Είχε δουλειά, σπίτι, οικογένεια, φίλους και ένα πιάτο ζεστό φαγητό κάθε ημέρα στο τραπέζι. Εχει ένα παγκάκι για κρεβάτι, χαρτόκουτα για μαξιλάρι, αδέσποτους σκύλους για συντροφιά, τρώει στα συσσίτια και μιλάει μόνο με τους λοιπούς «απόκληρους» της πόλης.
Ο Μιχάλης ήταν ένας από εμάς. Ενας «κανονικός», ό,τι λέμε μέσος άνθρωπος, εργαζόμενος και οικογενειάρχης, στα 60 πια. Δείγμα επί χρόνια για τις εταιρείες μετρήσεων, δείκτης στα «greek statistics», καταναλωτής. Εγινε και αυτός απόκληρος και τριγυρνά στα στενά της πόλης, συχνότερα στα σκοτεινά και ελάχιστα στα λαμπερά. Εμεινε στον δρόμο, διέλυσε την οικογένειά του, έχασε τους φίλους του και τη δουλειά του. Ο κολλητός του είναι ο Μαξ, ημίαιμο μπόξερ. Τον συναντά κάθε βράδυστα στενά γύρω από την πλατεία Κλαυθμώνος, όπου όταν οι αλλοδαποί δεν έχουν όρεξη για καβγά αφήνουν και τον Ελληνα να μείνει εκεί. Αν δεν έχει χώρο στην πλατεία, θα τραβήξει κατά το Ζάππειο και ένα παγκάκι θα γίνει ξανά το κρεβάτι του. Δίπλα του σκοτεινές φιγούρες ψάχνουν τον παράνομο και πληρωμένο έρωτα, αλλά εκείνος δεν ενοχλείται. Αρκεί να μην έχει πολύ κρύο. Για τον Μιχάλη το ερχόμενο Πάσχα δεν σημαίνει εκδρομή και οικογενειακές στιγμές αλλά… ζέστη. «Καλά τη βγάλαμε και φέτος.Δεν είχε βαρύ χειμώνα,δεν μας τσάκισε το κρύο τα κόκαλα» λέει με πρόσωπο ανακουφισμένο.
«Από τη μια μέρα στην άλλη…»
Η ιστορία του δεν διαφέρει από αυτή των άλλων «συγκατοίκων» του. «Ημουν μια χαρά.Δούλευα σε μια μεγάλη εταιρεία, βιομηχανία. Είχα καλό πόστο, δεν είχα παράπονο». Τα υπόλοιπα, γνωστά, τυπικά. «Εχω μια γυναίκα και δύο παιδιά. Δεν τα βλέπω ούτε τους μιλάω πια.Δεν μου μιλάνε δηλαδή,αλλά κι εγώ δεν θέλω να με βλέπουν σε αυτή την κατάσταση».
Βρέθηκε στον δρόμο ξαφνικά. «Από τη μια μέρα στην άλλη.Σχεδόν…Στην αρχή χώρισα.Η γυναίκα μου πήρε τα παιδιά και έφυγε. Μετά έμεινα χωρίς δουλειά. Απολύθηκα, παιδί μου. Ημουν μεγάλος πια για τα νέα κόλπα» λέει, αλλά δύσκολα τον πιστεύεις ότι τα πράγματα είναι τόσο απλά.
Το αποτέλεσμα είναι ορατό και αποκαλύπτεται από κάθε άστεγο. Η αιτία ποτέ! Ο Μιχάλης δεν θέλει να μιλάει για τα παλιά.
Οταν τον ρωτάς για το πώς έφτασε ως τον δρόμο, εκείνος που έμοιαζε συνηθισμένος και «κανονικός» μέσος άνθρωπος, γυρίζει βλέμμα και κουβέντα αλλού. «Ασ΄ τα τώρα.Δεν θα αλλάξει κάτι» λέει. «Εχεις κάνα μπουκάλι ουίσκι να στανιάρω λίγο;». Το αλκοόλ, όταν το βρίσκει, είναι καλός σύντροφος. Τον ζεσταίνει και τον κάνει να ξεχνά. Με τα πολλά πείθεται και διηγείται.
«Τζόγος,αγόρι μου.Εμπλεξα.Ατιμα.Τα ζάρια,τα χαρτιά.Ολα.Αν μπλεχτείς μαζί τους δεν έχεις καλά ξεμπερδέματα» . Λέει ότι κέρδιζε συχνά. Αλλά και ότι έπαιζε ξανά ό,τι και αν είχε στην τσέπη του. Μετά ήρθαν τα προβλήματα. Ο μισθός έφευγε μόλις έμπαινε στην τσέπη. Η γκρίνια στο σπίτι εντεινόταν, εκείνος έλειπε σχεδόν κάθε βράδυ. Μετά ήρθε το αλκοόλ. Οι τσακωμοί. «Εγινα επιθετικός, δεν το αρνούμαι» . Το πρωί αργούσε στη δουλειά. Το μεσημέρι τσακωνόταν στο σπίτι. Το βράδυ μαγευόταν στην πράσινη τσόχα. «Ποιος σου ΄πε ότι δεν υπάρχουν λέσχες στην Αθήνα;» ρωτάει ρητορικά τον αδαή. Κάποτε γύρισε ξημερώματα. Το σπίτι ήταν άδειο από παιδιά και από γυναίκα. «Εκανα προσπάθειες να τους βρω, να της μιλήσω.Ελεγε στους συγγενείς ότι δεν πρόκειται να γυρίσει. Ελεγε ότι τη χτύπησα. Δίκιο είχε.Πάνω στα νεύρα μου….». Το άδειο σπίτι, ο τζόγος και το αλκοόλ σύντομα τον άφησαν και δίχως δουλειά. «Δεν φταίω εγώ γι΄ αυτό.Εντάξει,αργούσα πού και πού, γινόμουν λιώμα τα βράδια και δεν μπορούσα να ξυπνήσω. Αλλά κι αυτοί ήθελαν νεότερους,πιο σβέλτους,να δουλεύουν περισσότερο» .
Ανεργος και μόνος, πήρε τους δρόμους. «Στην αρχή νοίκιασα ένα υπόγειο, κάπου στην Κυψέλη. Εμενα με έναν συγγενή, περνάγαμε πολύ μετρημένα. Κάνα δυο μεροκάματα την εβδομάδα. Δεν βγαίναμε». Ο συγγενής έφυγε και ο Μιχάλης έμεινε μόνος. Δεν είχε πια λεφτά για νοίκι, ούτε καν για το μισό.
Συσσίτια, Ασιάτες και μερίδες
«Βγήκα στον δρόμο, φίλε μου. Είπα ότι αφού δεν έχω λεφτά για σπίτι και φαγητό,θα πρέπει να κάνω σπίτι μου την Αθήνα. Κοιμόμουν στην Κλαυθμώνος αλλά κάτι ρεμάλια ξένοι κλέβουν και άστεγους πια.Πλακωνόμασταν και τώρα τη βγάζω πότε στο Ζάππειο, πότε σε κάνα στενό, κάθετο στη Σταδίου». Τρέφεται στα συσσίτια, «όταν δεν με διώχνουν οι Ασιάτες. Το έμαθαν πολλοί πια και δεν φτάνει το φαγητό για όλους. Κάποιοι παίρνουν τρεις και τέσσερις μερίδες. Μάλλον τις πουλάνε μετά» λέει. Ψάχνει στα σκουπίδια για χρήσιμα αντικείμενα, τα πουλάει στο Μοναστηράκι. Κάνει κάνα θέλημα σε μαγαζάτορες στο κέντρο, «μερικά μαγέρικα μου δίνουν κάνα φαγητό». Εχει μάθει πια «όλα τα κόλπα. Ενα μανάβικο πετάει τα σάπια του κάθε Πέμπτη βράδυ. Ο,τι του ΄χει περισσέψει. Με το κλείσιμο, κάνω μια βόλτα και τη βολεύω».
Μπάνιο και καθαριότητα είναι λέξεις όχι και πολύ γνωστές. Οι «απόκληροι» των Αθηνών ενίοτε βολεύουν ο ένας τον άλλον. «Μπάνιο κάνω σε κάνα φθηνό ξενοδοχείο. Εχω γνωρίσει κάτι “κορίτσια”ξέρεις,αυτά του δρόμου, και όταν φεύγει ο πελάτης με φωνάζουν για να “σιγυριστώ” εγώ στην τουαλέτα».
Πόσο καιρό είναι στον δρόμο; «Πάει καιρός πια. Ξέρω ΄γώ; Ενα, δύο, μπορεί και τρία χρόνια» λέει και αυτοσαρκάζεται: «Δεν βαριέσαι; Συνήθισα πια». Καημό δεν έχει για λεφτά και σπίτι. Μόνον έναν: «Να έκανα έτσι μια στιγμή και να γύριζα τον χρόνο πίσω. Να μην έφευγε η γυναίκα μου με τα παιδιά μου.Αυτό μου λείπει μόνο. Τίποτε άλλο»…