Πριν ακόμη γίνω δημοσιογράφος και φυσικά πριν γνωρίσω τον Χρήστο Λαμπράκη , ήμουν και εγώ μέτοχος της απορίας «αν ο Λαμπράκης κυβερνάει τον τόπο». Για να είμαι εντελώς ειλικρινής, ακόμη και τότε βίωνα αυτή τη μάλλον κοινότοπη υποψία λιγότερο πιεστικά και λιγότερο τραυματικά από εκείνους που θεωρούσαν ότι η ισχύς του Τύπου, άρα και η ισχύς του ισχυρότερου εκδότη, αποτελεί περίπου απειλή κατά της δημοκρατίας. Αλλά δεν μπορούσα να απέχω από έναν τόσο διάχυτο προβληματισμό, έστω και σε επίπεδο απλής περιέργειας.
Η ζωή προχώρησε. Εγινα δημοσιογράφος στο «Βήμα». Σταθερά έβρισκα μπροστά μου το ίδιο ερώτημα να ανακυκλώνεται από διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικές αφορμές και σε διαφορετικές συγκυρίες, ακόμη περισσότερο όταν υπέθεταν από κάποια στιγμή και μετά ότι μπορεί να ήμουν μυημένος σε κάτι που εκείνοι αγνοούσαν. «Κυβερνάει ο Λαμπράκης τον τόπο;». Τελικά και με τα χρόνια, κατέληξα σε μια απάντηση αλλά περισσότερο εκ του αποτελέσματος: δεν τον κυβερνάει! Διότι αν τον κυβερνούσε, ο τόπος θα ήταν πολύ καλύτερος. Είμαι βέβαιος ότι ο «μύθος Λαμπράκη» θα πάθιαζε έναν μεγάλο μελετητή του σχετικού αντικειμένου, όπως ο Κλοντ Λεβί-Στρος. Και αυτό επειδή κανένας άλλος μύθος της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας δεν υπήρξε ταυτοχρόνως τόσο ακριβής και τόσο κατασκευασμένος.
Είναι ακριβής επειδή η ισχύς του Τύπου δεν περίμενε ούτε την Ελλάδα ούτε τον Λαμπράκη για να εφευρεθεί και να καταγραφεί. Ισα ίσα. Σε όλες τις προηγμένες χώρες, ο ισχυρός Τύπος θεωρείται το απαραίτητο εχέγγυο μιας ισχυρής δημοκρατίας. Και η αποτελεσματικότητα της παρέμβασης του Τύπου σε όλους τους τομείς αποτελεί το ασφαλέστερο κριτήριο για την ισχύ του.
Ευλόγως, λοιπόν, και σε κάθε δημοκρατική χώρα, ένας μεγάλος εκδότης είναι μια πολύ σημαντική δημόσια προσωπικότητα και ένας ιδιαιτέρως ισχυρός άνθρωπος- τα παραδείγματα αναρίθμητα, ήδη από τον 19ο αιώνα… Ο Ορσον Γουέλς δεν περίμενε να γνωρίσει τον Λαμπράκη για να γυρίσει τον «Πολίτη Κέιν». Ταυτοχρόνως, όμως, είναι ένας μύθος κατασκευασμένος από τη στιγμή που στη χώρα μας η αυτονόητη διαπίστωση της ισχύος συνοδεύεται από τη σχεδόν αυτόματη καταγγελία της κατάχρησής της. Εδώ πλέον εισερχόμαστε στη σφαίρα της απόλυτης κατασκευής. Για να είμαι απολύτως ειλικρινής, δεν έχω καταφέρει ως σήμερα να αντιληφθώ ποια συγκεκριμένη ή αδιαμφισβήτητη «κατάχρηση ισχύος» μπόρεσε ποτέ να αποδοθεί στον Χρήστο Λαμπράκη.
Θέλω να είμαι σαφής: Ο Λαμπράκης ήταν ένας άνθρωπος με ισχυρές απόψεις. Με απόψεις που απέρρεαν από μια γενικότερη αντίληψη των πραγμάτων, οι οποίες περνούσαν από μια συγκεκριμένη ιδέα για τη δημοσιογραφία και κατέληγαν σε μια φιλοδοξία για τον τόπο.
Με άλλα λόγια, ο Λαμπράκης ήταν ένας άνθρωπος γνώμης με τον οποίο χαιρόσουν να συμφωνείς, να διαφωνείς, απλώς να συζητάς. Μπορεί ο ίδιος να διέτρεξε σχεδόν μισό αιώνα ελληνικής ιστορίας αλλά οι απόψεις του, οι προτεραιότητές του, ακόμη και οι ευαισθησίες του είχαν μια διαχρονική σταθερότητα, την οποία μάλλον θα έπρεπε να ζηλεύουν πολλοί επικριτές του.
Την ίδια στιγμή, όμως, οφείλω να καταθέσω στο αναγνωστικό κοινό ότι, 25 χρόνια στο «Βήμα», ουδέποτε ο Λαμπράκης μου υπέδειξε τι να γράψω ή τι να μη γράψω. Οι όποιες σπάνιες παρατηρήσεις του διατυπώνονταν με μια διακριτικότητα ασυνήθιστη για τα ελληνικά δημοσιογραφικά ήθη. Ασφαλώς και είχε επίγνωση της θέσης και του ειδικού βάρους του. Αλλά είχε και την κομψότητα να μην το επιδεικνύει. Ούτως ή άλλως, η πραγματική ισχύς είναι πάντοτε εικαζόμενο μέγεθος.
Περιέργως τα στοιχεία που οφείλουν να προσδιορίζουν εξ ορισμού τους σημαντικούς ανθρώπους του Τύπου αποτέλεσαν στην περίπτωση του Λαμπράκη αντικείμενο κριτικής ή έστω καχυποψίας. Ευλόγως. Στην Ελλάδα, η γνώμη θεωρείται παράπτωμα, αν δεν συμφωνεί μαζί σου. Με την ίδια λογική που η αυτονόητη υποχρέωση του Τύπου να αναδεικνύει, να υποδεικνύει, να ελέγχει, να κρίνει και να παρεμβαίνει δημοσιογραφικά υπόκειται συνηθέστατα στην υποψία ή και στη μομφή της «χειραγώγησης» και των «παιχνιδιών». Με την ίδια λογική που η διεκδίκηση της ισοτιμίας απέναντι στην πολιτική θεωρείται απόπειρα υπονόμευσής της. Κάπως έτσι φτάσαμε στη χώρα μας η φυσιολογική λειτουργία του Τύπου να καλύπτεται από αχλύ μυστηρίου και άρωμα συνωμοσίας.
Υπό αυτή την έννοια, έχω την αίσθηση ότι ο «μύθος Λαμπράκη» περισσότερο από πραγματικό μέγεθος είναι μια ένδειξη της βαθιάς παθογένειας και του χοντροκομμένου πρωτογονισμού της δημόσιας ζωής. Είναι μια άρνηση αποδοχής των δεδομένων που προκύπτουν από τον ίδιο τον πλούτο της δημοκρατικής ζωής. Και είναι, ταυτοχρόνως, μια προσπάθεια δαιμονοποίησης όσων παραγόντων διεκδικούν την κοινωνική και πολιτική αυτονομία τους.
Ακόμη χειρότερα, όμως, είναι η αποφυγή του δημοκρατικά αυτονόητου: Οτι ο Τύπος δεν δικαιούται απλώς αλλά οφείλει να έχει ρόλο και άποψη. Οτι οι μεγάλες πολιτικές εφημερίδες σε ολόκληρο τον κόσμο, όπως «Το Βήμα» και «Τα Νέα» στην Ελλάδα, είναι από τη φύση τους υποχρεωμένες να αποτελούν πόλο πολιτικής σκέψης και ιδεολογικής ζύμωσης. Οτι οι σχέσεις του Τύπου με την πολιτική και την οικονομική εξουσία είναι σχέσεις ισοτιμίας, ούτε υποταγής, ούτε συναλλαγής. Οτι ο Τύπος είναι παρών στις μεγάλες στιγμές της πολιτικής και στις κρίσιμες μάχες της Δημοκρατίας. Ολα αυτά συμπυκνώνονται σε μια συγκεκριμένη αντίληψη για τη δημοσιογραφία. Δεν τη διαμόρφωσε ο Χρήστος Λαμπράκης αλλά την υπηρέτησε στην Ελλάδα με τον καλύτερο και τον ευγενέστερο τρόπο.
Είναι η αντίληψη που χαρακτήριζε πάντοτε τους μεγάλους εκδότες και τους μεγάλους δημοσιογράφους σε όλες τις χώρες και σε όλες τις εποχές. Και οι οποίοι, πέρα από επαγγελματίες της ενημέρωσης, λειτουργούν ως σημεία αναφοράς των δημοσίων πραγμάτων. Είναι αυτή ακριβώς η αντίληψη που δοκιμάζεται σήμερα με τη διασπορά των μέσων και τις εκπτώσεις συνείδησης εκείνων που τα υπηρετούν. Ενας άλλος μεγάλος εκδότης, ο Ζορζ Κλεμανσό, είχε πει το περίφημο ότι «τα νεκροταφεία είναι γεμάτα από αναντικατάστατους». Στην περίπτωση του Χρήστου Λαμπράκη δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είχε δίκιο. Η απουσία του αφήνει ένα απίστευτο κενό στη δημόσια ζωή, όχι μόνο επειδή έφυγε από κοντά μας μια τεράστια προσωπικότητα αλλά επειδή αυτό συμβαίνει τη στιγμή που τόσα πράγματα γύρω μας τρίζουν και κλυδωνίζονται. Τη στιγμή που τα σταθερά σημεία αναφοράς είναι περισσότερο απαραίτητα από ποτέ.