Χωρίς πρόγραμμα δανεισμού για το 2010 βρίσκεται η χώρα, αν και οι πρώτοι υπολογισμοί του υπουργείου Οικονομικών αναφέρουν ότι η κυβέρνηση θα αναγκαστεί να δανεισθεί εφέτος τουλάχιστον 53 δισ. ευρώ. Το υπουργείο Οικονομικών προσανατολίζεται στην αλλαγή του τρόπου δανεισμού, δηλαδή να μην ανακοινώσει εκ των προτέρων τις ημερομηνίες και τα ποσά που θα δανεισθεί αλλά να δανείζεται όποτε κρίνει ότι οι συνθήκες είναι ευνοϊκές. Πάντως, το πρώτο εξάμηνο του 2010 θα αντληθεί το 70% των δανειακών ετήσιων αναγκών και ειδικότερα το α Δ τρίμηνο θα αντληθεί το 20% και το β Δ τρίμηνο το 50%. Το υπόλοιπο 30% των ετήσιων δανειακών αναγκών θα αντληθεί το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους. Ξεκάθαρο επίσης είναι ότι ο δανεισμός εκτός από ευρώ θα περιλαμβάνει και ξένα νομίσματα (πλην ευρώ), όπως δολ. και γεν.
Ούτως ή άλλως, το δημόσιο χρέος θα αυξηθεί και το 2010 και το 2011 και όπως έχει δηλώσει ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου η αποκλιμάκωσή του δεν θα αρχίσει παρά το 2012. Οι εξελίξεις στην πορεία του δημόσιου χρέους μόνον τραγικές μπορούν να χαρακτηρισθούν. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης ανήλθε το 2008 στα 262,1 δισ. ευρώ (ή 109,6% του ΑΕΠ) και το 2009 αυξήθηκε στα 300,8 δισ. ευρώ (ή 125,3% του ΑΕΠ) σημειώνοντας μέσα σε έναν χρόνο ποσοστιαία αύξηση κατά 15,7% του ΑΕΠ. Μόνον για τόκους χρειάστηκαν πέρυσι 12,95 δισ. ευρώ (περισσότερα από το ετήσιο Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων). Για το 2010, με τα σημερινά δεδομένα, το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης θα διαμορφωθεί στα 326,3 δισ. ευρώ ή 133,6% του ΑΕΠ ενώ μόνον για την καταβολή τόκων θα χρειασθούν 12,30 δισ. ευρώ.
Την ίδια ιδιαίτερα δυσάρεστη εικόνα αποκομίζει κανείς αν διαθέτει τα στοιχεία για το χρέος της γενικής κυβέρνησης. Το 2008 ήταν 237,19 δισ. ευρώ (ή 99,2% του ΑΕΠ) και στο τέλος του 2009 αυξήθηκε στα 272,3 δισ. ευρώ (ή 113,4% του ΑΕΠ) ενώ για το 2010 προβλέπεται νέα αύξηση στα 294,95 δισ. ευρώ (ή 120,8% του ΑΕΠ). Μόνον για τόκους θα χρειασθούμε το 2010 περίπου 12,34 δισ. ευρώ ή 5,3% του ΑΕΠ.
▅ Παλαιά υπόθεση
Ο βραχνάς του δημόσιου χρέους δεν είναι φυσικά νέα υπόθεση. Αντίθετα είναι πολύ παλαιά, από την εποχή της σύστασης της Ελλάδας ως κράτους. Αν θέλουμε να ανατρέξουμε στο μακρινό παρελθόν θα πρέπει να αντλήσουμε στοιχεία που αποδεικνύουν ότι πολύ συχνά οι ξένοι πιστωτικοί οίκοι μάς μεταχειρίστηκαν αποικιοκρατικά. Για παράδειγμα, από το 1823 ως το 1832 η Ελλάδα δανείστηκε 72.000.000 χρυσά φράγκα. Από αυτά τα 48.000.000 δεν εισεπράχθησαν από το νεοσύστατο κράτος διότι διατέθηκαν στο Λονδίνο ως αμοιβές, προμήθειες και μεσιτείες, όπως αναφέρεται στο «Η Εθνική και Κοινωνική Συνείδηση στην Ελλάδα 1830-1909», του Κ. Μοσκώφ. Συνεπώς, ενώ τα δάνεια ήταν 72.000.000 χρυσά φράγκα, στη χώρα έφθασαν μόνον τα 24.000.000, τα οποία και ακριβοπληρώθηκαν.
Το μέγεθος της εξάρτησης από τον ξένο δανεισμό αποδεικνύεται και από το εξής στοιχείο. Από το 1830 ως το 1860 τα δάνεια που συνήψε το ελληνικό Δημόσιο πληρώθηκαν στο τριπλάσιο λόγω των υψηλών επιτοκίων. Οι ξένοι μάς δάνειζαν παρακρατώντας τα πολύ υψηλά τοκοχρεολύσια, οδηγώντας τη χώρα σε νέο δανεισμό.
Εξάλλου, μόνον για το διάστημα 1879-1890 η Ελλάδα προσέφυγε σε δανεισμό συνολικού ύψους 630 δισ. ευρώ, ποσό υπέρογκο για την εποχή εκείνη. Και στην περίπτωση αυτή, οι προμήθειες και οι μεσιτείες μαζί με τις προκαταβολές τόκων μάς κόστισαν «ο κούκος αηδόνι»…
Η κατάσταση αυτή συνεχίστηκε και αργότερα, παρά το γεγονός ότι οι συνθήκες είχαν μεταβληθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Για παράδειγμα, το 1917 που χορηγήθηκε στην Ελλάδα δάνειο από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία, συνολικού ύψους 100.000.000 φράγκων για την κάλυψη των ελλειμμάτων του προϋπολογισμού υπό δυσμενέστατους όρους και στη συνέχεια συνήφθησαν και άλλα δάνεια 50.000.000 φράγκων (Συμμαχικές Πιστώσεις και Κράτος, Εθνική Τράπεζα 1917-1928, Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης, του Νίκου Παντελάκη)…
Παρά το γεγονός ότι τα ποσά αυτά θεωρούνταν υψηλά για την εποχή, ο δανεισμός της Ελλάδας ξέφυγε κυριολεκτικά αφού το 1918 αναγκάστηκε να δανεισθεί άλλα 700.000.000 φράγκα για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών. Ολα τα ανωτέρω δάνεια πληρώθηκαν «χρυσά».
Αργότερα, το 1932, το κατά κεφαλήν δημόσιο χρέος ξεπέρασε τα 100 δολ. εποχής, δηλαδή είχε διαμορφωθεί σε υψηλότερα επίπεδα από το κατά κεφαλήν εισόδημα. Με άλλα λόγια, περισσότερα χρήματα χρωστούσε κάθε Ελληνας από τα όσα διέθετε σε ένα ολόκληρο έτος.
Θα περίμενε φυσικά κανείς ότι η κατάσταση θα ήταν καλύτερη μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κατά τη διάρκεια του οποίου η Ελλάδα τάχθηκε με το μέρος των νικητών. Ωστόσο, ο αείμνηστος Αγγελος Αγγελόπουλος στο βιβλίο του «Οικονομικά Προβλήματα Ελληνικά και Διεθνή» αναφέρει ότι η δημιουργία του μεταπολεμικού εξωτερικού δανεισμού ήταν αποτέλεσμα των οργανικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας που χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο από την έναρξη της διεθνούς οικονομικής κρίσης του 1974. Ο ίδιος αναφέρει ότι η Διεθνής Τράπεζα αρνείτο να χορηγήσει δάνεια στην Ελλάδα διότι υπό την πίεση των ξένων ομολογιούχων έθεταν ως προϋπόθεση τη ρύθμιση του προπολεμικού χρέους που τελικά επιβλήθηκε στις αρχές του 1960.
Ο υπέρογκος δανεισμός συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια και όπως μας πληροφορεί ο Ξ. Ζολώτας (Εξελίξεις και Προοπτικές της Ελληνικής Οικονομίας και Εξωτερικής Πολιτικής), έκδοση της Τράπεζας της Ελλάδος, «το μεγαλύτερο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι το τεράστιο δημόσιο χρέος. Αρχισε να διογκώνεται από το 1982 και ξεπέρασε τα 31.000 δισ. δρχ. και τα τοκοχρεολύσια τα 7.100 δισ. δρχ., ενώ τα έσοδα του προϋπολογισμού ήταν 8.200 δισ. δρχ.». Δηλαδή, όπως αναφέρει ο ίδιος, τα τοκοχρεολύσια αντιστοιχούσαν στο 92% των εσόδων του προϋπολογισμού. Κατά συνέπεια, τηρουμένων των αναλογιών, η κατάσταση έμοιαζε με εκείνη των προπολεμικών περιόδων.
▅ ΕΟΚ και ΕΕ
Και έπεται συνέχεια. Στο βιβλίο του «Η πρώτη δεκαετία της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα» ο Αγγελος Αγγελόπουλος «κρούει τον κώδωνα του κινδύνου» αναφερόμενος στην υψηλή εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους. Επισημαίνει ότι το μεγάλο πρόβλημα είχε προκύψει διότι τα δάνεια που είχαν ληφθεί έπρεπε να εξοφληθούν μέσα σε 7-8 χρόνια. Το 1980 (για να θυμόμαστε επί ΝΔ) τα τοκοχρεολύσια ανήρχοντο σε 26.000
δισ. δρχ. και για να εξοφληθούν η χώρα έπρεπε να συνάπτει νέα δάνεια αντίστοιχου ποσού (!). Ο ίδιος αναφέρει ότι από το 1990 ως το 1993 θα έπρεπε να καταβληθούν για τα χρέη 13 δισ. δολ. εκ των οποίων τα 4,6 δισ. δολ. για τόκους και τα 8,4 δισ. δολ. για χρεολύσια. Η κατάσταση ήταν τέτοια που ο Αγγελος Αγγελόπουλος συνηγορούσε για μια επαναδιαπραγμάτευση του χρέους. Τα χρόνια εκείνα η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους απαιτούσε το 63% των φορολογικών εσόδων.
Την επόμενη δεκαετία (1993-2002) ο βραχνάς του δημοσίου χρέους εξακολουθούσε να γίνεται αισθητός σε μεγάλο βαθμό αφού κινήθηκε όλα τα χρόνια άνω του 100% του ΑΕΠ. Το 1993 ήταν στο 101,1 % του ΑΕΠ, το 1995 στο 108,7%, το 2000 στο 106,2% και το 2002 στο 104,9% του ΑΕΠ.
▅ Ο Σημίτης
Πάντως, όπως επισημαίνει ο πρώην πρωθυπουργός κ. Κ. Σημίτης στο βιβλίο του «Πολιτική για μια Δημιουργική Ελλάδα 1996-2004», οι μεγάλες παραγγελίες για εξοπλισμούς άρχισαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990 με πρώτες σημαντικές προκαταβολές το 1999 και τα επόμενα έτη. Σε εφαρμογή του Κανονισμού της Εurostat οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς δεν καταγράφηκαν στο έλλειμμα αφού δεν είχε παραληφθεί ο σχετικός εξοπλισμός αλλά καταχωρίστηκαν στο σύνολο του δημόσιου χρέους ώστε να υπάρχει διαφάνεια. Ετσι, το δημόσιο χρέος εξακολουθούσε να κινείται σε επίπεδα άνω του 100% του ΑΕΠ αλλά διότι σε αυτό καταχωρίστηκαν οι δαπάνες για τους εξοπλισμούς.
Για τα επόμενα χρόνια (μετά το 2004) τα πράγματα είναι γνωστά. Εγινε η λεγόμενη «απογραφή», στη συνέχεια συστηματοποιήθηκε η παραποίηση στοιχείων και ο δανεισμός συνεχίστηκε αμείωτος ιδιαίτερα τα δύο τελευταία χρόνια και μάλιστα με δυσμενείς όρους, με αποτέλεσμα σήμερα ο βραχνάς του χρέους να είναι σφικτός για μία ακόμη φορά.
▅ Ο Προβόπουλος
«Επώδυνα οικονομικά μέτρα» απαιτούνται για να μειωθεί το υψηλό δημόσιο χρέος, προειδοποιεί από πέρυσι τον Οκτώβριο ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Προβόπουλος στην ενδιάμεση έκθεσή του για τη νομισματική πολιτική τού 2009. Οπως επισημαίνεται στην ανωτέρω έκθεση, οι κρατικές δαπάνες που πραγματοποιούνται για την εξυπηρέτηση και την αποπληρωμή του χρέους συνεπάγονται μεταφορά εισοδήματος από το σύνολο του πληθυσμού σε ένα μικρό υποσύνολο, που ανήκει κατά τεκμήριο στα υψηλά εισοδηματικά κλιμάκια. Παράλληλα, όσο μεγαλύτερο είναι το χρέος τόσο υψηλότερο είναι το κόστος δανεισμού που οδηγεί στην αύξηση του χρέους (φαύλος κύκλος). Ο κ. Προβόπουλος αναφέρει επίσης ότι οι τόκοι της Γενικής Κυβέρνησης ανήλθαν το 2008 στο 4,4% του ΑΕΠ και αυξήθηκαν στο 5,0% του ΑΕΠ και η εξέλιξη αυτή «προδικάζει» ότι η εξυπηρέτηση του χρέους θα γίνει είτε μέσω της περικοπής των δαπανών είτε μέσω της αύξησης της φορολογίας.
Πάντως οι σημαντικότερες επισημάνσεις της έκθεσης για το θέμα του δημοσίου χρέους είναι αναμφίβολα η εξής:
* Για χρέος άνω του 100% του ΑΕΠ η δημοσιονομική πολιτική καθίσταται τελείως αναποτελεσματική…
* Η προσπάθεια αποκλιμάκωσης του υψηλού δημοσίου χρέους θα απαιτήσει την επιτάχυνση της δημοσιονομικής προσαρμογής τα επόμενα έτη. Σύμφωνα με έγκυρους οικονομολόγους, η δημοσιονομική προσαρμογή πρέπει να προέλθει κυρίως από τη δραστική περικοπή των δαπανών του Δημοσίου.
Κάν΄ το όπως το 1994
Ητρέχουσα οικονομική συγκυρία και τα προβλήματα με την κατάρτιση του Προγράμματος Σταθερότητας και Ανάπτυξης παρουσιάζουν ορισμένες ομοιότητες (και φυσικά και διαφορές) με την οικονομική κατάσταση που επικρατούσε το 1994, όταν είχε και πάλι αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας το ΠαΣοΚ.
Κατ΄ αρχήν και τότε (επί ΝΔ) είχε απολεσθεί η αξιοπιστία της χώρας στα κοινοτικά θεσμικά όργανα- και όχι μόνο. Επίσης, διάφοροι παράγοντες διεθνών οργανισμών ζητούσαν από την (τότε) κυβέρνηση να ζητήσει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους, ακόμη και να συγκατατεθεί για την υπαγωγή της χώρας στους μηχανισμούς εποπτείας του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ).
Αυτά όσον αφορά τις ομοιότητες, ενώ η σημαντικότερη διαφορά είναι η εξής: Η (τότε) κυβέρνηση που έπρεπε να υποβάλει Πρόγραμμα Σύγκλισης ήρθε σε διαφωνία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τόσο για τα στοιχεία του δημοσίου χρέους και του ελλείμματος όσο και για τα μέτρα που έπρεπε να ληφθούν και το χρονικό διάστημα εφαρμογής τού εν λόγω προγράμματος.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυριζόταν ότι το δημόσιο χρέος ξεπερνά το 110%, ενώ η ελληνική πλευρά ότι ήταν στο 108%. Για το έλλειμμα η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ισχυριζόταν ότι έφθανε το 18%, ενώ η ελληνική πλευρά μιλούσε για 13%. Με τους κατάλληλους χειρισμούς η ελληνική κυβέρνηση έπεισε την Κοινότητα για την ορθότητα των στοιχείων με βάση τα οποία καθίστατο… πιο εύκολη η σύγκλιση. Στη συνέχεια τήρησε αυστηρά όσα αναφέρονταν στο Πρόγραμμα Σύγκλισης. Ο δρόμος για την ΟΝΕ είχε ανοίξει…