Ο Σαρτρ και ο Καμύ συναντήθηκαν για πρώτη φορά τον Ιούνιο του 1943 στο Παρίσι, στην πρεμιέρα του θεατρικού έργου του πρώτου Οι μύγες, εμπνευσμένου από την Ορέστειακαι με ποικίλους συμβολισμούς όσον αφορά την αντίσταση στους γερμανούς κατακτητές. Ο Σαρτρ, σύμφωνα με τη Σιμόν ντε Μποβουάρ, βρισκόταν στο λόμπι του θεάτρου όταν τον πλησίασε ένας νέος μελαχρινός άντρας που του συστήθηκε:«Είμαι ο Καμύ»είπε. Ο Σαρτρ ήταν τότε 38 και ο Καμύ 30 ετών. Και οι δύο πασίγνωστοι. Ο Σαρτρ για το μυθιστόρημά τουΗ ναυτίακαι οΚαμύ για το μυθιστόρημά τουΟ ξένος,που είχε κυκλοφορήσει την προηγούμενη χρονιά προκαλώντας τεράστια εντύπωση, όπως συνέβη και με το αμέσως επόμενο βιβλίο του, έξι μήνες αργότερα, το φιλοσοφικό δοκίμιοΟ μύθος του Σισύφου.
Οι δύο άντρες συμπάθησαν ο ένας τον άλλον από την πρώτη στιγμή. Ετσι η συνάντηση αυτή σηματοδότησε την απαρχή μιας φιλίας, η οποία εν τούτοις θα γνώριζε διακυμάνσεις και επτά χρόνια αργότερα θα κατέληγε σε ανοιχτή σύγκρουση. Η αρχική συμπάθεια εξελίχθηκε σε θερμή φιλία λίγους μήνες αργότερα, όταν ο Καμύ θα αναλάμβανε σύμβουλος (αναγνώστης) στον εκδοτικό οίκο Gallimard που εξέδιδε τόσο τα δικά του όσο και τα βιβλία του Σαρτρ. Οι δυο τους ωστόσο ήταν διαφορετικοί χαρακτήρες. Ο Σαρτρ, θορυβοποιός εκ συστήματος, περιστοιχιζόταν από έναν εσμό αυλοκολάκων και ανάμεσα στην παρισινή διανόηση υπήρχαν πλήθος «μουτζαχεντίν» έτοιμοι να υπερασπιστούν με πάθος τις ιδέες του και σε ένα νεύμα του να επιτεθούν εναντίον των αντιπάλων του δημοσιεύοντας βιτριολικά άρθρα στα περιοδικά και στις εφημερίδες. Ο Καμύ, μολονότι συμμετείχε ενεργά στην πολιτική και πολιτιστική ζωή, δεν είχε αυλή γύρω του. Στο Αλγέρι, όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, ανήκε στους κύκλους της Αριστεράς αλλά ποτέ στις ιδέες του δεν επέδειξε τον σαρτρικό φανατισμό. Απλοποιώντας τα πράγματα, θα λέγαμε ότι για τον Σαρτρ το πολιτικό ζήτημα ήταν πάντοτε το μείζον, ενώ στον Καμύ προείχε η ηθική πλευρά. Μολονότι ουδείς αμφισβητεί το σημαντικό λογοτεχνικό έργο και των δύο, ο Καμύ ήταν περισσότερο συγγραφέας και λιγότερο φιλόσοφος, ενώ ο Σαρτρ υπήρξε το ακριβώς αντίθετο. Γι΄ αυτό άλλωστε στο λογοτεχνικό πάνθεον, όπως διαμορφώνεται με τα σημερινά δεδομένα, η θέση του Καμύ είναι αναμφισβήτητα σημαντικότερη. Παρά την κοινοτοπία ότι ο χρόνος έχει τα δικά του κριτήρια (και άρα ενδέχεται το ενδιαφέρον για το σαρτρικό έργο να αναζωπυρωθεί στο μέλλον), είναι αμφίβολο αν έπειτα από κάποια χρόνια το έργο αυτό θα προκαλεί έστω και το ένα τρίτο του ενδιαφέροντος που προκαλούσε ο συγγραφέας του όσο ζούσε.
Αναπόφευκτη σύγκρουση
Ο Σαρτρ και ο Καμύ ήταν σχεδόν αναπόφευκτο να συγκρουστούν, ενώ η τρίτη μεγάλη φυσιογνωμία του γαλλικού ανθρωπισμού στον 20ό αιώνα, ο Αντρέ Μαλρό, αμέσως μετά τον πόλεμο εντάχθηκε στην γκωλική Δεξιά και τράβηξε τον δικό του, μοναχικό όπως αποδεικνύουν τα μεγάλα έργα του, δρόμο.
Ο Καμύ εκτιμούσε τον Σαρτρ αλλά δεν τον θαύμαζε. Ο σύγχρονός του γάλλος συγγραφέας που θαύμαζε ήταν ο Μαλρό. Τα μεγάλα παραδείγματα όμως για τον ίδιον- και κατ΄ εξοχήν όσον αφορά τη λογοτεχνία- υπήρχαν εκτός Γαλλίας. Οι μείζονες συγγραφείς που τον επηρέασαν δεν ήταν λ.χ. ο Μπαλζάκ ή ο Φλομπέρ αλλά ο Ντοστογέφσκι και ο Κάφκα. Ο Κάφκα άσκησε μεγάλη επίδραση και στον Σαρτρ στην πρώιμη συγγραφική του περίοδο (ιδιαίτερα στο κορυφαίο λογοτεχνικό του έργο, τηΝαυτία), αλλά ο τελευταίος γρήγορα στράφηκε αλλού. Στη μεταπολεμική του μυθιστορηματική τριλογία (που είναι μια ημιτελής τετραλογία βέβαια), τουςΔρόμους της ελευθερίας, το πρότυπό του (ο Τζον Ντος Πάσος) βρίσκεται στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τις οποίες ο Σαρτρ απεχθανόταν. Το ερώτημα όμως τι- και αν- αγαπούσε ο Σαρτρ πέρα από τον εαυτό του παραμένει ένα μυστήριο. Ο Σαρτρ ανακάλυψε τον Ντος Πάσος όταν ο τελευταίος είχε αρχίσει να στρέφεται προς τα δεξιά, όπως «ανακάλυψε» την Κίνα στην περίοδο της Πολιτιστικής Επανάστασης, τέσσερις δεκαετίες μετά τον Μαλρό, ο οποίος γνώριζε την Κίνα απέξω κι ανακατωτά και άρχισε να γράφει γι΄ αυτήν στη δεκαετία του ΄20, στην περίοδο του Κουομιντάνγκ, όταν ελάχιστοι στη Δύση γνώριζαν τι ακριβώς συνέβαινε εκεί, προβλέποντας τη νίκη της επανάστασης. Ο Σαρτρ σαράντα και πλέον χρόνια μετά τον Μαλρό αναλύθηκε σε ύμνους για την Κίνα, όχι όμως για την Ουράνια Αυτοκρατορία αλλά για τη θερμιδωριανή Κίνα της δεκαετίας του ΄60, στην περίοδο της κινεζικής Τρομοκρατίας, δηλαδή της Πολιτιστικής Επανάστασης.
Ο Καμύ δεν ασχολήθηκε με τέτοια ζητήματα μένοντας σταθερά προσηλωμένος στις προκλήσεις και στα ερωτήματα που έθετε ο πολιτισμός της Ευρώπης. Μολονότι το αποικιακό παρελθόν της Γαλλίας δεν τον άφηνε αδιάφορο, έχοντας γεννηθεί και μεγαλώσει σε γαλλική αποικία, την Αλγερία, γνώριζε εκ των έσω πόσο περίπλοκο ήταν το ζήτημα της λεγόμενης αποαποικιοποίησης, γι΄ αυτό και την αλγερινή επανάσταση την είδε με άλλο μάτι, όπως και τη στάση της Γαλλίας, η οποία, ενώ την καταδίκαζε, δεν απέδιδε όλα τα δίκαια στην άλλη πλευρά καταδικάζοντας κάθε μορφή βίας. Ηξερε από πρώτο χέρι πως η Αλγερία ήταν μια χώρα ουσιαστικά διηρημένη. Τα όσα συμβαίνουν σήμερα εκεί, με άλλα λόγια η ανάπτυξη του φονταμενταλισμού, μοιάζουν να τον δικαιώνουν πενήντα χρόνια μετά τον αδόκητο θάνατό του.
Ο Γάλλος Σαρτρ, ο Ευρωπαίος Καμύ
Ενώ ο Σαρτρ ήταν γάλλος μέχρι μυελού οστέων, ο Καμύ συμπεριφερόταν πρωτίστως ως Ευρωπαίος. Ηταν επιπλέον μεσογειακός ως ευαισθησία και σε μεγάλο βαθμό κεντροευρωπαίος ως συνείδηση. Γι΄ αυτό και στονΞένοκατάφερε κατά εκπληκτικό τρόπο- και σε ένα πολύ μικρό βιβλίο- να μεταφέρει την κληρονομιά του φροϋδικού Αngst μέσα στο μεσογειακό φως και να δημιουργήσει κάτι το πρωτοφανές: έναν ήρωα που σκοτώνει από άγχος, ομόλογο του οποίου είναι η αδιαφορία.
Αλλά στο παρισινό πολιτισμικό και ιδεολογικό τοπίο, όπου ο Σαρτρ κυριαρχούσε μεταπολεμικά, ήταν αδύνατον να ανεχθεί αναστήματα που θα αμφισβητούσαν την κυριαρχία του ή που φανταζόταν ότι θα έθεταν σε κίνδυνο την πρωτοκαθεδρία του. Η θεαματική άνοδος του Καμύ στο λογοτεχνικό και φιλοσοφικό στερέωμα, ο συνδυασμός καλλιτέχνη και διανοουμένου που ήταν το ιδεωδέστερο πρότυπο του συγγραφέα αιχμής κατά τα γαλλικά πρότυπα, δεν μπορούσε να είναι ανεκτά από τον Σαρτρ ή από το ζεύγος Σαρτρ- Μποβουάρ. Τότε ο Μαλρό βρισκόταν στην άλλη όχθη, οι φιλελεύθεροι διανοούμενοι χλευάζονταν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα από τους οπαδούς του ζευγαριού και άρα μόνον ο Καμύ ήταν ο αντίπαλος που ο Σαρτρ φοβόταν. Οσο για τη στάση της Μποβουάρ, τα πράγματα ανάγονται σε πιθανές φροϋδικές ερμηνείες, δεδομένου ότι η ηγερία του Σαρτρ εί χε πει στον Καμύ ότι αν ήθελε να του δοθεί, εκείνη θα το έκανε πολύ ευχαρίστως. Ωστόσο ο Καμύ, γόης και περιζήτητος ανάμεσα στις γυναίκες της εποχής που συναναστρέφονταν την παρισινή ιντελιγκέντσια, αρνήθηκε- ευγενικά, λέγεται, αλλά ποιος μπορεί να ξέρει; Λέγεται μάλιστα ότι ο Σαρτρ δεν ενοχλήθηκε από την πρόταση της Μποβουάρ αλλά προσεβλήθη από την άρνηση του Καμύ! Πέραν εν τούτοις των φημολογιών με τις οποίες το ζεύγος Σαρτρ- Μποβουάρ φρόντιζε να τρέφει τους διανοούμενους, τους διανοουμενίζοντες και τους παρατρεχάμενους που τους περιτριγύριζαν στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα, χρειάζεται να προσθέσουμε ότι και ο ίδιος ο Καμύ δεν αισθανόταν καλά με τη σκέψη πως πολλοί τον θεωρούσαν προέκταση του σαρτρικού υπερεγώ. Αντιλαμβανόταν ότι η ιδέα πως μπορούσε να εκληφθεί ως δημιούργημα του Σαρτρ θα επιδρούσε αρνητικά στο έργο και στην προσωπικότητά του. Γι΄ αυτό και σχετικά νωρίς σε συνέντευξή του είχε σπεύσει να δηλώσει πως η θεωρία του για το παράλογο ουδεμία σχέση είχε με τον υπαρξισμό του Σαρτρ.
Ο Σαρτρ διέθετε το δικό του ιδεολογικό όργανο, το περιοδικόLes Τemps Μodernes (Μοντέρνοι καιροί, τίτλος που απηχεί την ομώνυμη ταινία του Τσάρλι Τσάπλιν του 1936), το οποίο ιδρύθηκε το 1945 από τον ίδιο, τη Σιμόν ντε Μποβουάρ και τον Μορίς Μερλό Ποντί και ασκούσε τεράστια επίδραση για πολλά χρόνια όχι μόνο στη Γαλλία αλλά και σε όλον τον δυτικό κόσμο. Μολονότι πολλοί αγγλοσάξονες, όπως και αρκετοί γερμανοί συγγραφείς και διανοούμενοι πρώτης γραμμής, δεν είχαν και την καλύτερη ιδέα για τον Σαρτρ, ο συγγραφέας τούΕίναι και το μηδένήταν ένα πρόσωπο με τεράστιο κύρος, ένα υπερεγώ, ένας γκουρού ή, ας πούμε, ένα είδος Βολταίρου του 20ού αιώνα, σύμφωνα με την ευφυή διατύπωση του Ντε Γκωλ.
Το τέλος μιας φιλίας
Το 1948 ο Τζορτζ Οργουελ ανέλαβε να γράψει κριτική για ένα βιβλίο του Σαρτρ που στην Αγγλία εκδόθηκε από τον ίδιο εκδότη ο οποίος εξέδιδε και τα βιβλία του Οργουελ. Οταν διάβασε το βιβλίο, ο Οργουελ έγραψε στον εκδότη του τα εξής:«Νομίζω ότι ο Σαρτρ είναι ένα ασκί γεμάτο αέρα και θα του δώσω μια καλή κλωτσιά». Και αυτό έκανε. Οι αμφισβητήσεις των Αγγλοσαξόνων ωστόσο δεν επέφεραν καμία αλλαγή στο τεράστιο πεδίο επιρροής που κάλυπτε εκείνα τα χρόνια η γαλλική κουλτούρα. Και προοδευτική σκέψη εκτός σαρτρικού πλαισίου (το οποίο προσαρμοζόταν κατά τις περιστάσεις) στη Γαλλία ως τα τέλη της δεκαετίας του ΄70 ήταν αδιανόητο να υπάρξει. Ετσι, όταν ο Καμύ δημοσίευσε τονΕπαναστατημένο άνθρωποτο 1952, η αντίδραση του Σαρτρ και των συν αυτώ ήταν εξαιρετικά βίαιη. Η επίθεση στοΤempes Μodernesεναντίον του Καμύ ήταν ανελέητη. Τόσο από τον ίδιο τον Σαρτρ όσο και από τον πιστό του Φρανσίς Ζανσόν. Ο Σαρτρ, ο οποίος εξέλαβε το βιβλίο του Καμύ ως έμμεση επίθεση εναντίον του, δημοσίευσε μια εικοσασέλιδη κριτική γεμάτη όξον και χολή, και άλλες τριάντα σελίδες έγραψε ο Ζανσόν, όπου εξηγούσε γιατί η εν λόγω κριτική ήταν δίκαιη απέναντι στο έργο του Καμύ. Ο Καμύ έγραψε μιαν απάντηση που δεν την έστειλε στο περιοδικό ποτέ. Επέλεξε τη σιωπή, όπως έγραψε νεκρολογώντας τον ο Σαρτρ, ο οποίος αναρωτιόταν«πότε άραγε θα αποφάσιζε να μιλήσει». Το τυπικά σαρτρικό ως προς τη νοοτροπία ερώτημα- τουτέστιν πως όποιος δεν μιλάει και δεν κάνει φασαρία είναι σαν να μην υπάρχει- φαντάζει ως ευφημισμός, ειδικά για τον Καμύ που είχε πει πως το σημαντικό έργο του δεν ήταν αυτό που είχε ήδη καταθέσει αλλά το εν αναμονή έργο του, εκείνο το οποίο επρόκειτο να γράψει. Που σημαίνει ότι ισχυρότερα από το αίσθημα της συμμετοχής στο πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι θεωρούσε τη συνέχεια και τον ποιοτικό αναβαθμό των γραπτών του.
Μια συγκινητική νεκρολογία
Τι συμβαίνει και σήμερα ο Καμύ επιστρέφει, και μάλιστα κατά τρόπο θεαματικό, στο προσκήνιο, ενώ ο Σαρτρ κινδυνεύει- αδίκως εν πολλοίςνα ξεχαστεί; Μια εξήγηση είναι ότι με το τέλος του Ψυχρού Πολέμου κατέρρευσε και το ιδεολόγημα του πολιτικού και κοινωνικού διπολισμού πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν απόψεις επί απόψεων και ξοδεύτηκαν ποταμοί μελάνης. Μια άλλη είναι ότι μεταπολεμικά ο Σαρτρ βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην πολιτική επικαιρότητα επειδή το ταλέντο του έφθινε συνεχώς, ότι δηλαδή ως συγγραφέας και ως φιλόσοφος δεν είχε πλέον να πει τίποτε. Και μια άλλη ότι η ίδια η έννοια της στράτευσης που συνιστά τον πυρήνα του σαρτρικού έργου ήταν εξαρχής καταδικασμένη. Πρότυπο στρατευμένου συγγραφέα θεωρούσε άλλωστε ο Σαρτρ τον Καμύ την περίοδο που η σχέση τους παρουσιαζόταν ανέφελη. Τι σήμαινε αυτό; Οτι σε μεγάλο βαθμό πάνω στον Καμύ ο Σαρτρ προέβαλλε το είδωλο του εαυτού του. Στο πεδίο της κουλτούρας φυσικά αυτό μεταφράζεται σε μία και μόνο λέξη: κηδεμονία. Μόλις όμως ο Καμύ άρχισε να αποποιείται την κηδεμονία, άρχισαν και τα προβλήματα. Αυτή είναι η μία πλευρά της σχέσης αγάπης-μίσους ανάμεσα στους δύο άνδρες. Η άλλη έχει ενδεχομένως διαφορετικές, πιο προσωπικές και διόλου ιδεολογικές διαστάσεις: Ο Σαρτρ, ως φαίνεται, διακατεχόταν πάντοτε από αίσθημα αντιπαλότητας έναντι του Καμύ. Χαρακτηριστικό είναι το περιστατικό που συνέβη ένα βράδυ, όταν και οι δύο ήταν τύφλα στο μεθύσι. Ο Σαρτρ στράφηκε στον Καμύ και του είπε:«Είμαι πιο έξυπνος από σένα,δεν νομίζεις;». Ο Καμύ συμφώνησε. Αλλωστε δεν στοίχιζε και τίποτε.
Νεκρολογώντας τον συγγραφέα τουΞένουο Σαρτρ τον χαρακτήρισε «Ντεκάρτ του παραλόγου». Η νεκρολογία αυτή είναι από τα καλύτερα και συγκινητικότερα κείμενα του (αφήνοντας κατά μέρος κάποια ψήγματα ναρκισσισμού). Ο Σαρτρ ήταν εξαιρετικά ιδιοφυής ώστε να τονίσει όχι μόνο το μέγεθος της απώλειας που σήμαινε για τα γαλλικά γράμματα ο θάνατος του Καμύ αλλά και- κυρίως- τη σημασία ενός έργου το οποίο, ενώ εστιαζόταν στο παράλογο, προέβαλλε στο προσκήνιο τις ηθικές αξίες που δίνουν νόημα στη ζωή, στην ύπαρξη που ο αγώνας της εναντίον του θανάτου τη φωτίζει με ένα ηρωικό φως, το φως του αγώνα, το φως που δίνει σε κάθε πράξη το αληθινό της νόημα.