Μύθοι και πραγματικότητα για την ιθαγένεια

Η ιθαγένεια, ως νομικός δεσμός του προσώπου με συγκεκριμένη πολιτεία, αποτέλεσε ιστορικά τη μήτρα των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως αυτά διαπλάσθηκαν σταδιακά στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Ωστόσο η ίδια δεν αποτελεί καθ΄ εαυτήν δικαίωμα, παρά μόνον για τους ανιθαγενείς. Με δεδομένο δε ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν επεκτείνει την ισχύ όλων σχεδόν των ατομικών και αρκετών κοινωνικών δικαιωμάτων και στους αλλοδαπούς, η βασική διαφορά του νομικού καθεστώτος εντοπίζεται πλέον στα πολιτικά ιδίως δικαιώματα, αλλά και εδώ με κάποιες διαβαθμίσεις, ως προς τις τοπικές και τις ευρωπαϊκές εκλογές.

Η ιθαγένεια, ως νομικός δεσμός του προσώπου με συγκεκριμένη πολιτεία, αποτέλεσε ιστορικά τη μήτρα των συνταγματικών δικαιωμάτων, όπως αυτά διαπλάσθηκαν σταδιακά στο πλαίσιο του εθνικού κράτους. Ωστόσο η ίδια δεν αποτελεί καθ΄ εαυτήν δικαίωμα, παρά μόνον για τους ανιθαγενείς. Με δεδομένο δε ότι οι σύγχρονες δημοκρατίες έχουν επεκτείνει την ισχύ όλων σχεδόν των ατομικών και αρκετών κοινωνικών δικαιωμάτων και στους αλλοδαπούς, η βασική διαφορά του νομικού καθεστώτος εντοπίζεται πλέον στα πολιτικά ιδίως δικαιώματα, αλλά και εδώ με κάποιες διαβαθμίσεις, ως προς τις τοπικές και τις ευρωπαϊκές εκλογές.

Η επιλογή από κάθε πολιτεία του συστήματος ένταξης των φυσικών προσώπων στο σώμα των πολιτών, η επιλογή δηλαδή μεταξύ της καταγωγικής εξ αίματος ιθαγένειας και της ιθαγένειας βάσει τόπου γέννησης και διαβίωσης, συναρτάται άμεσα με τον τρόπο της ιστορικής της συγκρότησης. Η ελληνική πολιτεία, αφού επί περίπου 100 χρόνια εφάρμοσε κατά κύριο λόγο το δίκαιο του εδάφους, στην συνέχεια περιχαρακώθηκε στο δίκαιο του αίματος. Οι λόγοι είναι πολλοί και οι περισσότεροι έχουν χάσει κάθε σημασία στις μέρες μας. Αυτή η εμμονή, σε συνδυασμό με την πολλαπλά προβληματική διοικητική λειτουργία, οδήγησε στο να αγνοείται έως τώρα ο μόνιμος χαρακτήρας της εγκατάστασης μεγάλου αριθμού αλλοδαπών στη χώρα μας, ενώ η έμφαση δινόταν σε τυπικά και όχι ουσιαστικά στοιχεία της ένταξής τους, χωρίς ιδίως να αξιολογείται το ότι η επιδίωξη της ιθαγένειας δεν είχε ως βασικό κίνητρο την πολιτική συμμετοχή και την ένταξη στην ελληνική κοινωνία αλλά τη διαφυγή από το αδιέξοδο σύστημα αδειοδότησης των νομίμων μεταναστών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα αφενός μεν την αδικαιολόγητη επιμήκυνση της σχετικής διαδικασίας, παρά τη φιλότιμη προσπάθεια των ελάχιστων για το έργο υπαλλήλων, αφετέρου δε την πολιτογράφηση, εν τέλει, σχεδόν όλων, αφού όμως είχαν εξοργισθεί ή απογοητευθεί με τις καθυστερήσεις!

Οι νέες ρυθμίσεις για την πρόσβαση στην ιθαγένεια των νομίμων μεταναστών που ζουν στη χώρα μας καθώς και για τη συμμετοχή τους στις δημοτικές εκλογές εγγράφονται αναμφισβήτητα στις θετικές πρωτοβουλίες της σημερινής κυβέρνησης, όχι μόνο διότι συμβάλλουν στον εκδημοκρατισμό και στη διεύρυνση της κοινωνικής συνοχής- που έχει ιδιαίτερη σημασία σε περιόδους κρίσης- αλλά και διότι είναι κατά βάση εύστοχες. Ειδικότερα:

Μετανάστες διαδηλώνουν στο κέντρο της Αθήνας στα τέλη του περασμένου μήνα ζητώντας να δοθεί ιθαγένεια σε όλα τα παιδιά που έχουν γεννηθεί ή μεγαλώνουν στην Ελλάδα

Α. Η νομιμότητα και μονιμότητα της διαμονής στη χώρα αμφοτέρων των γονέων, αλλά και η εξαετής φοίτηση στο ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα εγγυώνται ένα παραδεκτό επίπεδο ενσωμάτωσης για τη δεύτερη γενιά μεταναστών.

Β. Η πρόνοια για απόκτηση της ιθαγένειας από μετανάστες δεύτερης γενιάς κατά την ενηλικίωσή τους, επαναλαμβάνει και διευρύνει ανάλογη διάταξη του ΠΔ της 12/13 Αυγούστου 1927 «Περί κυρώσεως και τροποποιήσεως του από 13/15 Σεπτεμβρίου Νομοθετικού Διατάγματος».

Γ. Η αναφορά στην απόδοση ιθαγένειας προς ανιθαγενείς είναι πάγια επανάληψη, σε γενικές γραμμές, των όσων ισχύουν σχετικά ήδη από το… 1856. Αλλο είναι το ζήτημα των απαραίτητων πρωτοβουλιών για την αντιμετώπιση της ανησυχητικής πρακτικής που εφαρμόζουν κάποιες χώρες, οι οποίες στην πράξη περιγράφουν το διεθνές σύστημα προστασίας των ανιθαγενών, καθιστώντας ανιθαγενείς τους πολίτες τους που διαμένουν στην αλλοδαπή.

Δ. Η εμπλοκή της αποκεντρωμένης διοίκησης και η εποπτεία του υπουργείου Εσωτερικών υποδηλώνουν τον χαρακτήρα της απονομής ιθαγένειας ως διακριτικής ευχέρειας του κράτους, η οποία όντως δεν κρίνεται σκόπιμο να εκχωρηθεί σε αυτοδιοικητικό επίπεδο.

Ε. Οι εγγυήσεις ένταξης που απαιτούνται για την πολιτογράφηση, εφόσον ενισχυθεί ο διοικητικός μηχανισμός για να τις ελέγχει, αναδεικνύουν τη διαδικασία αυτή, πέρα από τις τυπικές της προϋποθέσεις, ως διαδικασία «παραγωγής» συνειδητών πολιτών.

Στ. Ο εξορθολογισμός και η διαφάνεια των διαδικασιών, με την επιβολή προθεσμιών και αιτιολόγησης, θα εξυψώσουν την κρατική αυτή λειτουργία πέρα από τις μικροεξυπηρετήσεις και την υποψία σκοτεινών διαδρομών του παρελθόντος. Η ορθολογικοποίηση των ποινικών προϋποθέσεων συμβάλλει τόσο στην ταχύτητα όσο και στη δικαιοσύνη του συστήματος πολιτογράφησης.

Με βάση τα ανωτέρω, οι καλόπιστες και εν τέλει εποικοδομητικές αντιρρήσεις στις επελθούσες μεταρρυθμίσεις- που κακώς επικρίθηκαν από κάποιες πλευρές σαν «ακροδεξιές»- θεωρούμε ότι εν πολλοίς απαντήθηκαν πειστικά. Παράλληλα όμως οι αλλαγές που επήλθαν στο νομοθέτημα μεταξύ της πρώτης παρουσίασής του για διαβούλευση και της επιψήφισής του αποκάλυψαν και τις πραγματικές θέσεις και προθέσεις όσων αντιδρούσαν προσχηματικά, ενώ το μοναδικό τους κριτήριο ήταν, στην πραγματικότητα, είτε μικροκομματικές σκοπιμότητες είτε η διαφύλαξη της… αγνότητας του ελληνικού αίματος.

Βεβαίως από τώρα και στο εξής η κυβέρνηση βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση: να προχωρήσει σε συνολικό ανασχεδιασμό της δημόσιας πολιτικής για την ιθαγένεια, αφιερώνοντας πόρους, προσωπικό, ηλεκτρονικές και λοιπές υποδομές αλλά και διασυνδέοντάς την οργανικά με τη δημόσια πολιτική για τη μετανάστευση και την ένταξη των μεταναστών.

Τότε μόνο θα μπορούμε να επικαλούμαστε τον 50ό στίχο από τον «Πανηγυρικό» του Ισοκράτη:

«Τοσούτον δ΄ απολέλοιπεν η πόλις ημών περί τοφρονείν και λέγειν τους άλλους ανθρώπους, ώσθ΄ οι ταύτης μαθηταί των άλλων διδάσκαλοι γεγόνασιν, και το των Ελλήνων όνομα πεποίηκεν μηκέτι του γένους, αλλά της διανοίας δοκείν είναι, και μάλλον Ελληνας καλείσθαι τους της παιδεύσεως της ημετέρας ή τους της κοινής φύσεως μετέχοντας».

Ο κ. Γιώργος Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.