Σε προηγούμενη επιφυλλίδα μίλησα για τις διεθνείς τύχες του Φιλοκτήτη και την καλλιτεχνική εκμετάλλευση της περιπέτειάς του με άξονα τρία μείζονα θέματα: τον πόνο, την εξορία και την πολιτική. Σήμερα, καθώς το Ετος Ρίτσου προσεγγίζει το τέλος του, θα αναφερθώ στον δικό του «Φιλοκτήτη», ο οποίος δεν μπορεί εύκολα να ενταχθεί στα θέματα που κυριαρχούν στη διεθνή πρόσληψη του σοφόκλειου ήρωα.
Ο δραματικός μονόλογος του Ρίτσου αποκλίνει από το δράμα του Σοφοκλή και τις σύγχρονες εκδοχές του με ποικίλους τρόπους. Στο ποίημα ο μόνος ομιλητής είναι ο Νεοπτόλεμος και όχι ο Φιλοκτήτης, που παραμένει σιωπηλός καθ΄ όλη τη διάρκειά του και αναφέρεται μόνο στον τίτλο του ποιήματος. Ο Οδυσσέας δεν εμφανίζεται καθόλου ενώ δεν υπάρχει χορός ή αναφορά σε πόνο, απάτη ή από μηχανής θεό. Αυτές και άλλες διαφορές προσθέτουν στην περιπλοκότητα του ποιήματος, χωρίς να αποκλείουν βέβαια τους παραλληλισμούς με το αρχαίο κείμενο.
Ο πιο συστηματικός μελετητής του ποιήματος του Ρίτσου, ο Πίτερ Μπιν, υποστήριξε ότι ο ποιητής χρησιμοποίησε τον μύθο του Φιλοκτήτη ως έναν οικονομικό τρόπο για να αποτυπώσει όλη την ελληνική ιστορική εμπειρία, επισημαίνοντας μάλιστα ότι «η σημαντικότερη πολιτική αλλαγή στη ζωή του ίδιου του Ρίτσου, όπως και του Σοφοκλή, ήταν η διάσπαση της ενότητας των Ελλήνων». Και άλλοι όμως μελετητές διάβασαν τον μονόλογο του Ρίτσου πολιτικά, παρασυρμένοι μάλλον από την έκβασή του. Η πολιτική ανάγνωση του ποιήματος δεν είναι πλήρως πειστική και τούτο γίνεται εμφανές από τους πρώτους στίχους, όπου οι πληγές του Φιλοκτήτη και της γενιάς του αντιπαρατίθενται στις «αθέατες πληγές» του Νεοπτόλεμου και της δικής του γενιάς. Για τον Νεοπτόλεμο το προσωπικό τραύμα είναι πιο σημαντικό από το ιστορικό και όντας ο πρωταγωνιστής του μονολόγου η έμφαση μετατίθεται στον δικό του κόσμο.
Κάθε πολιτική ανάγνωση του ποιήματος πρέπει να απαντήσει στο κρίσιμο ερώτημα: Γιατί ο Ρίτσος προβάλλει τόσο τον Νεοπτόλεμο καθιστώντας αυτόν, και όχι τον Φιλοκτήτη, πρωταγωνιστή του μονολόγου; Μια πιθανοφανής απάντηση θα ήταν ότι ο Νεοπτόλεμος συμβολίζει τη νεότητα δεδομένου ότι στο ποίημα αναφέρεται ως «Νέος» και σε αντίθεση με τον Φιλοκτήτη δεν μπορεί να συνδεθεί με προηγούμενα ιστορικά ή πολιτικά γεγονότα. Αντιπροσωπεύοντας τη νεολαία, ο Νεοπτόλεμος δεν αγνοεί το παρελθόν, επιδιώκει όμως και τη χειραφέτησή του από τους νεκρούς. Ανακαλεί την παιδική του ηλικία και τον φόβο του πατέρα για να αναδείξει την εσωτερική του μοναξιά. Ο «Φιλοκτήτης» αρχίζει να γράφεται την εποχή που ο Ρίτσος δημοσιεύει τα δώδεκα ποιήματά του για τον Καβάφη (1963) και εικονογραφείται, όπως και τα καβαφικά ποιήματα, με σχέδια του Β. Βασιλειάδη που αναπαριστούν γυμνά σώματα ή ημίγυμνους άνδρες, ενώ η πρώτη έκδοσή του (1965) είχε τον υπότιτλο σε παρένθεση «Υστατο προσωπείο». Ο μονόλογος του Ρίτσου είναι ένα ποίημα ταυτότητας και ένα παιχνίδι με μάσκες. Σε αυτό ο ποιητής προσπαθεί να συμφιλιώσει δύο πλευρές του εαυτού, με τον Νεοπτόλεμο, ως πιο ανθρώπινο και λιγότερο πολεμιστή, να αντιπροσωπεύει την ιδιωτική πλευρά του εγώ και τον Φιλοκτήτη, ταυτισμένο με τον πόλεμο και τη νίκη, να συμβολίζει τη δημόσια. Μπορεί ο Φιλοκτήτης στο τέλος να αποφασίζει να εγκαταλείψει την εξορία του, το ποίημα όμως περιστρέφεται γύρω από τον ευάλωτο και ευαίσθητο Νεοπτόλεμο. Το ποίημα του Ρίτσου δεν αφορά σύγκρουση ή απάτη αλλά συνιστά ένα είδος στοχαστικής αυτοβιογραφίας, εκφράζοντας την επιθυμία για κατανόηση και αποπνέοντας έναν λανθάνοντα ερωτισμό. Ο Ρίτσος μετεωρίζεται μεταξύ ιστορικής πληγής και ψυχικού τραύματος, ιδεολογικού καθήκοντος και ιδιωτικής ενδοσκόπησης, πράξης και προσωπείου, πολέμου και φιλίας. Το ποίημα εκφράζει περισσότερο ένα δίλημμα παρά την ιδέα της στράτευσης, μολονότι το τέλος του δίνει την εντύπωση ότι κλίνει προς τη δεύτερη. Αν ο Φιλοκτήτης του Σοφοκλή είναι μια ιστορία πόνου, απάτης και του πώς κερδίζεται ο πόλεμος, ο μονόλογος του Ρίτσου είναι πιο αμφίσημος σε σχέση με άλλες, παλαιότερες και σύγχρονες, εκδοχές του μύθου. Εστιάζοντας στον Νεοπτόλεμο και όχι στον Φιλοκτήτη, ο Ρίτσος προσθέτει μια νέα διάσταση στη σύγχρονη πρόσληψη του μύθου και αναβιώνει την παλιά συζήτηση ως προς το ποιος είναι ο πραγματικός ήρωας της τραγωδίας. Το ποίημα ως τώρα έχει διαβαστεί σε σχέση με την ιστορία και την πολιτική αναγκαιότητα, μπορεί ωστόσο να θεωρηθεί ως αυτοβιογραφική ιστορία μοναξιάς και αναστοχασμού («Γιατί ήρθαμε, γιατί πολεμήσαμε, γιατί και πού επιστρέφουμε;»). Ο δραματικός μονόλογος του Ρίτσου μας καλεί εντέλει να διαλέξουμε μεταξύ της μυθοποίησης της ιστορίας και της μυθοποίησης του εαυτού και να ξανασκεφθούμε την προσέγγιση της ποίησής του συνολικά.
Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε κάποια στροφή στην ανάγνωση σημαντικών ελλήνων ποιητών. Για παράδειγμα, τα συντομότερα και λυρικότερα ποιήματα του Παλαμά (π.χ., «Φοινικιά») ανακαλύπτονται εις βάρος των μεγαλύτερων και πιο αφηγηματικών ποιημάτων του, ενώ ο Αναγνωστάκης ξαναδιαβάζεται ως υπαρξιακός παρά ιδεολογικός ποιητής. Ανάλογα και ο Ρίτσος (ιδιαίτερα τα ύστερα ποιήματά του και πεζά) φαίνεται να εκτιμάται τελευταία περισσότερο ως ερωτικός ή ακόμη και ως κρυφά ομοερωτικός ποιητής και λιγότερο ως πολιτικός βάρδος. Η ανάγνωση μάλιστα του «Φιλοκτήτη», την οποία επεχείρησα εδώ κάπως σχηματικά, ίσως ενθαρρύνει ακόμη περισσότερο μια τέτοια επανεκτίμηση.
Ο κ. Δημήτρης Τζιόβας είναι καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο του Βirmingham της Αγγλίας.