Ο Τόλης Φασόης, η φωνή των Sharp Ties, επανέρχεται στο προσκήνιο προκειμένου να ζητήσει από τη δισκογραφία τα ρέστα της μεγάλης επιτυχίας του στις αρχές των 80s.

Ηταν σαφές ότι έπαιζαν ξύλο. Στη μία πλευρά της εξέδρας στο γήπεδο του Σπόρτινγκ, στα Πατήσια, εκείνο το απόγευμα βρίσκονταν οι πανκ της Αθήνας, με το αντίπαλο δέος πιο δίπλα, τους ροκάδες, να απαντούν με καρπαζιές σε κάθε προσβλητική χειρονομία. Κάπου εκεί βρισκόταν και το συνεργείο του Νίκου Ζερβού για τον οποίο η αναστάτωση λειτούργησε ως θείο δώρο, προκειμένου να γυρίσει τη σκηνή της συναυλίας για το cult αραβούργημά του «Τρεις και ο κούκος». Στη σκηνή που είχε στηθεί στο κέντρο του γηπέδου, υπό τα βλέμματα συμπάθειας των πανκ και εμπνέοντας παραδόξως σεβασμό στους ροκάδες, τραγουδούσε το πιο επιτυχημένο αγγλόφωνο ροκ γκρουπ που ακούστηκε ποτέ στην Ελλάδα, οι Sharp Ties. Συγκεκριμένα, τραγουδούσαν τη μεγάλη επιτυχία τους, το «Get that Βeat». «Εκείνο που αισθάνομαι κάθε φορά που ακούω για τους Sharp Ties είναι ότι όλοι μιλούν για αυτούς με σεβασμό» λέει σήμερα, έπειτα από 29 χρόνια, ο κομψός μαυροντυμένος 50χρονος, άλλοτε τραγουδιστής και frontman του γκρουπ και σήμερα καθηγητής αγγλικών στη Σχολή Μωραΐτη, Τόλης Φασόης. «Ισως αυτό συμβαίνει επειδή ήμασταν πάντοτε συνεπείς και ουδέποτε παρεκκλίναμε».

Είναι γεγονός πως εκείνο το θορυβώδες απόγευμα του 1981, την ίδια εποχή που οι Madness αναρριχόνταν στις κορυφές των charts και οι Smiths κυκλοφορούσαν το μανιοκαταθλιπτικό ντεμπούτο τους, κανείς από τους Sharp Ties δεν γνώριζε αν το συγκρότημα επρόκειτο να ξεπουλήσει κάτι από την αίγλη του ή αν θα ενέπνεε για πάντα τον σεβασμό. Ο Τόλης Φασόης ήταν απλώς ενθουσιασμένος, διότι, ενώ δεν είχε κλείσει καν χρόνο από τότε που μετακόμισε στην Ελλάδα, είχε ήδη έναν πολυπλατινένιο δίσκο στο σκρίνιο του σαλονιού του και μια τεράστια επιτυχία η οποία από τότε που γράφτηκε έμελλε να ακούγεται σε όλα τα εφηβικά πάρτι ως και σήμερα.

Ο Τόλης Φασόης γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Νότια Αφρική, έλκοντας την καταγωγή του από την Ιθάκη και την Καλαμάτα. Η πρώτη επαφή του με τη ροκ έγινε σε πολύ μικρή ηλικία, όταν τρύπωνε στο εστιατόριο των γονιών του προκειμένου να παρακολουθήσει τα συγκροτήματα που διασκεύαζαν τραγούδια των Beatles και των Rolling Stones για τους συνδαιτυμόνες. Αργότερα σπούδασε θέατρο («μου άρεσε να βρίσκομαι στο πάλκο») και σχημάτισε στο Κέιπ Τάουν το δικό του γκρουπ, το οποίο ονόμασε The Introverts, και άρχισαν να παίζουν σκα. Οι προοπτικές των Introverts διακόπηκαν κάπως βίαια όταν ο ίδιος διαφώνησε με τα υπόλοιπα μέλη του γκρουπ για τη μουσική κατεύθυνσή τους, θαμπωμένος από την κτηνώδη ηδονή της βρετανικής πανκ και επομένως λιγότερος ένθερμος πλέον με τις σκα καταβολές τους. Οι Introverts διαλύθηκαν όταν ο Τόλης χρειάστηκε να μετακομίσει στην Ελλάδα μαζί με τους γονείς του, το 1980. «Η βρετανική πανκ ήταν το κομβικό σημείο που άλλαξε όλη την πορεία της καριέρας μου, ήταν κάτι που έδειχνε σε όλους ότι το να ηχογραφήσεις μουσική δεν ήταν κάτι τόσο δύσκολο» θα δηλώσει αργότερα.

Εχοντας μόλις έξι μήνες στην Ελλάδα και μιλώντας τα ελληνικά με αγγλική προφορά (πρόκειται για κάτι που εξακολουθεί να κάνει ως σήμερα), ο Τόλης Φασόης αρχίζει να συχνάζει στο δισκοπωλείο Happening στην οδό Χαριλάου Τρικούπη και να ψάχνει για μια μπάντα που αναζητεί τραγουδιστή προκειμένου να συνεχίσει να απασχολείται με τη μουσική. Οι υπάλληλοι του Happening τού προτείνουν να επικοινωνήσει με το ροκ συγκρότημα Bees, τους Γιώργο Καραγιαννίδη και Πέτρο Σκούταρη. Ο Φασόης επικοινώνησε μαζί τους, έκαναν κάποιες πρόβες και τελικά κατέληξαν να γίνουν οι Sharp Ties. «Το όνομα ήταν δική μου ιδέα» λέει σήμερα. «Ολοι μάς μετέφραζαν “Κοφτερές γραβάτες”, ωστόσο εκείνο που είχα στον νου μου ήταν οι “Εντονοι δεσμοί”».

Ο πρώτος δίσκος που ηχογράφησαν οι Sharp Ties είχε τον τίτλο «Get that Βeat» και προφανώς περιείχε το ομώνυμο κομμάτι. «Το “Get that Βeat” είναι ένα κομμάτι για το σεξ. Ο πρώτος δίσκος μας είναι ο καλύτερος. Τα γούστα των μελών του γκρουπ δεν ήταν τα ίδια, άλλος άκουγε περισσότερη πανκ, άλλος περισσότερη κλασική ροκ, αλλά αυτό που προέκυψε στον πρώτο δίσκο μας ήταν ο ιδανικός συνδυασμός όλων. Και ήταν κάτι ασύλληπτο εκείνο που συνέβαινε με τους Sharp Ties εκείνη την εποχή. Γεμίσαμε το γήπεδο του Σπόρτινγκ (ακόμη μπορείς να βρεις το βίντεο στο YouΤube), το θέατρο του Λυκαβηττού. Οργώσαμε όλη την Ελλάδα με περιοδείες, ενώ ο δίσκος μας πούλησε περισσότερα από 50.000 αντίτυπα» θυμάται ο Τόλης Φασόης.

«Οι Sharp Ties ήταν το πιο κανονικό πράγμα, το πιο εναρμονισμένο με τη βρετανική, νευρική και στακάτη, νεοκυματική power pop με πινελιές reggae που βγήκε στις αρχές των 80s στην Ελλάδα» λέει σήμερα ο μουσικοκριτικός Μάρκος Φράγκος. «Με πολύ περισσότερο τσαγανό από τους Taxi (ναι, του Νίκου Καρβέλα) και πολύ πιο φιλικοί στο πλατύ κοινό απ’ ό,τι τα πρώτα των Scraptown (ναι, του Μιχάλη Ρακιντζή), οι Sharp Ties απέπνεαν τη βρετανική αύρα σε μια Ελλάδα που δεν είχε ακόμη χωνέψει τη γραμμή που κάνουν στα πόδια τα δερμάτινα παντελόνια» καταλήγει. Πράγματι, οι Sharp Ties εκείνα τα τρία χρόνια στα οποία κυκλοφόρησαν τους δύο πρώτους δίσκους τους σημάδεψαν ίσως τη μοναδική στιγμή που η ελληνική δισκογραφία υπήρξε τόσο εμφαντικά εναρμονισμένη με το τι συνέβαινε εκείνη την εποχή εκτός συνόρων. Τόσο ώστε ο συγκεκριμένος ήχος να «σπάσει» τα ντόπια ταμεία και να εισβάλει φασαριόζικα στις ντισκοτέκ και στα νησιώτικα μπαρ.

Οι Sharp Ties ευτύχησαν να κυκλοφορήσουν ακόμη δύο δίσκους (με πιο σημαντικό ανάμεσά τους το «Safari Boys») και να συνεχίσουν τις ζωντανές εμφανίσεις τους ανά την Ελλάδα – «έχουμε παίξει σε όποιο απίθανο μέρος μπορείς να φανταστείς, μας επιδοτούσε το υπουργείο Πολιτισμού τότε» – ως τις αρχές της δεκαετίας του ’90, ώσπου ο καθένας αποφάσισε να τραβήξει τον δρόμο του. «Καθώς σταδιακά διαλύονταν οι Sharp Ties, αισθανόμουν άσχημα» θυμάται ο Τόλης Φασόης και τα μικρά μάτια του κοιτούν αθώα πίσω από τα κοκάλινα γυαλιά του. «Αλλά για όλο εκείνο το διάστημα η μουσική ήταν μέσα στη ζωή μου. Εκανα μαθήματα φωνητικής, συνέθετα, έγραφα στίχους. Ηταν μια πολύ καλή ευκαιρία να εξελίξω τη μουσική μου» παρατηρεί.

Κάπως έτσι, στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, βρέθηκε να γράφει αγγλικούς στίχους για τον Γκόρντον Γκάνο των Violent Femmes, τον «φιλέλληνα» Steve Wynn, τον Marc Almond και τον βετεράνο Eric Burdon, όταν αυτοί συμμετείχαν στο άλμπουμ των Πυξ Λαξ «Χαρούμενοι στην πόλη των τρελών». Αρχισε να κάνει παρέα με τον Χάρη Κατσιμίχα και τον Μάνο Ξυδούς και δειλά σκάρωσε την επιστροφή των Sharp Ties στη – σαφώς μικρότερη από εκείνη του γηπέδου του Σπόρτινγκ – σκηνή του Μικρού Μουσικού Θεάτρου. Τον περασμένο Δεκέμβριο, λίγο προτού γίνει ακριβώς 50 ετών, κυκλοφόρησε τον πρώτο προσωπικό δίσκο του («Just for Οne Day»), μια συλλογή τραγουδιών που έγραψε τα τελευταία δέκα χρόνια, έναν δίσκο που θα μπορούσε σε όλα τα επίπεδα να είναι ένας νέος δίσκος των New Order σήμερα. Τι και αν δεν αποπνέει το ίδιο νεανικό σφρίγος όταν συμπυκνώνει τόσο επάξια τη συνθετική σοφία ενός πραγματικού βετεράνου; «Ο νέος δίσκος έχει να κάνει πάλι με τη λαχτάρα για αγάπη, το να καταπολεμήσεις τη μοναξιά έστω για μία ημέρα».

Στους μήνες που ακολουθούν, ο Τόλης Φασόης θα περιοδεύσει μαζί με τους αδερφούς Κατσιμίχα και τον Μάνο Ξυδούς. «Δεν έχουμε πολλές κοινές επιρροές, αλλά αισθάνομαι πολύ όμορφα μαζί τους, γιατί αγαπούν εξίσου τη μουσική και σίγουρα έχουμε κάποια σημεία αναφοράς» λέει σχετικά. «Επίσης, απολαμβάνω πολύ το πάλκο. Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρά το κοινό είναι μαγικός: πρώτα κουνιούνται λίγο, έπειτα χορεύουν στις πρώτες σειρές και μετά, ως το τέλος, έχω καταφέρει να κουνηθούν όλοι. Είναι σαν να αναπνέω εκεί πάνω. Είμαι πολύ υπέρ του live. Το προτιμώ από τη σύνθεση και από όλα τα άλλα» λέει με την ήρεμη φλεγματική φωνή του ο λεπτός άντρας απέναντί μου, ρουφώντας μια γουλιά εσπρέσο, καθώς περιμένει την επιστροφή του στα βαθιά, μπροστά στους προβολείς. «Είμαι κάπως διαφορετικός απ’ όσο φανταζόμουν τον εαυτό μου στα 50, αλλά τώρα πια έχω βάλει όριο ότι θα πρέπει να σταματήσω να κάνω live όταν θα πονάει πάρα πολύ το γόνατό μου, γιατί είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο» καταλήγει, ενώ το Σπόρτινγκ εξακολουθεί να βρίσκεται στη θέση του, στα Πατήσια, έτοιμο να τον υποδεχτεί για τη θριαμβική ρεβάνς.

Δημοσιεύτηκε στο BHMAMEN, τεύχος 48, σελ. 118-120, Μάρτιος 2010.