Αυτοί οι νεκροί δεν λένε να κάτσουν ήσυχοι: το έχουν πάρει απόφαση. Στριφογυρίζουν στα μνήματα, πετούν από πάνω τους τα σκουλήκια που δειπνούν, τραβάνε στην άκρη τα μαραμένα μαλλιά τους, βγάζουν το χώμα από τις κόγχες των ματιών τους, ανασυντάσσουν τα θρυμματισμένα τους κόκαλα, παραμερίζουν τα μαρμαρένια τους σεντόνια και αναδύονται μεθοδικά. Χωρίς βιασύνη, χωρίς το άγχος των θνητών που ξυπνούν για να ζήσουν τη θορυβώδη ζωή τους, τινάζουν τη λήθη από τα χλωμά τους μέλη, στέκονται κάτω από τα κυπαρίσσια, και κάνουν το μόνο που τους μένει να κάνουν μια νύχτα χωρίς φεγγάρι, όταν ξέπνοο το φως των φανών φωτίζει τους τάφους: αρχίζουν να τραγουδούν.
Είναι τρεις όλοι κι όλοι- μία γυναίκα, δύο άνδρες. Λένε όμως τόσα που φτάνουν να αιχμαλωτίσουν και την πιο υπνωτισμένη φαντασία. Τραγούδια για τότε και για τώρα: για τα χείλη που δεν φίλησαν αρκετά και για τα χείλη που δεν έχουν πια. Για τα εφήμερα πάθη στο σκοτάδι, τους πόθους των θνητών, «χρυσά του μύθου μήλα» που όταν τ΄ αγγίζεις πέφτουνε «σαν φθινοπώρου φύλλα». Για το άλγος των αναμνήσεων και την οδύνη των ψευδαισθήσεων. Για όνειρα χαμένα και μεταθανάτια απωθημένα: όλους αυτούς τους «ρεμβασμούς πενθίμους» έρχονται να μοιραστούν μαζί μας οι τρεις επιτηδευμένες φιγούρες που ποζάρουν στη σκηνή με πρόσωπα λευκά και μάτια μαύρα.
Μη φανταστείτε όμως πως η διάθεση της βραδιάς είναι δακρύβρεχτη και λυπητερή. Κάθε άλλο. Οι απέθαντοι φίλοι μας όχι μόνο δεν μισούν τον θάνατο που τους επισκέφθηκε αλλά μοιάζουν ερωτευμένοι μαζί του. Δεν επιθυμούν να πενθήσουν: μάλλον να ξεφαντώσουν έχουν όρεξη. «Αντί μαρμάρων και μαυσωλείων/ επί του τάφου μου καφενείον/ ποθώ ω φίλοι να εγερθεί. / Οπόταν πίνουν καφέ οι άλλοι/ γυμνόν κρανίον θε να προβάλει/ το άρωμά του να οσφρανθεί»: οι στίχοι του αρχιμηδενιστή ποιητή Δημήτριου Παπαρρηγόπουλου αποτελούν το σύνθημά τους.
Η παρέα, το Graveyard Cafe Βand, λατρεύει εκτός από τον Παπαρρηγόπουλο και άλλους έλληνες εκπροσώπους του ρομαντισμού οι οποίοι έζησαν κυρίως τον δέκατο ένατο αιώνα αλλά και στις αρχές του εικοστού: τον Σπυρίδωνα Βασιλειάδη, τον Ζαν Μωρεάς, την Ανθούλα Σταθοπούλου, τη Φωτεινή Οικονομίδου, τον Πλάτωνα Ροδοκανάκη, τον Αχιλλέα Παράσχο κ.ά.
Ολοι τους, πας πεισιθάνατος και μελαγχολικός, ανασταίνονται εδώ με τον πιο διαβολικό τρόπο, τη μουσική του Κώστα Δαλακούρα, που δημιουργεί ιδανική αντίστιξη στη νοσταλγία της καθαρεύουσας μέσα από ένα στυλ σύγχρονου γοτθικού καμπαρέ σε ηλεκτρονικό φόντο, εμπλουτισμένο με παραδοσιακές ηχητικές πινελιές από όργανα όπως η λύρα και το βιολί. Το νεύρο, η ευρηματικότητα και το χιούμορ των συνθέσεων αυτών (που περιλαμβάνουν ως και διασκευές του «Ρaradise» της Μαντόνα και του «Ι will survive» της Γκλόρια Γκέινορ) έρχονται να αποτρέψουν κάθε ροπή προς την απαισιοδοξία και την κατάθλιψη που θα μπορούσε ενδεχομένως να προκαλέσει το σκοτεινό αντικείμενο της βραδιάς, δηλαδή η σκέψη του τέλους που μας περιμένει όλους. Ταυτόχρονα δίνει νέα πνοή σε κείμενα πνιγμένα από τη σκόνη του χρόνου, κείμενα παραμελημένα και φιλολογικώς περιφρονημένα, που αποκτούν αίφνης, χάρη στην αντιμελοδραματική επένδυση, απίστευτη φρεσκάδα και πρωτοφανές ενδιαφέρον: οι βρικόλακες ζωντανεύουν και έχουν κέφια.
Η σύζευξη αυτή- όπου το ξεπερασμένο γλωσσικό ιδίωμα μιας άλλης εποχής, μιας άλλης Αθήνας, επιστρέφει με αγαλλίαση στο βαμπιρολάγνο τοπίο της σημερινής ποπ κουλτούρας- τοποθετεί το εγχείρημα στην καρδιά του μεταμοντέρνου. Ακόμη και οι σύγχρονες παρεμβολές, οι «κατάλογοι» συνώνυμων που συγκέντρωσε και συνέταξε για τις ανάγκες της παράστασης ο Χρήστος Κανελλόπουλος, κινούνται στο ίδιο πνεύμα: «Πεθαίνω, τελειώνω, τελεύω./ Κατέρχομαι εις τον τάφο, αποδίδομαι στη μητέρα γη, με τρώει το μαύρο χώμα./ Πέφτει ξερός, σβήνει, εκπνέει./ Παραδίδει το πνεύμα./ Τινάζει τα κώλα./ Κλείνει τα μάτια./ Τα κακαρώνει, μένει τέζα, ψοφά./ Πάει άναυλα./ Το κύκνειον άσμα της./ Ιn extremis. (…) Είναι στο νυν και αεί. Του θανατά. Αγγελοκρούεται. Δεν τη γλιτώνει. Σώθηκε το καντήλι της. Την περιμένουν. Μυρίζει λιβάνι. Πάει η καημένη».
Στην πρώτη σκηνοθετική του απόπειρα ο Γιάννης Σκουρλέτης (που είναι επίσης εξαιρετικός εικαστικός καλλιτέχνης, παθιασμένος με τα νεκροταφεία στο ζωγραφικό έργο του) έστησε μια σαγηνευτική παράσταση με ελεύθερη ροή, χαλαρή αφηγηματική δομή, παραδομένη στους κυματισμούς μίας και μόνον ιδέας- της ιδέας του θανάτου. Δεν υπάρχει αρχή, μέση ή τέλος: μονάχα στυλιζαρισμένες φιγούρες που τραγουδούν και βυθίζονται αμέριμνα στην άβυσσο της εμμονής τους- τότε, τώρα, πάντοτε. Το όραμα του σκηνοθέτη και του συνθέτη υπηρετούν με επιτυχία οι μουσικοί που παίζουν ζωντανά (Τάσος Αντωνίου, Μαρίσα Αθητάκη, Αλέξανδρος Αντωνίου) και φυσικά οι ηθοποιοί: ο Σαμψών Φύτρος, εκλεπτυσμένος νοσφεράτου που ποθεί «ερείπια κι ερήμους», μας καλεί να τα εξερευνήσουμε με την καταπληκτική, βαθιά φωνή του. Η Φρόσω Ζαγοράκη, κέρινη κούκλα της γαλλικής επανάστασης, η «κατάρατος κόρη» του Βιζυηνού που βρίσκεται μονάχα «τρεις μήνες μες στον τάφο της θαμμένη» και τώρα αναζητεί αδελφές ψυχές στα πλάσματα της νύχτας. Ο Θεμιστοκλής Καρποδίνης, βλοσυρή ναπολεόντειος μορφή, με μακριά μαλλιά και γυμνό στέρνο το οποίο δεν διστάζει να γρονθοκοπήσει δραματικά όταν θυμάται τη θάλασσα «τη ρηχή και την ήμερη» της νιότης του. Οι τρεις τους συνθέτουν αυτή τη γοητευτική συντροφιά του σκότους που μας ταξιδεύει μοναδικά σε άλλη διάσταση.