Ενας μυστηριώδης ξένος εμφανίζεται στα πωλητήρια δύο μεγάλων μουσείων της Αθήνας και ζητάει να αγοράσει πολλά από τα αντίγραφα αρχαίων αντικειμένων που διαθέτουν. Ερχεται σε επαφή με το εργαστήριο που τα κατασκευάζει και αμέσως κλείνεται μια εντυπωσιακή παραγγελία. Σε κάποια στιγμή οι υπεύθυνοι τον πληροφορούν ότι οι αναπαραγωγές αυτές εκτός του ότι αποτελούν «τεχνολογικά πιστά αντίγραφα»- έχουν δηλαδή κατασκευαστεί ακριβώς με τις ίδιες μεθόδους και έχουν υποστεί διαδικασίες παλαίωσης που τις κάνουν εξίσου πειστικές με τα πρωτότυπα- διαθέτουν επιπλέον ειδική και «απαραβίαστη» σήμανση που διασφαλίζει ότι δεν μπορούν να αποτελέσουν προϊόν «ύποπτης» συναλλαγής. Κατόπιν αυτού ο υποψήφιος αγοραστής εξαφανίζεται και η παραγγελία μένει στα αζήτητα.

Θα μπορούσε να αποτελεί σκηνή από κάποια αστυνομική ταινία που προσπαθεί να διαλευκάνει τα γοητευτικά μυστήρια της παράνομης αγοράς των έργων τέχνης και πολιτιστικής κληρονομιάς. Είναι όμως μια αληθινή ιστορία. Τα πωλητήρια του Μουσείου Μπενάκη, του Μουσείου Κυκλαδικής Τέχνης και, πιο πρόσφατα, του Νέου Μουσείου της Ακρόπολης διαθέτουν πραγματικά τέτοια τεχνολογικά πιστά αντίγραφα. Η κατασκευή τους είναι τόσο προσεγμένη ώστε μπορούν να ξεγελάσουν εύκολα ένα μη εκπαιδευμένο μάτι. Αν μάλιστα υποστούν πρόσθετες επεξεργασίες παλαίωσης θα μπορούσαν να ξεφύγουν και από τις σύγχρονες τεχνικές χρονολόγησης και ελέγχου γνησιότητας. Για τον λόγο αυτόν οι παραγωγοί τους θέλησαν να αποτρέψουν την εκμετάλλευσή τους από επίδοξους αρχαιοκάπηλους ιχνηθετώντας τα με μια ειδική σήμανση. Αν κρίνουμε από το παραπάνω περιστατικό, η μέθοδος φαίνεται να λειτουργεί. Επί πλέον, μπορεί να εφαρμοστεί και σε γνήσια έργα ως «πιστοποιητικό αυθεντικότητας».

Προστασία από πλαστά
«Κάθε παραγωγός που θέλει να προστατεύσει την παραγωγή του χρησιμοποιεί κάποια μέθοδο σήμανσης. Η απλούστερη είναι η υπογραφή, ένα ταμπελάκι ή μια κονκάρδα» εξηγεί η κυρίαΕλένη Αλούπη , χημικός αρχαιομέτρης της Θέτις Αuthentics, εταιρείας η οποία εκτός από την παροχή γνωματεύσεων και συμβουλών για θέματα αυθεντικότητας παράγει επίσης τεχνολογικά πιστά αντίγραφα αρχαιολογικών αντικειμένων είτε προς πώληση στο ευρύ κοινό είτε για έκθεση σε δημόσιους χώρους, όπως αυτά που φιλοξενούνται σε σταθμούς του μετρό. «Εμείς θελήσαμε να εφαρμόσουμε κατ΄ αρχήν μια τέτοια μέθοδο στα προϊόντα μας επειδή,είτε προορίζονται για τα πωλητήρια των μουσείων είτε για να αντικαταστήσουν πρωτότυπα σε εκθέσεις,έχουν υποστεί τεχνητή παλαίωση και άρα είναι υποψήφια κίβδηλα».

Στα μεγάλης αξίας εμπορικά προϊόντα, όπως τα οπλικά συστήματα ή τα κοσμήματα, η υιοθέτηση μιας σήμανσης που θα εξασφαλίζει τη γνησιότητά τους είναι θεωρητικά απλή: αρκεί να βρει κανείς την κατάλληλη μέθοδο- και τέτοιες έχουν βρεθεί αρκετές και όλο και πιο εξελιγμένες με την πρόοδο της τεχνολογίας- και να την εφαρμόσει στο προϊόν με τρόπο ώστε να είναι «ανεξίτηλη». Στα έργα τέχνης όμως και στα αντικείμενα της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπου η σήμανση μπορεί να πιστοποιήσει είτε την «πλαστότητα» κάποιας αναπαραγωγής είτε την «ταυτότητα» κάποιου αυθεντικού έργου το οποίο ανήκει σε ένα μουσείο ή σε μια ιδιωτική συλλογή, τα πράγματα περιπλέκονται.

Κατ΄ αρχήν, όταν πρόκειται για αυθεντικά έργα, η σήμανση πρέπει να είναι τέτοια ώστε να μην επηρεάζει τη σύστασή τους, τις μακροσκοπικές, μικροσκοπικές και φυσικοχημικές ιδιότητές τους. Ακόμη όμως και όταν αυτή η προϋπόθεση τηρείται, υπάρχει ένας ακόμη περιορισμός: το γεγονός ότι ένα αυθεντικό έργο τέχνης- και πολύ περισσότερο ένα πρωτότυπο αρχαίο αντικείμενο- δεν είναι δεοντολογικά σωστό να «σημαδεύεται» με ανεξίτηλο τρόπο, έστω και αν αυτός είναι αόρατος στο γυμνό μάτι και μπορεί να φανεί μόνο στην εξέταση με επιστημονικά όργανα. Από την άλλη πλευρά, ένα πιστό αντίγραφο, αν θέλει να αποτρέπει αποτελεσματικά το ενδεχόμενο της παρουσίασής του ως αυθεντικού, θα πρέπει να είναι σημασμένο με τρόπο μη αφαιρέσιμο και απαραβίαστο. Αυθεντική ελληνική υπογραφή

Μεταβυζαντινή εικόνα της συλλογής του Μουσείου Μπενάκη κατά τη διάρκεια της ανάλυσης στον επιταχυντή ΤΑΝDΕΜ του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος»

Με την ιδανική μέθοδο σήμανσης έργων τέχνης απούσα από τη διεθνή αγορά τρεις ελληνικοί φορείς, το Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος», το Μουσείο Μπενάκη και η Θέτις Αuthentics, από την οποία ξεκίνησε και η ιδέα, αποφάσισαν να συνεργαστούν για την εξεύρεση λύσης. Στο πλαίσιο ενός προγράμματος που φέρει τον τίτλο «Ελεγχος Αυθεντικότητας και Διασφάλιση Ταυτότητας Αρχαιολογικών Αντικειμένων, Εργων Τέχνης και Τεχνολογικά Πιστών Αντιγράφων με Μη Καταστρεπτικές Τεχνικές και Τεχνολογίες Ενσωματωμένης Στοιχειακής Σήμανσης» (εν συντομία ΤΕΣΣ) και συγχρηματοδοτήθηκε από τη Γενική Γραμματεία Ερευνας και Τεχνολογίας του υπουργείου Ανάπτυξης και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Περιφερειακής Ανάπτυξης, ανέπτυξαν μια πρωτότυπη τεχνική στοιχειακής σήμανσης- ή ιχνηθέτησης- η οποία εισάγει σημαντικές καινοτομίες.

Οι τεχνικές σήμανσης έργων τέχνης ή μουσειακών αντικειμένων που είχαν προταθεί στο παρελθόν- όπως για παράδειγμα η ενσωμάτωση ενός μικροκρυσταλλικού υλικού που δίνει σήμα φωταύγειας ή ενός ολογράμματος- δεν ήταν ικανοποιητικές είτε γιατί ήταν δύσκολες στην ανίχνευσή τους απαιτώντας εξειδικευμένες εγκαταστάσεις και εργαστήρια (όπως στην πρώτη περίπτωση) είτε επειδή επενέβαιναν καταστρεπτικά στο έργο (όπως στην περίπτωση του ολογράμματος). «Εμείς θελήσαμε να πάμε ένα βήμα παραπέρα»λέει η κυρία Αλούπη«και να εισαγάγουμε μια διαδικασία η οποία θα ξεπερνάει αυτά τα προβλήματα και θα είναι επιπλέον απλή και ευέλικτη ώστε να μπορεί εύκολα να υιοθετηθεί στο μέλλον από ευρύτερους φορείς».

Τα πλεονεκτήματα της μεθόδου
Πέραν του ότι δεν είναι καταστρεπτική η μέθοδος που ανέπτυξαν οι έλληνες ερευνητές παρουσιάζει την καινοτομία ότι δεν εφαρμόζεται μόνο τοπικά, σε ένα συγκεκριμένο σημείο- οπότε και είναι δυνατόν να αφαιρεθεί-, αλλά μπορεί, αν κανείς το επιθυμεί, να είναι διάχυτη, καλύπτοντας όλη την επιφάνεια του αντικειμένου με τρόπο που καθιστά αδύνατη την αφαίρεσή της. «Επίσης»επισημαίνει η κυρία Αλούπη «μπορεί να είναι διάχυτη σε συγκεκριμένες περιοχές,οπότε αν κάποιος θελήσει να πλαστογραφήσει τη διαδικασία θα είναι εξαιρετικά δύσκολο να το κάνει».

Επιπλέον είναι η πρώτη τεχνική ιχνηθέτησης που, αν και επεμβατική, μπορεί να είναι αντιστρέψιμη. Αυτό είναι πολύ σημαντικό και πληροί τους κανόνες δεοντολογίας στην περίπτωση που ιχνηθετούνται πρωτότυπα έργα. Αν, για παράδειγμα, κάποιο μουσείο θέλει να στείλει εκθέματά του για έκθεση στο εξωτερικό μπορεί να τα σημάνει ώστε να ενισχύσει την ασφάλεια στη μετακίνησή τους και να εξασφαλίσει ότι θα επιστρέψουν πίσω τα ίδια και στην ίδια κατάσταση, ενώ στη συνέχεια έχει τη δυνατότητα να αφαιρέσει τη σήμανση χωρίς αυτό να αφήσει κανένα ίχνος. Νανοσωματίδια και ιχνοστοιχεία

Για τη μόνιμη ιχνηθέτηση των κεραμικών αντιγράφων οι ιχνηθέτες τοποθετούνται στη βαφή με την οποία κοσμούνται

Η μέθοδος που αναπτύχθηκε στο πλαίσιο του ΤΕΣΣ χρησιμοποιεί ως ιχνηθέτες ιχνοστοιχεία.«Οταν λέμε ιχνοστοιχεία εννοούμε χημικά στοιχεία,κυρίως σε μορφή οξειδίων,με πολύ μικρό μέγεθος σωματιδίωννανοσωματιδίων -και σε πάρα πολύ μικρές συγκεντρώσεις ώστε να μην επηρεάζονται οι ιδιότητες των αντικειμένων που ιχνηθετούνται» διευκρινίζει η κυρία Αλούπη. Τα χημικά στοιχεία που μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ιχνηθέτες είναι πολλά, και διαφέρουν ανάλογα με τη σύσταση του αντικειμένου που πρόκειται να σημανθεί. Απαραίτητη προϋπόθεση, φυσικά, είναι να μην περιέχονται στα υλικά του, εφόσον τότε η πληροφορία θα συγχέεται, και να μην αλλοιώνουν τη σύστασή του- για παράδειγμα, ο χρυσός μπορεί να εισαχθεί για να σημάνει με έναν πιο «πολυτελή» τρόπο ένα κεραμικό αντίγραφο, δεν προσφέρεται όμως για ένα μεταλλικό αντικείμενο, όπως π.χ. ένα νόμισμα, γιατί θα προκαλούσε σύγχυση ως προς το κράμα που έχει χρησιμοποιηθεί για την κατασκευή του.

Επίσης οι ιχνηθέτες πρέπει να μην είναι τοξικοί και να μπορούν να ανιχνευθούν με την τεχνική της φασματοσκοπίας φθορισμού ακτίνων Χ (ΧRF), η οποία χρησιμοποιείται ως «εργαλείο» για την «αποκωδικοποίηση» της συγκεκριμένης σήμανσης. Αυτή γίνεται εύκολα, με ένα φορητό φασματόμετρο που αναπτύχθηκε από την ομάδα τουΑνδρέα Καρύδα, επικεφαλής ερευνητή του Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» για το ΤΕΣΣ. Αυτός άλλωστε ήταν ένας βασικός στόχος των ελλήνων ειδικών, μια μέθοδος ανίχνευσης απλή, η οποία δεν απαιτεί ειδικές εργαστηριακές υποδομές ούτε ιδιαίτερη επιστημονική εξειδίκευση αλλά μπορεί να εφαρμοστεί από προσωπικό – φύλακες μουσείων, αστυνομικούς, τελωνειακούς υπαλλήλους- που έχει απλώς περάσει από μια ολιγοήμερη εκπαίδευση. Το φασματόμετρο του Ινστιτούτου Πυρηνικής Φυσικής είναι πρωτότυπο, η μέθοδος όμως μπορεί εξίσου εύκολα να ανιχνευθεί με αναλυτικές συσκευές χειρός που είναι εύχρηστες και μικρές στο μέγεθος- λίγο μεγαλύτερες από αυτές που «διαβάζουν» τα bar codes στα εμπορικά καταστήματα.

Με σεβασμό στο έργο τέχνης
Στα κεραμικά αντίγραφα που κατασκευάζει η Θέτις Αuthentics η ιχνηθέτηση είναι μόνιμη.«Ιχνηθετούμε το υλικό που χρησιμοποιούμε για τη διακόσμησή τους»λέει η κυρία Αλούπη.«Πρόκειται για μια αργιλική βαφή,ένα φυσικό νανοϋλικό, που προέρχεται από κολλοειδή φυσικών αργίλων. Οπως και τα αρχαία κεραμικά,τα τεχνολογικά αυθεντικά αντίγραφα διακοσμούνται πριν από την όπτηση.Με το ψήσιμο, το στρώμα της βαφής υαλοποιείται και ο ιχνηθέτης δεσμεύεται στο υάλωμα. Οσο λεπτό και αν είναι το στρώμα της βαφής, και δέκα ή πέντε χιλιοστά του χιλιοστού, εγκλωβίζεται εκεί και είναι αδύνατον να αφαιρεθεί».

Στα πρωτότυπα έργα η αντιστρεπτή ιχνηθέτηση εφαρμόζεται στο στάδιο της συντήρησης.«Οι ιχνηθέτες»εξηγεί οΒασίλης Πασχάλης του Τμήματος Συντήρησης του Μουσείου Μπενάκη, επιστημονικός υπεύθυνος από την πλευρά του Μουσείου για το ΤΕΣΣ, «προστίθενται στα υλικά της συντήρησης, στα βερνίκια ή σε κάποιες χρωστικές,που χρησιμοποιούνται για την αποκατάσταση των έργων, σε υλικά δηλαδή που μπορούν εύκολα να αφαιρεθούν.Ο τρόπος εφαρμογής του ιχνηθέτη και η σύστασή του παραμένουν, για λόγους ασφαλείας, κρυφά. Τα στοιχεία που μπορούν να παίξουν τον ρόλο του ιχνηθέτη είναι πολλά και μπορούν να χρησιμοποιηθούν είτε μεμονωμένα είτε σε συνδυασμούς» .

Προς το παρόν, όπως υπογραμμίζει ο κ. Πασχάλης, το Μουσείο Μπενάκη δεν εφαρμόζει την ιχνηθέτηση σε πρωτότυπα έργα παρά μόνο πειραματικά.«Διαθέτει ωστόσο την τεχνογνωσία και τα μέσα» τονίζει«να εφαρμόσει στοιχειακή σήμανση σε μουσειακά αντικείμενα όποτε το θελήσει, διασφαλίζοντας έτσι την ταυτότητά τους». Στο πλαίσιο του προγράμματος, σημαντικά έργα της συλλογής του μουσείου- ζωγραφικοί πίνακες όπως έργα τουΔομήνικου Θεοτοκόπουλου και τουΝίκου ΧατζηκυριάκουΓκίκα , εικόνες και μεταλλικά αντικείμενα- αναλύθηκαν στο νέο ολοκληρωμένο σύστημα ιοντικών μη καταστρεπτικών τεχνικών το οποίο αναπτύχθηκε ειδικά στον επιταχυντή Τandem του ΕΚΕΦΕ «Δημόκριτος» και στο εργαστήριο σήμανσης και ανάλυσης υλικών του ΤΕΣΣ στο Μουσείου Μπενάκη.

Η μέθοδος έχει εφαρμοστεί επίσης σε κάποια αντικείμενα που δεν είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας ώστε να ελεγχθεί η συμπεριφορά των υλικών στη διάρκεια του χρόνου. «Εχουμε εμπειρία δύο ετών, αλλά θέλουμε να είμαστε βέβαιοι τόσο για την αντιστρεψιμότητα,δηλαδή ότι δεν θα επηρεαστεί η σύσταση του αντικειμένου, όσο και για τη δυνατότητα ανίχνευσης των ιχνηθετών μετά την πάροδο μεγάλου χρονικού διαστήματος»διευκρινίζει ο κ. Πασχάλης. Βάσει των ως τώρα πειραμάτων τους οι ειδικοί θεωρούν ότι δεν πρόκειται να υπάρξουν μεταβολές. Παρ΄ όλα αυτά μια τέτοια «μακράς διαρκείας» παρακολούθηση είναι απαραίτητη. Επανάσταση στην αγορά
Βρισκόμαστε κοντά σε ένα μέλλον όπου κάθε αυθεντικό έργο τέχνης και αντικείμενο πολιτιστικής κληρονομιάς θα φέρει μια σήμανση που θα πιστοποιεί την ταυτότητά του; Πιθανότατα ναι. Το Μουσείο Μπενάκη επενδύει εδώ και χρόνια στην έρευνα που αφορά την ασφαλή σήμανση των συλλογών του. Οι πρώτες απόπειρες έγιναν με τη χρήση ολογραφικών μεθόδων στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ερευνητικού προγράμματοςΗolauthentic. Εχοντας την εμπειρία αυτή συμμετείχε στο ΤΕΣΣ, το οποίο προσεγγίζει το θέμα με διαφορετικό τρόπο.«Πιστεύουμε λοιπόν»συμπληρώνει ο κύριος Πασχάλης«ότι είμαστε πολύ πιο κοντά στην εφαρμογή σήμανσης από κάθε άλλη φορά. Σημαντικός παράγοντας που μας κάνει να ερευνούμε προς την ανάπτυξη αυτού του τύπου της τεχνολογίαςείναι επίσης το γεγονός ότι στις μέρες μας τα έργα τέχνης δεν παραμένουν κλεισμένα στα μουσεία όπως παλαιότερα,αλλά ταξιδεύουν ανά τον κόσμο με αρκετά μεγάλη συχνότητα».

Εκτός από τη διασφάλιση των πρωτότυπων έργων του το Μουσείο Μπενάκη ενδιαφέρεται εξίσου και για την εφαρμογή σήμανσης στα αντίγραφά τους.«Τα πωλητήριά μας»λέει ο κ. Πασχάλης«διαθέτουν εδώ και πολλά χρόνια υψηλής ποιότητας αναπαραγωγές. Η ασφαλής σήμανσή τους ώστε να εξασφαλίζεται η διάκρισή τους από τα πρωτότυπα, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον για μας. Για τον λόγο αυτόν συνεργαζόμαστε συστηματικά με τη Θέτις Αuthentics». Η τελευταία εφαρμόζει πλέον την ελληνική τεχνική ιχνηθέτησης σε όλες τις παραγωγές της. Οχι μόνο σε αυτές που προορίζονται για τα πωλητήρια των μουσείων αλλά και σε εκείνες που «ταξιδεύουν» στο εξωτερικό ή εκτίθενται σε δημόσιους χώρους. Τα πρώτα ιχνηθετημένα αντίγραφα που βγήκαν εκτός συνόρων ήταν εκείνα που εστάλησαν από τον Οργανισμό Ανέγερσης Νέου Μουσείου της Ακρόπολης για έκθεση στην Κίνα, στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων του Πεκίνου το 2008. Τα πιο πρόσφατα δείγματα θα μπορεί να τα δει κανείς σύντομα στον σταθμό του μετρό στο Αιγάλεω. Η έκθεση που αναμένεται να εγκαινιάσει η Γ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων φέρει την ελληνική στοιχειακή «σφραγίδα».

lalina@tovima.gr