Μπαστούνια από το Πακιστάν, μπαλάκια του τένις τυλιγμένα με λευκές ταινίες, μια αλάνα και ένα ρεπό: ό,τι χρειάζονται οι πακιστανο μετανάστες της Αθήνας για να ξεκινήσουν την προπόνηση στοεθνικό τους– ελέω αποικιοκρατίας – σπορ, το κρίκετ.
Δεν πρόκειται για πολιτική οργάνωση. Ούτε τα «ηγετικά στελέχη» της βρίσκονται αριθμημένα σε αμερικανικά τραπουλόχαρτα. «Αλ Φατάχ Kρίκετ Kλαμπ» ονομάζεται η υποτυπώδης ομοσπονδία που δημιούργησαν στη χώρα μας οι πακιστανοί μετανάστες για να εξασκούνται στο «εθνικό» τους άθλημα, το κρίκετ. Και όταν λέμε «εθνικό» εννοούμε αυτό που από τον 19ο αιώνα και ως τμήμα των τότε Βρετανικών Ινδιών γνώρισαν παρακολουθώντας τους Εγγλέζους να παίζουν και το οποίο στη συνέχεια «ασπάστηκαν» και οι ίδιοι.
Από την εποχή της αποικιοκρατίας αλλά και από την ανεξαρτησία τους, το 1947, πέρασαν πολλά χρόνια. Πολλά χρόνια και ακόμη περισσότερα δεινά. Τα δεινά φορτώθηκαν στα μπαγκάζια τους και ήρθαν μαζί τους στη Δύση. Για να φτάσουμε στο σήμερα, το ευρωπαϊκό σήμερα που επιτρέπει τις εισαγωγές «πακιστανικών μπαστουνιών κρίκετ» από το Ισλαμαμπάντ και που κλείνει το μάτι με ανοχή στα άτυπα τουρνουά τα οποία διοργανώνουν οι πακιστανοί μετανάστες της Αθήνας κάθε Κυριακή στα πάρκα και στις πλατείες της πόλης.
Γιατί Κυριακή; «Γιατί την Κυριακή έχουμε ρεπό». Γιατί ανεκτική ματιά; «Γιατί όσο και να το κάνεις το μπαστούνι χτυπάει δυνατά το μπαλάκι και τριγύρω παίζουν παιδιά»… Ετσι τουλάχιστον μας λένε και εμείς δεν έχουμε παρά να τους παρακολουθήσουμε.
Κυριακή πρωί λοιπόν φτάνουμε στο πάρκο «Αντώνης Τρίτσης» στο Ιλιον. Οι γνωστοί μας έχουν προηγηθεί. Γνωστοί από την προηγούμενη ημέρα, όταν γίναμε για λίγο συμπαίκτες σε παιχνίδι πακιστανικού βόλεϊ. Το οποίο, ναι, έχει διαφορές από αυτό που όλοι γνωρίζουμε. Ξεκινώντας από το στολισμένο με πολύχρωμες φουντίτσες φιλέ τους ως τη μικρή, σκληρή και βαριά τους μπάλα αλλά και τις ιδιόρρυθμες αποκρούσεις με τις γροθιές, το πακιστανικό βόλεϊ αποδείχτηκε πολύ σκληρό για τις αντοχές μας. Ετσι σήμερα είπαμε να μυηθούμε στο κρίκετ από τη θέση του θεατή.
Οι κανόνες; Δύο ομάδες των 11 παικτών επιτίθενται και αμύνονται διαδοχικά. Ο επιτιθέμενος παίκτης ρίχνει το μπαλάκι (στην προκειμένη περίπτωση πρόκειται για μπαλάκι του τένις καλυμμένο με λευκή ταινία) και ο αμυνόμενος προσπαθεί να το αποκρούσει με το μπαστούνι. Μόλις το αποκρούσει, οι συμπαίκτες του που βρίσκονται σκορπισμένοι περιμετρικά κυνηγούν το μπαλάκι. Και για να μην το παίζουμε έξυπνοι, τους κανόνες τους διαβάσαμε. Στην πραγματικότητα – και δη υπό τις υπάρχουσες συνθήκες – το πακιστανικό κρίκετ μοιάζει με ένα ακατάληπτο άθλημα κατά το οποίο ένας τύπος ρίχνει έξι φορές ένα μπαλάκι και κάποιοι τρέχουν και το κυνηγούν υπό τους – επίσης ακατάληπτους – αλαλαγμούς των θεατών, από τους οποίους το μόνο που καταλαβαίνουμε είναι το ελληνικότατο στην προέλευση, πακιστανικότατο στην προφορά, «μαλάκα».
Στο ημίχρονο οι άνδρες αγκαλιάζονται, κάθονται σε πηγαδάκια στο χορτάρι του πάρκου, χαμηλώνουν τα μάτια όταν πλησιάζουν Ελληνες και ανυπομονούν να ξαναρχίσουν.
Από την ομάδα των Αγίων Αναργύρων που παίζει σήμερα θα μάθουμε ότι μόνο στην Αθήνα έχουν δημιουργηθεί 22 ομάδες – με καλύτερη αυτή της Κυψέλης που προπονείται στο Πεδίον του Αρεως και ύστερα της Καλλιθέας, του Μενιδίου, του Αιγάλεω και των Θρακομακεδόνων. Στους Θρακομακεδόνες μάλιστα, σε μια αλάνα ακριβώς απέναντι από το Ολυμπιακό Χωριό, οργανώνονται τα τουρνουά. Λίγο αργότερα θα μάθουμε από τον 28χρονο Τενβίρ, τον αρχηγό της τροπαιούχου ομάδας της Κυψέλης, ότι «τα τουρνουά αυτά τα οργανώνουμε στις διακοπές, Χριστούγεννα και Πάσχα που δεν έχουμε δουλειά. Ο νικητής παίρνει 2.000 ευρώ. Τα χρήματα αυτά μαζεύονται από τις συμμετοχές της κάθε ομάδας, η οποία για να συμμετάσχει στο τουρνουά πρέπει να δώσει 200 ευρώ, σαν να λέμε γύρω στα 18-19 ευρώ ο κάθε παίκτης. Δεν έχουν όλες οι ομάδες λεφτά, γι’ αυτό και στο τελευταίο τουρνουά κατέβηκαν μόνο 14 ομάδες. Με αυτά τα λεφτά φέρνουμε μπαστούνια από το Πακιστάν, αθλητικά παπούτσια για τα παιδιά ή βοηθάμε όποιον έχει ανάγκη».
Τα «παιδιά» στα οποία αναφέρεται ο Τενβίρ είναι οι εργάτες μας, οι οικοδόμοι μας, οι λαντζιέρηδές μας, οι καλλιεργητές των χωραφιών μας. Αυτοί που «λιώνουν» όλη την εβδομάδα στη δουλειά, αυτοί που ξεροσταλιάζουν για μια άδεια παραμονής, αυτοί που τρέχουν να κρυφτούν κάθε φορά που βλέπουν αστυνομικό και αυτοί που σήμερα ξεσκάνε με τους φίλους και τους συμπατριώτες τους στα πάρκα που εμείς συνήθως περιφρονούμε. Γι’ αυτό και όταν ρωτάω τον Ατζέμ αν είναι Ελληνες αυτοί που τους μαλώνουν από το απομακρυσμένο παγκάκι στο Πεδίον του Αρεως μου απαντάει: «Σιγά μην είναι Ελληνες. Αλβανοί είναι. Θα έπαιζαν οι Ελληνες χαρτιά εδώ;». Οι Αλβανοί, βλέπετε, ως παλαιότεροι χρονολογικά μετανάστες θεωρούνται ανώτερη κάστα μεταξύ των μεταναστών και οι Πακιστανοί και Μπανγκλαντεσιανοί που παίζουν πλάι πλάι στην πλακόστρωτη αλάνα μπροστά από τη Σχολή Εθνικής Αμυνας δεν θέλουν να τους ενοχλούν. Φοβούνται τα μπλεξίματα. Οσο για την αστυνομία; «Ε, καμιά φορά μας διώχνουν. Αλλες φορές περνούν και δεν μας λένε τίποτα. Εξαρτάται από τα κέφια» λέει χαμογελώντας ο 27χρονος Ατζέμ, που στενοχωριέται για την κακή φετινή πορεία της εθνικής τους ομάδας, μιας εκ των δυνατότερων στον κόσμο και με συλλογή τριών Παγκοσμίων Κυπέλλων. Μπορεί λοιπόν το κρίκετ να μην είναι το… όπιο του δυτικού λαού, είναι όμως το δικό τους. Αυτό που τους κάνει να ξεχνιούνται τις Κυριακές τους, να παίζουν από τις 9.00 το πρωί ως τη νύχτα. Αυτό που τους επιτρέπει να σηκώσουν τη φωνή και το κεφάλι. Και ας πρέπει να τα ξανακατεβάσουν σε λίγες ώρες από τώρα…
Δημοσιεύθηκε στο BHMagazino, τεύχος 486, σελ. 44-48, 07/02/2010.