Ρίχνει φως στο τέρας που κρύβουμε όλοι μέσα μας, δείχνοντάς το πεντάμορφο. Εστιάζει ανάμεσα στα σκουπίδια και ανακαλύπτει ζωή. Είναι απόκοσμα τρυφερός. Αλλόκοτα συγκινητικός. Οικεία εξωγήινος. Σε μια σπάνια αποκλειστικότητα, συναντήσαμε τον αμερικανό σκηνοθέτη στο Λονδίνο. Και με αυτόν ξεναγό, το ΒΗΜagazino βούτηξε στη «Χώρα των Θαυμάτων».
«Μπαμπά, είδα ξανά εκείνον τον εφιάλτη όπου πέφτω σε μια μαύρη τρύπα» λέει η μικρή Αλίκη στον πατέρα της. «Εκεί συναντώ ζώα που μιλάνε και τέρατα που ξέρουν το όνομά μου. Χάνω το μυαλό μου; Είμαι τρελή;». «Ναι, είσαι τρελή» της απαντάει ο πατέρας της χαμογελώντας. «Θεοπάλαβη. Οπως όλοι οι πραγματικά σπουδαίοι άνθρωποι».
Από την πρώτη σεκάνς της «Αλίκης στη Χώρα των Θαυμάτων» ο Τιμ Μπάρτον μάς κλείνει το μάτι. Ποιος άλλος θα μπορούσε να μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη τον σουρεαλιστικό κόσμο του Λούις Κάρολ χωρίς να φοβηθεί να τον σχολιάσει; Ποιος θα τολμούσε να δώσει διαστάσεις στους ήρωες, – και, όχι, δεν εννοούμε την τεχνολογική απόλαυση του 3D, αλλά διαστάσεις κατανόησης. Θα φώτιζε τα τέρατα ως τραυματισμένα ζώα, τις σατανικές βασίλισσες ως παρεξηγημένα παιδιά και τις καλές, πεντάμορφες αδελφές τους ως άχρηστες, new age, χορτοφάγες καρικατούρες; Ποιος θα απενοχοποιούσε το πραγματικό «τέρας», την Αλίκη, που στα 19 της χρόνια νιώθει αλλόκοτη, τρελή; Απόκληρη, καθώς δεν ανταποκρίνεται στις κοινωνικές προσδοκίες: δεν περιμένει ιππότες, αλλά φοράει η ίδια τη στολή, ανεβαίνει στο λευκό άλογο και σώζει τον εαυτό της. Δίπλα της ο «Τρελοκαπελάς» που όλοι κρύβουμε μέσα μας. Η φωνή του παραλόγου που μας σπρώχνει να θυμόμαστε τα όνειρά μας, ακόμη και αν μοιάζουν με εφιάλτες. Γιατί, ακόμη και αν τα φοβόμαστε, τα μονοπάτια του ενστίκτου μας και οδηγούν στην πραγματική μας ταυτότητα. Και στη χαμένη μας χαρά.
Μόνο ένας τρελός. Ενας θεοπάλαβος. Ενας πραγματικός καλλιτέχνης. Ο Τιμ Μπάρτον έχει την άγαρμπη, ατσούμπαλη, «τερατώδη» εμφάνιση των ηρώων του. Αβολος στο ύψος του, καμπούρης, ταραγμένα αεικίνητος, πυροβολεί τις λέξεις κουνώντας μανιωδώς τα χέρια του και κρατώντας το βλέμμα του προστατευμένο πίσω από ημιδιαφανή μπλε γυαλιά. Γενναιόδωρα αυτοσαρκαστικός, απολογείται και τα παρομοιάζει με «τον δικό του τρόπο να βλέπει τον κόσμο σε 3D». Η ανατροπή για όποιον τον γνωρίσει είναι ότι δεν υπάρχει τίποτε το ναρκισσιστικά απόμακρο πάνω του. Δεν φοράει το κοστούμι του καταραμένου καλλιτέχνη, δεν στέκεται απέναντί σου ολιγόλογος, κρυψίνους, επιμελημένα αινιγματικός. Αντίθετα, προσπαθεί απεγνωσμένα να επικοινωνήσει: Σε ακούει με την προσοχή μικρού αγοριού και ξεκινάει τέσσερις προτάσεις μαζί σε μια ανάσα, στη μεγάλη λαχτάρα του να σε συμπαρασύρει στον κόσμο του. Εναν κόσμο εικόνων. Εναν κόσμο συναισθημάτων. Εναν κόσμο καταδικασμένο να απαιτεί τέσσερις ταυτόχρονες προτάσεις για να τον περιγράψεις, διότι η γλώσσα είναι απλώς η άχαρη μετάφρασή του. «Αυτός ήταν ο λόγος που ήθελα να μεταφέρω την “Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων” στη μεγάλη οθόνη. Υπάρχουν πάνω από 20 κινηματογραφικές μεταφορές του παραμυθιού και καμία δεν με έκανε να… νιώσω κάτι. Και εγώ θέλω να νιώσω μια ιστορία για να την καταλάβω. Τίποτε δεν είναι παράλογο όταν το νιώθεις. Οπότε, τίποτε δεν είναι σουρεαλιστικό ή τρελό όταν ταυτιστείς μαζί του. Και το σινεμά έχει αυτή τη δύναμη: Νιώθεις, οπότε καταλαβαίνεις, οπότε δεν είσαι τρελός».
Κύριε Μπάρτον, δεν μεταφέρατε ακριβώς το όραμα του Λούις Κάρολ στη μεγάλη οθόνη, αλλά ένα «σίκουελ» του παραμυθιού. Η Αλίκη είναι πλέον 19 χρόνων και επιστρέφει στη Χώρα των Θαυμάτων σε ένα ταξίδι ενηλικίωσης…
«Οι περισσότερες κινηματογραφικές μεταφορές της “Αλίκης” είχαν ένα σημαντικό πρόβλημα: Επιχειρούσαν μια κατά λέξη διασκευή του έργου του Κάρολ. Αυτό είναι καταδικασμένο σε αποτυχία. Το λογοτεχνικό παράλογο δεν μεταφράζεται. Τα πολλά επίπεδα του εσωτερικού αυτού ταξιδιού προς την αυτογνωσία χάνονται. Η Αλίκη καταλήγει ένα χαζό κοριτσάκι που περιπλανιέται άσκοπα και συναντά μονοδιάστατους, περίεργους χαρακτήρες. Ηθελα μία άλλη είσοδο, ένα άλλο λαγούμι στην ιστορία της. Κάτι που να με κάνει να αισθανθώ τον κόσμο της. Γιατί δεν περιπλανιόμαστε κάπου τυχαία – περιπλανιόμαστε μέσα της, στο μυαλό και στον ψυχισμό της. Το ταξίδι της είναι βαθιά προσωπικό. Ενα ταξίδι που όλοι έχουμε κάνει και μερικοί από εμάς εξακολουθούμε να κάνουμε. Ενα ταξίδι αυτογνωσίας – ποιος είσαι, πού πηγαίνεις, τι περιμένουν οι άλλοι από σένα, τι θέλεις εσύ. Κάνοντας την ηρωίδα 19 χρόνων, τη μετέφερα στην ηλικία που τα έχεις εντελώς χαμένα: Δεν είσαι μικρός, αλλά ούτε μεγάλος ακόμη. Δεν νιώθεις καλά μέσα στο πετσί σου, δεν μπορείς να ακούσεις τη φωνή σου, δεν έχεις βρει τον εαυτό σου. Η Χώρα των Θαυμάτων βρίσκεται μέσα σου και σε περιμένει να την ανακαλύψεις. Κυρίως όμως σε περιμένει να την πιστέψεις».
Τα παραμύθια είναι εξ ορισμού σκοτεινά και βοηθούν τα παιδιά να καταλάβουν τον εαυτό τους και τον κόσμο. Πιστεύετε ότι οι ταινίες λειτουργούν παρόμοια; Μας βοηθούν να επιβιώσουμε;
«Συμφωνώ απόλυτα. Πάντα έτσι αισθανόμουν. Γι’ αυτό πήγαινα μικρός στο σινεμά, γι’ αυτό κάνω σήμερα ταινίες. Γι’ αυτό νιώθω απελπισμένος απέναντι σε όσους αποκαλούν τις ταινίες μου “σινεμά φαντασίας”. Δεν υπάρχει τίποτε “φανταστικό” στο έργο μου. Δεν πλάθω κάτι, υπάρχει. Γι’ αυτό και η αγαπημένη μου σκηνή στην “Αλίκη” είναι η στιγμή που συνειδητοποιεί ότι ο παιδικός της εφιάλτης δεν ήταν όνειρο αλλά ανάμνηση. Ο κόσμος των ονείρων είναι αληθινός και αποτελεί ένα μεγάλο κομμάτι του εαυτού μας. Στο χέρι μας είναι να “πιούμε”, να “φάμε”, να “ξεκλειδώσουμε” τις εικόνες για να λύσουμε τα θέματά μας. Το σινεμά έχει τη δυνατότητα να προβάλλει αυτόν τον ονειρικό κόσμο απέναντί μας και γι’ αυτό μοιάζει με ψυχοθεραπεία. Ενας Θεός ξέρει πόσο ακριβή ψυχοθεραπεία είναι για τον σκηνοθέτη. Προσωπικά, ποτέ δεν ξεκινάω μια ταινία για να αντιμετωπίσω μια παλιά μου πληγή, ένα θέμα μου. Αυτό όμως, πάντα, προκύπτει. Με επισκέπτεται απρόσκλητο. Εχω μάθει να το αποδέχομαι. Γι’ αυτό και οι ταινίες μου προσφέρουν κάθαρση».
Είστε ένας σκηνοθέτης που αγαπάει και κατανοεί το τέρας και όχι τον «ήρωα». Ακόμη περισσότερο, τα ταυτίζετε. Πώς ξεκίνησε αυτή η ταύτιση; Νιώθατε από μικρός ότι δεν ανήκετε πουθενά;
«Ναι, ένιωθα απόκληρος. Δεν μπορούσα να αφομοιωθώ και δεν αφομοιώθηκα ποτέ από κανένα κοινωνικό περιβάλλον. Ποτέ δεν ένιωσα παιδί. Ποτέ δεν ένιωσα έφηβος. Ποτέ δεν ένιωσα ενήλικος. Ενιωθα πάντα ο περίεργος εαυτός μου. Δεν είχα κοινά ενδιαφέροντα με τους συνομηλίκους μου. Μικρός, λάτρευα τα τέρατα και τις ταινίες τρόμου. Εφηβος, διάβαζα Εντγκαρ Αλαν Πόε. Μεγάλωσα κρυμμένος μέσα μου, μοναχικά. Με θεωρούσα φρικιό. Και όταν αισθανθείς έτσι, το κουβαλάς για πάντα. Δεν μπορείς να το αποτινάξεις. Προσπάθησα να ξεφορτωθώ αυτή τη μοναξιά. Ανοίχτηκα, έκανα φίλους, παντρεύτηκα, έκανα παιδιά, ένιωσα για κάποιες στιγμές πολύ ευτυχισμένος. Τίποτε. Κουβαλάω ακόμη την παιδική μου θλίψη. Μη νομίζετε ότι είχα τραυματικά παιδικά χρόνια – όχι, η οικογένειά μου ήταν θαυμάσια. Εγώ ήμουν η παραφωνία. Σαν να ήμουν συντονισμένος μονίμως σε μια άλλη διάσταση των πραγμάτων, μια παράλληλη πραγματικότητα με τη “νορμάλ”. Μεγαλώνοντας, κατάλαβα επιτέλους ότι κανείς δεν είναι νορμάλ. Οσοι επιμένουν ότι είναι αποτελούν κινούμενες ωρολογιακές βόμβες που κάποτε θα εκραγούν. Οσοι καταλαβαίνουν το σκοτάδι που κουβαλάνε μου φαίνονται πιο αγνοί, πιο υγιείς. Οι ήρωές μου σίγουρα δεν είναι νορμάλ. Είναι πληγωμένα, παρεξηγημένα τέρατα που ψάχνουν τον εαυτό τους και μου κάνουν παρέα όσο ψάχνω τον δικό μου».
«Τρελοκαπελάς» ο Τζόνι Ντεπ. Επειτα από επτά ταινίες και 21 χρόνια συνεργασίας είναι προφανές ότι μοιράζεστε ένα κοινό καλλιτεχνικό όραμα. Θα έκανε ό,τι και αν του προτείνατε;
«Το συγκλονιστικό με τον Τζόνι είναι ότι θα έκανε και ακόμη περισσότερα! Είναι απίστευτα προκλητικό για έναν σκηνοθέτη να έχει έναν τόσο θαρραλέο ηθοποιό στα χέρια του. Ο Τζόνι δεν έχει όρια. Βαριέται και αρνείται να κάνει το ίδιο πράγμα. Σε τσιτώνει να του βρεις κάτι περισσότερο, ψάχνει διαολεμένα και ο ίδιος να βρει μια άλλη είσοδο στον χαρακτήρα. Το ανέκδοτό μας όλα αυτά τα χρόνια είναι ότι, πηγαίνοντας την όποια πρότασή μου στα στούντιο και αναφέροντας το όνομά του, οι παραγωγοί μού λένε το ίδιο πράγμα: “Ασφαλώς, ο κύριος Ντεπ δεν θα δεχτεί κάτι τόσο παράλογο”. Και η απάντηση είναι πάντα η ίδια: “Ο κύριος Ντεπ απαιτεί το παράλογο”».
Η Ελενα Μπόναμ Κάρτερ είναι η σύζυγός σας, εσείς έχετε βαφτίσει το παιδί του Τζόνι Ντεπ – σας φανταζόμαστε όλους μαζί στο σπίτι σας στο Λονδίνο να πίνετε κόκκινο κρασί και να συζητάτε ιδέες για ταινίες…
«Η αλήθεια είναι ότι πίνουμε πολύ κόκκινο κρασί! Η σχέση μας είναι πολύ ζεστή, είναι αλήθεια. Αλλά δεν έχει να κάνει με σινεφίλ φαντασίωση. Οι ρυθμοί της ζωής μας τρέχουν πολύ γρήγορα και απαιτητικά. Ο Τζόνι είναι σταρ – κάνει δύο και τρεις ταινίες τον χρόνο. Εγώ κάνω μία ταινία κάθε τρία χρόνια. Οταν δουλεύουμε μαζί τον βλέπω κάθε μέρα. Οταν δεν δουλεύουμε, είναι στο νησί του με την οικογένειά του. Η Ελενα με πειράζει: “Δεν θα πας να βρεις τον Τζόνι στην άκρη του κόσμου, να καθήσετε σε μια παραλία και να σχεδιάσετε την επόμενη ταινία;”. Θεωρεί ότι είναι ο πρώτος που σκέφτομαι σε κάθε νέο μου πόνημα, ενώ εκείνη η τελευταία. “Και εγώ σου κάνω και σεξουαλικές χάρες. Φαντάσου! ” μου πετάει».
Είναι γνωστή η εμμονή σας σε κάθε λεπτομέρεια στη δημιουργία μιας ταινίας. Εδώ κάτι τέτοιο θα πρέπει να ήταν ιδιαίτερα δύσκολο, καθώς δουλεύατε με green screen και ειδικά εφέ…
«Εξαιρετικά δύσκολο. Αυτή η εμπειρία μου ήταν το αντίθετο από το “γυρίζω απλώς μια ταινία”. Οταν γυρίζεις μια ταινία, στο τέλος της ημέρας μπορείς να δεις τα πλάνα σου. Εδώ, έπρεπε να περιμένω μήνες στο post production ώσπου να πάρει μορφή “ο μαγικός κόσμος της Αλίκης”. Μελετούσα, σχεδίαζα και έδινα οδηγίες στους ηθοποιούς μου να αντιδρούν σε σημάδια, να κοιτούν πλάσματα που δεν υπήρχαν, να συνομιλούν με πράσινα μπαλάκια του τένις, τα οποία θα αντικαθιστούσα μελλοντικά στο μοντάζ με τη μικροσκοπική Αλίκη, για παράδειγμα. Για όλους μας ήταν αγχωτικό και τρομακτικό. Η Μία όμως (σ.σ.: Γουασικόφσκα, η 20χρονη πρωταγωνίστριά του) με εξέπληξε χάρη στην ψυχραιμία με την οποία αντιμετώπιζε όλη αυτή την τρέλα. Δεν έχει τόση εμπειρία και όμως αποδείχτηκε άψογη επαγγελματίας. Ο μόνος που το ευχαριστιόταν ήταν ο Τζόνι. Ηταν ευτυχής να μιλάει σε μπαλάκια του τένις. Ενίσχυε την “τρέλα” του χαρακτήρα του».
Πώς βλέπετε τις τεχνολογικές εξελίξεις και τη νέα εμμονή με το 3D;
«Ναι, κυριαρχεί τρέλα. Είμαι ευτυχής που έκανα την “Αλίκη” τώρα. Τρία χρόνια πριν, όταν σχεδίαζα την ταινία σε 3D, το Χόλιγουντ δεν είχε ακόμη τσιμπήσει. Μόνο το “Avatar” ετοιμαζόταν και κάποιες ταινίες animation. Τώρα θα έχουμε το γνωστό φαινόμενο: το Χόλιγουντ να καταλαβαίνει ότι υπάρχει ψωμί και να εγκρίνει 3D πρότζεκτ με ρυθμούς οπλοπολυβόλου. Κοιτάξτε, η ίδια η τεχνολογία είναι ένα υπέροχο εργαλείο. Το πώς θα το χρησιμοποιήσεις έχει να κάνει με το κριτήριο και το ταλέντο σου».
Πώς επιβιώνει κάποιος με τον δικό σας ρομαντισμό απέναντι στον κυνισμό του Χόλιγουντ;
«Τα μαζεύει και έρχεται στην Αγγλία! Αν και γεννήθηκα στην Καλιφόρνια, δεν θα μπορούσα να συνεχίσω να ζω στο Χόλιγουντ. Είναι ένας κόσμος που έχει άλλη ένταση, άλλη ενέργεια, άλλα καύσιμα. Βλέπει παντού δολάρια. Πρωτοήρθα στο Λονδίνο πριν από πολλά χρόνια για να κάνω τον “Μπάτμαν”. Ενιωσα μια περίεργη οικειότητα, σαν να ανήκω εδώ. Ηταν η πρώτη φορά που ένιωσα ότι είχα μια μεταφυσική εμπειρία από προηγούμενη ζωή μου. Τα τελευταία δέκα χρόνια ζω στο Λονδίνο. Αγαπώ τον καιρό εδώ – το αιώνιο καλιφορνέζικο καλοκαίρι μού έσπαγε τα νεύρα – και μου αρέσει ότι μπορείς να περπατήσεις. Στο Λος Αντζελες θα σε σταματήσουν οι αστυνομικοί: “Τι δουλειά έχεις εδώ πέρα;”. “Συγγνώμη, περπατάω!”».
Στην άλλη πλευρά της Αμερικής, στη Νέα Υόρκη, το Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης φιλοξενεί μια ρετροσπεκτίβα του συνολικού έργου σας – από τα σκίτσα μέχρι τα ποιήματα και τις ταινίες σας. Η λέξη «ρετροσπεκτίβα» σάς φαίνεται βαριά;
«Αναρωτιέστε ό,τι και εγώ: Μήπως γέρασα; Μήπως… πέθανα; Είχα κάνει μόλις τρεις ταινίες και κάποιο φεστιβάλ μού απένειμε τιμητικό βραβείο για το σύνολο του έργου μου. Τότε πανικοβλήθηκα! “Θεέ μου, αυτό ήταν; Ξόφλησα;”. Σήμερα είναι διαφορετικά τα πράγματα. Είναι μεγάλη τιμή για μένα αυτό που κάνει το ΜοΜΑ. Επίσης, επειδή είμαι κάποιος που δεν γυρίζει ποτέ στο παρελθόν για να ξαναδεί τις ταινίες του, με βοήθησε αυτή η επανεξέταση της πορείας μου».
Καταλήξατε σε κάποιο λογικό συμπέρασμα;
«Ευτυχώς, σε κανένα απολύτως. Παραμένω τρελός».
Εντελώς τρελός. Θεοπάλαβος…
«Σας ευχαριστώ πολύ».
Η ταινία «Η Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων» σε σκηνοθεσία Τιμ Μπάρτον προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες από τις 4 Μαρτίου. Η αναδρομική εικαστική έκθεσή του στο ΜοΜΑ της Νέας Υόρκης θα διαρκέσει ως τις 26 Απριλίου 2010.
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 490, σελ. 42-47, 07/03/2010.