ο Χρήστος Αναγνώστου, με σπουδές οινολογίας στη Γερμανία, αποφάσισε το 2001 να κάνει την υπέρβαση, αρχίζοντας το χτίσιμο ενός σύγχρονου οινοποιείου, που ολοκληρώθηκε το 2006. Σήμερα, η μεγάλη παραγωγική δυναμικότητά του μοιράζεται ανάμεσα στο baginbox, που τυποποιεί κυρίως για λογαριασμό μεγάλων αλυσίδων, και στα εμφιαλωμένα κρασιά, που υπογράφει με το όνομά του και κυρίως προέρχονται από τα 100 στρέμματα των ιδιόκτητων αμπελώνων του.
Παρά τους μεγάλους όγκους, η ποιότητα παραμένει πολύ καλή – ιδιαίτερα στη σειρά των εμφιαλωμένων κρασιών. Αν μάλιστα υπολογίσουμε και την πολύ ελκυστική τιμή τους, εύκολα θα τα χαρακτηρίζαμε ευκαιρίες. Οποιος βρεθεί στο οινοποιείο πρέπει οπωσδήποτε να δοκιμάσει το έξοχο γλυκό κρασί από λιαστά σταφύλια Μαλαγουζιάς, που διατίθεται μόνο εκεί.
Οινοποιείο Βασιλείου (Κορωπί)
Το υπερσύγχρονο οινοποιείο, τόσο από πλευράς σχεδιασμού όσο και εξοπλισμού, οι μοντέρνες τεχνικές επικοινωνίας και τα 150 στρέμματα ιδιόκτητων αμπελώνων αποτελούν ομολογουμένως «δυνατά χαρτιά». Ο οινολόγος Γιώργος Βασιλείου τα αξιοποιεί με τον καλύτερο τρόπο, έχοντας ως σύμβουλο τον «διεθνή» Θανάση Φακορέλλη.
Η σειρά των ετικετών του από την Αττική έχει υψηλή αναγνωρισιμότητα στην αγορά και πολύ καλό «όνομα», χάρη στον καθαρό, ευανάγνωστο χαρακτήρα των κρασιών, είτε αυτά προέρχονται από δεξαμενή είτε έχουν περάσει από βαρέλι.
Ο Γ. Βασιλείου, όμως, βλέποντας ενδεχομένως τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσει ο μεσογείτικος αμπελώνας τα επόμενα χρόνια, έχει επεκτείνει τις δραστηριότητές του, αγοράζοντας αμπελώνες και σε άλλες οινοπαραγωγικές περιοχές. Το Κτήμα Νέμειον μάλιστα στη Νεμέα έχει ήδη δώσει τα πρώτα, εξαιρετικά, δείγματά του.
Οινοποιείο Μεγαπάνου (Πικέρμι)
Ο Αλέξανδρος Μεγαπάνος, οινολόγος με σπουδές στο Μπορντό, είναι ίσως από τις συμπαθέστερες φυσιογνωμίες του ελληνικού κρασιού. Ευγενής, καλλιεργημένος, χαμηλών τόνων, αλλά απίστευτα σταθερός στις απόψεις του, επέλεξε να δημιουργήσει ένα οινοποιείο μικρής παραγωγικής δυναμικότητας γιατί «ο πλούτος ορίζεται από τη συνάρτηση του ελεύθερου χρόνου, του χρήματος και των ανθρώπων που σε στηρίζουν στα δύσκολα». Και τους χρειάστηκε, τους ανθρώπους τουλάχιστον, όταν πρόσφατα μια φωτιά που προκλήθηκε από βραχυκύκλωμα κατέστρεψε ένα μέρος των εγκαταστάσεών του.
Από επιλογή πάλι, παραμένει έξω από τα μεγάλα δίκτυα διανομής, προτιμώνταςνα διαθέτει τις πολύ προσεγμένες ποιοτικά παραγωγές του, είτε μέσω κάποιων αλυσίδων είτε απευθείας στους καταναλωτές, μέσω διαδικτύου.
Πάντως, έστω και αν κάποιες απόψεις φαντάζουν αιρετικές, τα κρασιά του είναι αξιαγάπητα.
Οινοποιείο οικογένειας Γεώργα (Σπάτα)
Η οικογένεια Γεώργα υπήρξε για πολλές γενιές παραγωγός χύμα κρασιού και μούστου που τροφοδοτούσαν δεκάδες ταβέρνες. Μόλις όμως η σημερινή γενιά ανέλαβε τα ηνία, το 1998, όλα άλλαξαν. Οι αμπελώνες εντάχθηκαν σε πιστοποιημένο πρόγραμμα βιολογικής γεωργίας και την επόμενη χρονιά άρχισε και η εμφιάλωση των κρασιών.
Ο Δημήτρης Γεώργας, με σπουδές στη γεωλογία και με δύο μεταπτυχιακά παρακαλώ, είναι ένας από τους ελαχιστότατους στην Ελλάδα θιασώτες της βιοδυναμικής καλλιέργειας, μιας σχετικά καινούργιας θεωρίας, που προχωράει ένα βήμα πέρα από τη βιολογική γεωργία, στηριγμένη σε παρατηρήσεις των… αρχαίων Ελλήνων.
Τα ενδιαφέροντα και με ιδιαίτερο χαρακτήρα κρασιά του θα τα βρείτε στα καταστήματα βιολογικών προϊόντων και στις αντίστοιχες λαϊκές αγορές, όπου συχνά θα συναντήσετε και τον ίδιο. Μαζί θα βρείτε και τα υπόλοιπα προϊόντα του οινοποιείου, ξίδι, πετιμέζι, τσίπουρο και τη μεγάλη εμπορική επιτυχία του, τον χυμό σταφυλιού από σταφύλια βιολογικής γεωργίας, σε λευκό από Σαββατιανό και κόκκινο από Merlot.
Οινοποιείο Παπαγιαννάκου (Μαρκόπουλο)
Πρωτοπόρος οινοπαραγωγός, ο Βασίλης Παπαγιαννάκος ήταν ο πρώτος που, κυριολεκτικά, τόλμησε να ονομάσει το κρασί του Σαββατιανό, εκεί στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας. Τότε που μόνο ο υπαινιγμός τέτοιου είδους μπορούσε να καταδικάσει σε εμπορική αποτυχία οποιοδήποτε προϊόν.
Με εξαιρετική επιμονή όμως και όπλο την υψηλή ποιότητα – το Σαββατιανό Παπαγιαννάκου παραμένει μέσα στα χρόνια το πιο ολοκληρωμένο, κατά τη γνώμη μου, δείγμα αυτής της ποικιλίας – κατάφερε τελικά να επιβάλει την ετικέτα του.
Το νέο του οινοποιείο, στον δρόμο για το Πόρτο Ράφτη, ενσωματώνει μία ακόμη καινοτόμο ιδέα. Είναι το πρώτο στην Ελλάδα βιοκλιματικό οινοποιείο, που εξοικονομεί τουλάχιστον 25% ενέργεια σε σχέση με τα συμβατικά.
Τα 70 στρέμματα του ιδιόκτητου μη αρδευόμενου αμπελώνα, μαζί με τους αμπελώνες μιας ομάδας 20 συνεργαζόμενων παραγωγών, δίνουν την πρώτη ύλη για μια σειρά κρασιών που εκπροσωπούν με τον καλύτερο τρόπο την περιοχή.
Κτήμα Σεμέλη (Σταμάτα)
Δημιούργημα του Γιώργου και της Anne Κοκκοτού στη δεκαετία του ’80, έδωσε ένα από τα εμβληματικά Cabernet Sauvignon – και για χρόνια το ακριβότερο – της Ελλάδας. Σήμερα, τα περίπου 75 στρέμματα του αμπελώνα είναι νοικιασμένα στην εταιρεία Σεμέλη Α.Ε., συμφερόντων της οικογένειας Μ. Σάλλα της Τράπεζας Πειραιώς, που διαθέτει επίσης αμπελώνες και οινοποιεία στη Νεμέα και στη Μαντινεία.
Το μικρό οινοποιείο της Σταμάτας έχει περιοριστεί πλέον στην παραγωγή δύο μόνο ετικετών, αποκλειστικά από τους αμπελώνες του Κτήματος, ενός λευκού Chardonnay Κτήμα Σεμέλη και του ερυθρού Chateau Σεμέλη, με βάση το CabernetSauvignon. Παρά την αλλαγή στην οινολογική καθοδήγηση, η ποιότητα παραμένει πολύ υψηλή και ο χαρακτήρας αναλλοίωτος. Ειδικά το ερυθρό Chateau Σεμέλη είναι ίσως το πλησιέστερο στα γαλλικά αρχέτυπα του Μεντόκ, με επιθετική νεότητα, αλλά εξαιρετικές δυνατότητες παλαίωσης!
Δημοσιεύθηκε στο BHMAgourmet, τεύχος 41, 88-92, Μάρτιος 2010.