Δικαιοσύνη για τα στιγματισμένα παιδιά των ναζιστών

ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ τις γυναίκες που είχαν ερωτικές σχέσεις με τους Γερμανούς επί Κατοχής τις κούρευαν και τις περιέφεραν γυμνές στους δρόμους για να τις χλευάζουν οι περαστικοί. Στη Ρωσία τις οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή, αν ήταν τυχερές, σε γκουλάγκ. Αφησαν πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά σε όλη την Ευρώπη. Σήμερα πολλά από αυτά τα αθώα θύματα μιας τραγικής μοίρας, 65άρηδες πλέον και συχνά «αγνώστου πατρός», επιχειρούν να πάρουν κατά κάποιον τρόπο την εκδίκησή τους για όλα τα χρόνια της χλεύης και των βασανιστηρίων: διεκδικούν γερμανικό διαβατήριο. Το θεωρούν μια μορφή ηθικής αποκατάστασης για ένα «έγκλημα» που δεν διέπραξαν. Πρόσφατα, πρώτη φορά γάλλος υπουργός Εξωτερικών, ο Μπερνάρ Κουσνέρ, στάθηκε δημοσίως στο πλευρό τους. Ηδη αρκετοί Γάλλοι, πρώην παιδιά της Βέρμαχτ και των Ες Ες, κατάφεραν να πείσουν το γερμανικό κράτος να τους προσφέρει (και) τη γερμανική υπηκοότητα. Ο δρόμος όμως για τη λύτρωση είναι πολύ μακρός.

ΣΤΗ ΓΑΛΛΙΑ τις γυναίκες που είχαν ερωτικές σχέσεις με τους Γερμανούς επί Κατοχής τις κούρευαν και τις περιέφεραν γυμνές στους δρόμους για να τις χλευάζουν οι περαστικοί. Στη Ρωσία τις οδηγούσαν στο εκτελεστικό απόσπασμα ή, αν ήταν τυχερές, σε γκουλάγκ. Αφησαν πίσω τους εκατοντάδες χιλιάδες παιδιά σε όλη την Ευρώπη. Σήμερα πολλά από αυτά τα αθώα θύματα μιας τραγικής μοίρας, 65άρηδες πλέον και συχνά «αγνώστου πατρός», επιχειρούν
να πάρουν κατά κάποιον τρόπο την εκδίκησή τους για όλα τα χρόνια της χλεύης και των βασανιστηρίων: διεκδικούν γερμανικό διαβατήριο. Το θεωρούν μια μορφή ηθικής αποκατάστασης για ένα «έγκλημα» που δεν διέπραξαν. Πρόσφατα, πρώτη φορά γάλλος υπουργός Εξωτερικών, ο Μπερνάρ Κουσνέρ, στάθηκε δημοσίως στο πλευρό τους. Ηδη αρκετοί Γάλλοι, πρώην παιδιά της Βέρμαχτ και των Ες Ες, κατάφεραν να πείσουν το γερμανικό κράτος να τους προσφέρει (και) τη γερμανική υπηκοότητα. Ο δρόμος όμως για τη λύτρωση είναι πολύ μακρός.

O απαξιωτικός χαρακτηρισμός «batard de Βoche» (σε ελεύθερη μετάφραση «μπάσταρδο του Φριτς») συνόδευε 200.000 παιδιά στη μεταπολεμική Γαλλία. Ηταν τα παιδιά των γυναικών που είχαν επιδοθεί σε «οριζόντια συνεργασία» με Γερμανούς, όπως αποκαλούν οι Γάλλοι την ερωτική σχέση με τον κατακτητή. Πέρασαν μαύρη παιδική ηλικία. Η μητέρα έμπαινε στο περιθώριο από την κοινωνία και συχνά κατέληγε να μισεί το ίδιο της το παιδί. Τα παιδιά αυτά ήταν «μιάσματα». Και όμως αριθμούν γύρω στο ένα εκατομμύριο στις χώρες της Ευρώπης που βρέθηκαν κάτω από τη ναζιστική μιλιταριστική μηχανή.

«Ημασταν τα παιδιά των τεράτων. Οχι μόνο μπάσταρδα, αλλά και τα μπάσταρδα ενός Γερμαναρά» λέει ο Γάλλος Ζαν-Ζακ Ντελόρμ, από τους πρωτεργάτες στην προσπάθεια των παιδιών αυτών, παππούδων σήμερα, να διεκδικήσουν την αναγνώρισή τους από το γερμανικό κράτος. Ο κ. Ντελόρμ δημιούργησε την οργάνωση «Coeurs Sans Frontieres» (δηλαδή, «Καρδιές Χωρίς Σύνορα») που βοηθάει ανθρώπους σαν τον ίδιο να εντοπίσουν συγγενείς τους στη Γερμανία. Μέχρι στιγμής το κατάφεραν τα 45 από τα 300 μέλη της. Κατόπιν πίεσης και από τον γάλλο υπουργό Εξωτερικών Μπερνάρ Κουσνέρ, ο οποίος αναφέρθηκε πρόσφατα στα «τελευταία αθώα θύματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου» τα οποία «60 χρόνια αργότερα ζητούν να αναγνωριστεί η αξία τους, η ζωή τους και κυρίως η ταυτότητά τους». Ηδη 18 Γάλλοι απέκτησαν διπλή υπηκοότητα- γαλλική και γερμανική-, ενώ εκκρεμούν άλλες 60 αιτήσεις.

Αλλες χώρες ελπίζουν ότι το παράδειγμα της Γαλλίας θα αποτελέσει την αρχή για να αναγνωριστούν τα παιδιά αυτά ως γερμανοί πολίτες σε όλη την Ευρώπη και να λάβουν, έστω και με τεράστια καθυστέρηση, στο τέλος του βίου τους, ένα κομμάτι από τη λειψή τους ταυτότητα.

10.000 αριθμοί, 10.000 εφιάλτες

Ο Χάινριχ Χίμλερ αγκαλιά με ένα κορίτσι που έχει τα χαρακτηριστικά της «άριας φυλής»

O ισχυρός άνδρας του Γ΄ Ράιχ Χάινριχ Χίμλερ ενθάρρυνε μέλη των Ες Ες που υποτίθεται ότι πληρούσαν τα χαρακτηριστικά της «άριας φυλής» να τεκνοποιούν με «βιολογικά κατάλληλες» Νορβηγίδες στο πλαίσιο του προγράμματος ευγονικής «Lebensborn» («Πηγή της Ζωής» στα γερμανικά).

Ετσι προέκυψαν στη Νορβηγία περίπου 10.000 παιδιά. Σε καθένα δινόταν ένας αριθμός, ενώ οι Γερμανοί βοηθούσαν οικονομικά την ανύπαντρη μητέρα. Ωστόσο η φροντίδα που δέχονταν τα «φυλετικώς καθαρά» παιδιά πριν από το τέλος του πολέμου μετατράπηκε σε βαναυσότητα όταν η εξουσία άλλαξε χέρια.

«Μας αντιμετώπιζαν με μίσος. Θυμάμαι δύο αδέλφια, ένα αγόρι και ένα κορίτσι, ηλικίας πέντε ετών, που τα είχαν κλείσει σε ένα χοιροστάσιο για δύο ημέρες. Επειτα τα έτριψαν με οξύ ώσπου δεν είχαν πια καθόλου δέρμα, για να βγάλουν από πάνω τους τη μυρωδιά των ναζιστών, όπως έλεγαν» μαρτυρεί ο Νορβηγός Μπιορν Λένγκφελντερ , παιδί γερμανού στρατιώτη.

Μετά την πενταετή γερμανική κατοχή, η κυβέρνηση της Νορβηγίας προσπάθησε να «ξεχάσει» όλα αυτά τα παιδιά, προσπαθώντας αρχικά να τα στείλει στη Γερμανία και στην Αυστραλία και όταν αυτό απέτυχε τα «έκρυψε» σε ιδρύματα. Αν και υγιής, ο ΠολΧάνσεν, καρπός του προγράμματος «Lebensborn» και αυτός, στάλθηκε σε ίδρυμα πνευματικά ανιάτων. Οταν απελευθερώθηκε, ήταν πολύ αργά για να λάβει μια σωστή εκπαίδευση, με αποτέλεσμα σήμερα να επιβιώνει ως καθαριστής.

Τόσο ο Χάνσεν όσο και η Γκερντ Φλάισερ, «πείραμα» υπ΄ αριθμόν 2.620, η οποία υφίστατο συχνά κακοποίηση από τον πατριό της μετά την απελευθέρωση της Νορβηγίας, ήταν από τους πρώτους που έκαναν αγωγή το 2007 εναντίον της νορβηγικής κυβέρνησης διότι απέτυχε να τους προστατεύσει. Η δικαίωση δεν έχει έρθει ακόμη.

«Η μητέρα σου ήθελε να σ΄ το κρύψω»

O Ζαν-Ζακ Ντελόρμ γεννήθηκε το 1944 στο Λιζιέ της Νορμανδίας. Οταν έγινε τεσσάρων ετών, η μητέρα του παντρεύτηκε έναν Γάλλο. «Ημουν 12 ετών όταν γεννήθηκε μία από τις αδελφές μου και πήγα να τη δηλώσω στο δημαρχείο. Τυχαία είδα μια υποσημείωση κάτω από το όνομά μου: “αναγνωρίστηκε από τον… ” και δίπλα το όνομα του συζύγου της μητέρας μου» λέει μιλώντας σε εφημερίδα της Νότιας Γαλλίας όπου ζει σήμερα, συνταξιούχος πλέον.

Η παιδική του ηλικία πέρασε με έναν πατέρα απόμακρο, με μισόλογα, με την απορία γιατί οι συμμαθητές του τον φώναζαν «μπάσταρδο». Τελειώνοντας το σχολείο, έθεσε ευθέως το ερώτημα στη μητέρα του η οποία έγινε έξω φρενών. Περίμενε άλλα πέντε χρόνια, ώσπου σε ένα οικογενειακό κυριακάτικο γεύμα απαίτησε να μάθει ποιος ήταν ο πατέρας του. Ολοι έσκυψαν το κεφάλι χωρίς να μιλούν, εκτός από τη γιαγιά του η οποία του έγνεψε να την ακολουθήσει στο δωμάτιό της. Εβγαλε έναν κιτρινισμένο φάκελο κρυμμένο στα ασπρόρουχα και του τον έδωσε. «Η μητέρα σου ήθελε να σ΄ τον κρύψω, να τον καταστρέψω. Αρνήθηκα, γιατί πάντα πίστευα ότι έπρεπε κάποτε να σου τον παραδώσω» του είπε.

Οι φωτογραφίες έδειχναν έναν γερμανό στρατιώτη να κοιτάζει ερωτευμένος τη μητέρα του. Ηταν ο Χανς Χόφμαν , φούρναρης από το Μάιντς. Το όνομα ήταν συνηθισμένο και ο κ. Ντελόρμ έκανε χρόνια να εντοπίσει την οικογένειά του στη Γερμανία. Οταν τα κατάφερε, έμαθε ότι ο πατέρας του είχε σκοτωθεί το 1945 και είχε αφήσει πίσω του δύο παιδιά. Μόλις πριν από τρία χρόνια ο κ. Ντελόρμ ταξίδεψε στη Γερμανία και γνώρισε τα ετεροθαλή αδέλφια του, που τον δέχτηκαν αμέσως σαν μέλος της οικογένειας.

«Επιτέλους, έγινα Γερμανός»

Παιδί του πολέμου, ο Ντανιέλ Ρουξέλ υπήρξε ο πρώτος Γάλλος που ζήτησε και έλαβε και τη γερμανική υπηκοότητα, αμέσως μόλις του δόθηκε νομικά η δυνατότητα πέρυσι τον Απρίλιο. Καρπός ενός έρωτα που ξεκίνησε όταν ένας γοητευτικός γερμανός υπολοχαγός της Βέρμαχτ σταμάτησε για να βοηθήσει μια νεαρή Γαλλίδα να επιδιορθώσει το ποδήλατό της, ο 66χρονος νιώθει πια ότι έχει κερδίσει μια ολοκληρωμένη ταυτότητα. «Δεν είναι τόσο το διαβατήριοόσο ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου έχω επισήμως έναν πατέρα, όπως όλοι. Είμαι Γερμανός. Δεν θεωρούμαι “μπάσταρδο” πια» λέει.

Η απόρριψη και οι διακρίσεις που βίωσε ο κ. Ρουξέλ στα παιδικά του χρόνια ήταν η αιτία που έσπευσε να λάβει τη διπλή υπηκοότητα: οι γείτονες τον απεχθάνονταν, οι αρχές τον θεωρούσαν μίασμα και απέκρυψαν την ταυτότητά του, παρέχοντάς του ένα πιστοποιητικό γεννήσεως που τον χαρακτήριζε «αγνώστου πατρός» και ο ιερέας του χωριού τού αρνούνταν τη Θεία Κοινωνία.

Ακόμη πιο σκληρή απέναντί του όμως ήταν η στάση της γιαγιάς του που τον μεγάλωσε. «Δεν με άφηνε να τη φιλήσω, με έστελνε να κοιμηθώ στο κοτέτσι,με χτυπούσε.Εδειχνε στους συγχωριανούς μας ότι δεν ενέκρινε αυτό που είχε κάνει η μητέρα μου» εξομολογείται ο κ. Ρουξέλ.

«Προτού σκοτωθεί,το 1945,ο πατέρας μου είχε γράψει στην οικογένειά του στη Στουτγάρδη ότι είχε ένα παιδί στη Γαλλία.Εκείνοι θέλησαν να κάνουν ό,τι ήταν δυνατόν για να ανατραφώ στη Γερμανία, αλλά η μητέρα μου αρνήθηκε να με δώσει. Οταν ήμουν 12 ετών με προσκάλεσαν να τους επισκεφθώ. Τότε ανακάλυψα όλη τη στοργή και την καλοσύνη που μου είχαν στερήσει οι Γάλλοι».

ΠΑΡΙΣΙ «Αυθεντική πρόκληση»

Ενα νέο βιβλίο που κυκλοφορεί στη Γαλλία θίγει ένα από τα πιο επώδυνα θέματα-ταμπού της χώρας: τις γυναίκες που κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής κοιμήθηκαν με τον εχθρό. Εχει τίτλο «1940-45: Τα ερωτικά χρόνια». Ηδη βιβλιοκριτικός το χαρακτήρισε «αυθεντική πρόκληση» επειδή ανατρέπει τον μύθο ότι η ζωή κάτω από την μπότα του ναζιστή κατακτητή σήμαινε μόνο αντίσταση, δυστυχία και πόνο. Τα πορνεία στη Γαλλία βρίσκονταν πριν από τον πόλεμο στο χείλος της καταστροφής, ήταν έτοιμα να κλείσουν. Η γερμανική εισβολή όμως τούς έδωσε το φιλί της ζωής. Το βιβλίο επιχειρεί με τόλμη να αναδείξει μιαν αλήθεια η οποία για τους Γάλλους αποτελεί εθνικό όνειδος: αντίθετα με ό,τι η επίσημη Ιστορία επιτάσσει, χιλιάδες Γαλλίδες δεν οδηγήθηκαν με τη βία στο κρεβάτι από τους κατακτητές. Αλλά τους ερωτεύτηκαν. Υπολογίζεται, δε, ότι από τις γαλλογερμανικές αυτές ερωτικές συνευρέσεις γεννήθηκαν 200.000 παιδιά. Συγγραφέας του είναι ο ιστορικός Πατρίκ Μπουισόν ΒΕΡΟΛΙΝΟ «Η μαύρη λίστα»

Την ιντριγκαδόρικη ατμόσφαιρα του Β Δ Παγκοσμίου Πολέμου στη διάρκεια του οποίου προέκυψαν οι ερωτικές συνευρέσεις γερμανών στρατιωτικών και γυναικών από τις κατακτημένες χώρες περιγράφει ο σκηνοθέτης Πολ Βερχόφεν στην ταινία «Η μαύρη λίστα» (Ζwartboek), παραγωγής 2006. Πρόκειται για την ιστορία νεαρής ολλανδοεβραίας τραγουδίστριας, της Ράχελ Στάιν, την οποία υποδύεται η Καρίς Βαν Χούτεν. Συνεργάστηκε με την αντίσταση στην Ολλανδία για να εντοπίσει εκείνον που αφάνισε την οικογένειά της. Ερωτεύεται όμως έναν γερμανό αξιωματικό που έχει αναλάβει να ξελογιάσει. Ο διοικητής τουαγαπημένου της είναι ο αξιωματικός των Ες Ες που επέβλεψε τη σφαγή των δικών της. Επειτα από πολλές ανατροπές ανακαλύπτει ότι ο προδότης που οδήγησε τους δικούς της στην ενέδρα των ναζιστών ήταν τελικά μεταξύ εκείνων που η ίδια είχε τυφλά εμπιστευθεί.

ΕΛΛΑΔΑ
Τα «παιδιά του Χίτλερ»
ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ τα λεγόμενα «παιδιά της Βέρμαχτ», καρπός Ελληνίδων με γερμανούς στρατιώτες, παρέμειναν στην αφάνεια επί δεκαετίες. Ωσπου πριν από μερικά χρόνια η γερμανίδα ιστορικός και ψυχολόγος Κέρστιν Μουτ αποφάσισε να γράψει βιβλίο στα γερμανικά για αυτό το ακανθώδες ζήτημα για το οποίο υπήρχαν μόνο σκόρπιες πληροφορίες και πολλοί οικογενειακοί «μύθοι». Αρχισε την έρευνα από τη γερμανική κοινότητα της Θεσσαλονίκης και εντόπισε αρχικά την Αννα, καρπό 17χρονης Ελληνίδας με Γερμανό στην Κατοχή. Συνολικά εντόπισε 12 τέτοια παιδιά από τα εκατοντάδες που υπολογίζει ότι γεννήθηκαν στα μαύρα χρόνια της Κατοχής. Ενα από αυτά ήταν η Μαρίζα Νέγκελε, «παιδί του Χίτλερ» όπως την κορόιδευαν όταν ήταν μικρή στη γειτονιά. Ως τα 18 της δεν γνώριζε τίποτε για τον πατέρα της, μόνο υποπτευόταν. Τελικά η γιαγιά και η νονά της υπέκυψαν στις πιέσεις της και της αποκάλυψαν το όνομα: Οτο Νέγκελε από το Μόναχο. Πήγε αμέσως να τον βρει. Τον εντόπισε εύκολα και του έδειξε μια φωτογραφία: «Το δύο μηνών μωράκι που κρατούσατε στα χέρια σας πριν από 18 χρόνια είμαι εγώ» τού είπε. Εκείνος, παντρεμένος αλλά άτεκνος, τη δέχτηκε με συγκίνηση. Επενέβη όμως η γερμανίδα σύζυγός του και την έδιωξε.

Δύο χρόνια αργότερα την εντόπισε εκείνος στη Θεσσαλονίκη. Ηρθε να τη βρει, της είπε ότι έπασχε από καρκίνο, της εξήγησε για το παρελθόν και την υιοθέτησε προτού πεθάνει, λίγους μήνες αργότερα. Η κυρία Νέγκελε έχει γράψει βιβλίο με την προσωπική ιστορία της.

Σύμφωνα με την κυρία Μουτ, της οποίας το βιβλίο «Η Βέρμαχτ στην Ελλάδα και τα παιδιά της» κυκλοφόρησε πρόσφατα στα ελληνικά, τα «μπάσταρδα των Γερμανών» ήταν καρπός βιασμού, συναλλαγής «σεξ αντί τροφίμων», αποπλάνησης αλλά σε ορισμένες περιπτώσεις και αληθινού έρωτα. Ορισμένα από τα παιδιά αυτά μεγάλωσαν με μέλη της οικογένειάς τους, συνήθως με τη γιαγιά τους, ενώ η πραγματική μητέρα τους υποδυόταν την αδερφή ή τη θεία τους. Αλλα οδηγήθηκαν σε ορφανοτροφεία. Ολα σήκωσαν βαρύ φορτίο στην παιδική τους ηλικία και ακόμη δεν τολμούν να μιλήσουν ανοιχτά για ένα «αμάρτημα» για το οποίο δεν φέρουν την παραμικρή ευθύνη.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.