Το αύριο είναι μακριά

Τον Νοέμβριο του 1974 ο γενικός διευθυντής του ΒΒC σερ Χιου Γκριν, σε έκθεση που υπέβαλε στον τότε υφυπουργό Προεδρίας Π. Λαμπρία, επισήμαινε ως κύρια προβλήματα της ΕΡΤ την «υπερτροφική και βραδυκίνητη γραφειοκρατία,την κακή οικονομική κατάσταση,την έλλειψη μιας λειτουργικά αποτελεσματικής διοικητικής δομής,τεχνολογικές ατέλειες και μια σοβαρή έλλειψη εκπαιδευμένων επαγγελματιών στον τομέα Προγράμματος» . Η έκθεση οδηγήθηκε στο αρχείο, όπως και οι εκθέσεις ακόμη τριών ξένων εμπειρογνωμόνων που υποβλήθηκαν ως την άνοιξη του 1975, οι οποίες διαπίστωναν τα ίδια ακριβώς προβλήματα.

Τον Νοέμβριο του 1974 ο γενικός διευθυντής του ΒΒC σερ Χιου Γκριν, σε έκθεση που υπέβαλε στον τότε υφυπουργό Προεδρίας Π. Λαμπρία, επισήμαινε ως κύρια προβλήματα της ΕΡΤ την «υπερτροφική και βραδυκίνητη γραφειοκρατία,την κακή οικονομική κατάσταση,την έλλειψη μιας λειτουργικά αποτελεσματικής διοικητικής δομής,τεχνολογικές ατέλειες και μια σοβαρή έλλειψη εκπαιδευμένων επαγγελματιών στον τομέα Προγράμματος» . Η έκθεση οδηγήθηκε στο αρχείο, όπως και οι εκθέσεις ακόμη τριών ξένων εμπειρογνωμόνων που υποβλήθηκαν ως την άνοιξη του 1975, οι οποίες διαπίστωναν τα ίδια ακριβώς προβλήματα. Λίγα χρόνια μετά, στον απολογισμό της μόλις ετήσιας θητείας του ως αναπληρωτή γενικού διευθυντή της ΕΡΤ ( Το Κράτος της Τηλεόρασης, 1981), ο Ροβήρος Μανθούλης κατέθεσε την πλέον ολοκληρωμένη διάγνωση για την παθολογία της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης. Η νέα διοίκηση της ΕΡΤ οφείλει να μελετήσει προσεκτικά τα παραπάνω ντοκουμέντα, τα οποία υπενθυμίζουν ότι το αύριο της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης έχει καθυστερήσει πολύ καιρό τώρα. Οτι ακόμη και τις λίγες φορές που κάποιοι τόλμησαν να το οραματιστούν και να το επιδιώξουν, η προσπάθειά τους διακόπηκε μεσοστρατίς, καταδικάζοντας αυτό το αύριο να είναι διαρκώς ελευσόμενο αλλά και συστηματικά αναβαλλόμενο. Η αναβολή έναρξης του ψηφιακού σήματος της ΕΡΤ για το 2015 αποτελεί ένα ακόμη παράδειγμα.

Ενα από τα σπουδαιότερα ζητήματα που είχε θέσει ο Μανθούλης έγινε πρόσφατα πραγματικότητα:

η ΕΡΤ υπάγεται πλέον στο υπουργείο Πολιτισμού. Η απεμπλοκή της από τον τομέα του πολιτικού σχεδιασμού (υπουργείο Προεδρίας ή Εσωτερικών) σηματοδοτεί την καθυστερημένη αναγνώριση της δημόσιας τηλεόρασης ως ενός κρίσιμου τομέα της πολιτισμικής πολιτικής.

Ανεξάρτητα από το πόσο υψηλά σταθμίζει κανείς τη δραστικότητα της δημόσιας τηλεόρασης, είναι ευρέως αποδεκτός ο καταλυτικός της ρόλος στη δημόσια κουλτούρα και μνήμη, στην αντίληψή μας για τις συλλογικές μας αξίες, ικανότητες και προοπτικές, στη συλλογική μας αυτοεικόνα. Οι δημοκρατικές κοινωνίες και τα μέσα επικοινωνίας μεταβάλλονται διαρκώς, με την κάθε πλευρά να επηρεάζει την άλλη με τρόπους ποικίλους, συχνά αναπόφευκτους αλλά και ενίοτε αμφιλεγόμενους. Στο πλαίσιο αυτής της περίπλοκης αλληλοδιαμόρφωσης η θεμελιακή υπόσχεση της δημοκρατίας για την εξασφάλιση όρων ατομικής και συλλογικής ελευθερίας, πολυφωνίας και ανοικτότητας, ισότητας και δημιουργικότητας, παραμένει η μόνη δυνατή και αποδεκτή βάση για τη νομιμοποίηση της δημόσιας ιδιοκτησίας των μέσων επικοινωνίας. Η μόνη αναγκαία βάση, επιπλέον, για τη συζήτηση και αναζήτηση του μέλλοντος της δημόσιας τηλεόρασης.

Αν πριν από τριάντα χρόνια ο Μανθούλης αναρωτιόταν μήπως «πλησίασε το τέλος της παραδοσιακής εθνικής τηλεόρασης, όπως την ξέραμε», οι σημερινές κοινωνικές, πολιτισμικές και τεχνολογικές συνθήκες δεν αφήνουν καμία αμφιβολία ότι πρέπει να τελειώνουμε οριστικά με αυτήν. Η νέα δημόσια τηλεόραση πρέπει να είναι ανεξάρτητη από πολιτικά ή διαφημιστικά δεσμά και συνώνυμη της δημοσιογραφικής αριστείας, της σύγχρονης δημιουργίας και της πολιτισμικής καινοτομίας.

Ο κ. Γρηγόρης Πασχαλίδης είναι αναπληρωτής καθηγητής στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.