Τον Ιανουάριο του 2008 ο Μιχάλης Πρωτοπαπαδάκης, εγγονός του Πέτρου Πρωτοπαπαδάκη, πρώην πρωθυπουργού που είχε καταδικαστεί και εκτελεστεί το 1922 ως ένοχος εσχάτης προδοσίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή, υπέβαλε στον Αρειο Πάγο αίτηση επανάληψης της περίφημης Δίκης των Εξι. Η αίτηση αιτιολογείτο με το επιχείρημα ότι νέα στοιχεία αποδεικνύουν δικαστική πλάνη. Δύο χρόνια αργότερα, τον Ιανουάριο του 2010, η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου αποφάσισε ότι αρμόδιο είναι το Ποινικό Τμήμα, που είχε ήδη λάβει απόφαση, με διαφορά μιας ψήφου, να επαναληφθεί η δίκη όχι με νέα ακροαματική διαδικασία, αλλά με συνεδρίαση για το «διά ταύτα» της υπόθεσης. Επομένως, το Ποινικό Τμήμα του Αρείου Πάγου πρόκειται να συνεδριάσει για να επανεξετάσει τα στοιχεία που οδήγησαν στην εκτέλεση των Εξι, τον Νοέμβριο του 1922, δηλαδή 87 χρόνια πριν. Η πρωτοφανής αυτή απόφαση θέτει σειρά από ζητήματα που αξίζει να συζητήσουμε, έστω και εν συντομία: Πρόκειται για νομικό, πολιτικό ή ιστορικό ζήτημα; Είναι δυνατόν δικαστικοί λειτουργοί να (ξανα)γράψουν την ιστορία; Με ποια μέθοδο θα ελέγξουν την εγκυρότητα των στοιχείων; Είναι ενήμεροι της τεράστιας βιβλιογραφίας για τη Μικρασιατική Καταστροφή, των ποικίλων ερμηνειών, αλλά και των κοινών τόπων που υπάρχουν στην ελληνική ιστοριογραφία σχετικά με τη Δίκη των Εξι; Μήπως θα αρχίσουμε να επαναλαμβάνουμε όλες τις πολιτικές δίκες στις οποίες αποδεδειγμένα υπήρξε πλάνη λόγω των εμφύλιων διχασμών που έχουν ταλαιπωρήσει τη χώρα από την εποχή της ελληνικής Επανάστασης; Θα ξαναδικάσουμε τον Κολοκοτρώνη για να τον αθωώσουμε;
Το αίτημα για τη δικαίωση των Εξι φαίνεται αλλά δεν είναι ατομικό. Στοίχειωσε τη μνήμη της αντιβενιζελικής παράταξης, σε όλους τους μετέπειτα πολιτικούς μετασχηματισμούς της, και οδήγησε, όταν η πολιτική συγκυρία ήταν ευνοϊκή, σε ονοματοδοσία δρόμων και πλατειών με τα ονόματα των εκτελεσθέντων. Επρόκειτο για μια έμμεση δικαίωση, που οι κατά καιρούς πολιτικοί τους φίλοι πέτυχαν. Βεβαίως, ουδείς ιστορικός αμφισβήτησε ότι η Δίκη των Εξι υπήρξε πράξη «εθνικής σκοπιμότητας», όπως ο ίδιος ο Θ. Πάγκαλος παραδέχτηκε αργότερα, πράξη κάθαρσης για την τεράστια εθνική καταστροφή στη Μικρά Ασία, η απαραίτητη «θυσία» που εκτόνωσε, εκείνη τη στιγμή της βαριάς ήττας, τη δυσαρέσκεια των κατώτερων αξιωματικών και της προσφυγικής πλημμυρίδας. Η «παραδειγματική τιμωρία των εχθρών της Πατρίδος», που προωθήθηκε από το στρατιωτικό καθεστώς της «Επανάστασης του 1922», ήταν η απάντηση στο σύνθημα «Θάνατος στους προδότες», που ακουγόταν σταθερά μετά την είδηση της ήττας. Εχει επανειλημμένως γραφτεί ότι το μέρος του κατηγορητηρίου που αναφερόταν στον δόλο των κατηγορουμένων και στην εσκεμμένη παράδοση στον εχθρό μέρους της (ελληνικής) επικράτειας δεν ευσταθούσε από ποινική άποψη. Η Σμύρνη και η Δυτική Μικρά Ασία δεν αποτελούσαν ελληνικό έδαφος τη στιγμή της συντριβής, εφόσον δεν είχε γίνει προσάρτηση αυτών των εδαφών στην ελληνική επικράτεια και η Συνθήκη των Σεβρών ήταν ακόμη μια υπόσχεση και όχι καθεστώς.
Σε μια παρόμοια συγκυρία ωστόσο, η αξιολόγηση των πράξεων δεν γίνεται με βάση τυπικά ποινικά κριτήρια. Ουδείς μπορεί να αμφισβητήσει τις τεράστιες πολιτικές ευθύνες των πρωταιτίων της Καταστροφής, έστω κι αν θα πρέπει να περιληφθούν ως υπαίτιοι και πολλοί άλλοι εκτός από τους Εξι. Προφανώς στη Μικρά Ασία δεν ηττήθηκαν μόνον ο Χατζανέστης και ο Πρωτοπαπαδάκης. Ηττήθηκε η ελληνική Μεγάλη Ιδέα και η απερίσκεπτη αλυτρωτική πολιτική· ηττήθηκε η χώρα που είχε εισέλθει στον πόλεμο διχασμένη, θυσιάζοντας στην εσωτερική πολιτική διαμάχη το κοινό συμφέρον.
Αυτά είναι γνωστά. Τι καινούργιο λοιπόν μπορεί να φέρει μια απόφαση, η όποια απόφαση, ενός δικαστηρίου για ένα ιστορικό γεγονός που συνέβη τόσες δεκαετίες πριν; Οπωσδήποτε δεν θα προσθέσει κάτι στις ιστορικές μας γνώσεις. Εξάλλου, η απόφαση δεν θα έχει νομικό αλλά σαφώς πολιτικό περιεχόμενο, όπως ξεκάθαρα έχει φανεί από τις έντονες διαμαρτυρίες των προσφυγικών οργανώσεων, που θεωρούν ότι αναψηλάφηση της Δίκης των Εξι προσβάλλει τη μνήμη τους και αναβιώνει τον Διχασμό. Στην ουσία, πρόκειται για επαναδιαπραγμάτευση- για μία ακόμη φορά- της θέσης μέσα στην εθνική ιστορία ομάδων με διαφορετικές εθνοτοπικές αναφορές. Η εθνική ιστορία έχει συντεθεί μέσα από συμβιβασμούς που επιτρέπουν σε όλες τις τοπικές κοινότητες, από τον Μοριά μέχρι τη Θράκη, να αναγνωρίζουν τον εαυτό τους. Ολες αυτές οι κοινότητες ωστόσο διεκδικούν πρωταγωνιστική θέση στο εθνικό αφήγημα. Ας θυμηθούμε την επικράτηση των Καλαβρυτινών έναντι των Μανιατών ως προς τον τόπο έναρξης του Αγώνα του 1821. Δεν είναι τυχαίο ότι ακούστηκαν φωνές που ζητούσαν η πόλη της Πάτρας, τόπος καταγωγής του Δ. Γούναρη, να διεκδικήσει αυτή και τη δική του δικαστική δικαίωση. Η επανάληψη της Δίκης των Εξι ξαναφέρνει λοιπόν στο προσκήνιο τη σύγκρουση Ελλαδιτών και προσφύγων, μια σύγκρουση που έχει καθορίσει την προσφυγική μνήμη, καθώς και το αίσθημα αποκλεισμού της προσφυγικής μνήμης από την επίσημη ιστορία.
Αφετέρου, η επανάληψη μιας δίκηςθέτει το εύλογο ερώτημα γιατί δεν έχει συμβεί κάτι ανάλογο με τόσες άλλες δίκες για «προδοσία» βάσει πολιτικών φρονημάτων στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αλλά χρειάζεται άραγε ο Νίκος Μπελογιάννης, που οδηγήθηκε στο εκτελεστικό απόσπασμα το 1952, μια νέα δικαστική απόφαση που να τον αθωώνει; Εξαρτάται από ένα δικαστήριο η ετυμηγορία της Ιστορίας;
Η κυρία Χριστίνα Κουλούρη είναι καθηγήτρια Νεότερης Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Πελοποννήσου.