Στη δεκαετία του 1920, όταν καθιερωνόταν αυτό που αποκαλούμε «μοντέρνο κίνημα» στην αρχιτεκτονική, στις χώρες του ευρωπαϊκού Βορρά επιβίωνε ακόμα το κλίμα ενός αχρονικού κλασικισμού. Αυτή η τοπική παράδοση ερχόταν από τον προηγούμενο αιώνα, όπου εκφραζόταν μέσω της απλότητας του δωρικού, αναπτυσσόταν στο πλαίσιο ενός ευρύτερου εθνικο-ρομαντικού ιδεώδους με κίνητρο την αναζήτηση της ταυτότητας και αποτυπωνόταν σε όλες τις τέχνες, από τη λογοτεχνία ως τη μουσική. Οταν το 1923 παίζονταν στην πρωτοποριακή σχολή του Μπάουχαους στη Βαϊμάρη νέα έργα των «ανατρεπτικών» Ηindemith, Βusoni, Κrenek και Stravinsky αλλά και μουσική τζαζ, λίγο παραπάνω, στη Δανία και στη Φινλανδία, οι «εθνικοί» συνθέτες Carl Νielsen και Jean Sibelius ολοκλήρωναν τις τελευταίες συμφωνίες τους στο κλίμα μιας άσπιλης και ρομαντικής τοπικότητας. Στην αρχιτεκτονική, αντίστοιχα, η δουλειά του Σουηδού Gunnar Αsplund τη δεκαετία του 1920 υιοθετούσε ακόμα ένα αφαιρετικό νεοκλασικό ιδίωμα, ενώ ο Φινλανδός Αlvar Αalto στις αρχές της καριέρας του πειραματιζόταν με την κληρονομιά της αρχιτεκτονικής της Αναγέννησης.
Ολα αυτά αλλάζουν πολύ γρήγορα, όταν η αρχιτεκτονική αρχίζει να μεταβάλλεται σε όχημα πολιτιστικής και κοινωνικής χειραφέτησης. Με φάρο το «αιρετικό» έργο του Αlvar Αalto ως προς την κυρίαρχη μοντερνιστική ορθοδοξία και εξαιτίας του γεγονότος ότι χώρες όπως η Σουηδία απέχουν από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ήδη τη δεκαετία του 1940 προσδιορίζονται στις υπερβόρειες χώρες τα νέα χαρακτηριστικά του σύγχρονου σχεδίου που θα αποτελέσουν πολύτιμο σημείο αναφοράς όχι μόνο για την ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση αλλά και για τη μεταπολεμική διεθνή αρχιτεκτονική. Χάρη στη σχετική ευημερία ως προς την υπόλοιπη Ευρώπη και στη σταδιακή ανάπτυξη ενός σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης που παρακολουθεί και επενδύει στην αρχιτεκτονική ποιότητα, στις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60 το «σκανδιναβικό μοντέλο» στην αρχιτεκτονική και στο ντιζάιν καθιερώνεται διεθνώς μέσω της απλής λειτουργικής αισθητικής ενός μοντερνισμού όχι δογματικού αλλά οργανικά συνδεδεμένου με τις ανάγκες της καθημερινότητας. Οταν η υπόλοιπη Ευρώπη ανοικοδομείται και το «διεθνές στυλ» βρίσκεται σε κρίση, στις υπερβόρειες χώρες βρίσκει κανείς ήδη τις απαντήσεις για το πώς θα πρέπει να σχεδιαστούν οι νέες πόλεις και πώς η αρχιτεκτονική μπορεί να είναι μια συνεχώς διευρυνόμενη κοινωνική κατάκτηση. Πρωταγωνιστές αυτής της περιόδου με διεθνή ακτινοβολία είναι οι αρχιτέκτονες Εero Saarinen, Αrne Jacobsen, Sverre Fehn και ο Jorn Utzon, ο αρχιτέκτονας της Οπερας του Σίδνεϊ.
Συστατικά στοιχεία της ιδιομορφίας της υπερβόρειας αρχιτεκτονικής και κατά συνέπεια αυτού του νέου «ποιητικού φονξιοναλισμού» είναι ο τόπος, το φως, ο αέρας, το νερό και τα φυσικά υλικά, κυρίως το ξύλο. Η υπερβόρεια μεταπολεμική αρχιτεκτονική επιστρέφει όλο και πιο συνειδητά σε έναν «νέο τοπικισμό», που δεν είναι όμως συναισθηματικός επαρχιωτισμός ή σκηνογραφικός μανιερισμός, αλλά μια ερμηνεία της έντεχνης παράδοσης του 20ού αιώνα με όρους ταυτότητας και αντίστασης. Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η δυσπιστία της αρχιτεκτονικής των χωρών αυτών απέναντι σε διεθνοποιημένες μόδες, όπως π.χ. ο μεταμοντερνισμός ή η αρχιτεκτονική της υψηλής τεχνολογίας. Η αρχιτεκτονική τους έχει τις τελευταίες δεκαετίες διεθνή αξία γιατί βασίζεται σε τοπικού χαρακτήρα λύσεις ως προς τις διεθνείς τάσεις: αντιστέκεται στην ομοιογενοποίηση διεκδικώντας έναν αυτόχθονο χαρακτήρα ταυτοπροσωπίας που ενσωματώνει την παράδοση του μοντέρνου. Αυτό είναι το μεγάλο μυστικό της επιτυχίας και το διαχρονικό δίδαγμα της υπερβόρειας αρχιτεκτονικής. Σε αυτή την επιτυχία δεν συμβάλλει όμως μόνο η ποιότητα της κοινωνίας των πολιτών και η συλλογική αποδοχή κοινών κανόνων διαχείρισης του χώρου αλλά και «εσωτερικοί» παράγοντες: οι σχολές αρχιτεκτονικής είναι από τις καλύτερες στον κόσμο, οι αρχιτεκτονικοί διαγωνισμοί είναι ένα συχνότατο φαινόμενο κατ΄ αρχάς για τα δημόσια έργα, τα περιοδικά αρχιτεκτονικής διατηρούν άριστο επίπεδο, τα μουσεία αρχιτεκτονικής αποτελούν τρέχουσα πραγματικότητα σε όλες τις χώρες της περιοχής. Για την πιο ουσιαστική κατανόηση των τελευταίων δεκαετιών αρχιτεκτονικής παραγωγής, το Ελληνικό Ινστιτούτο Αρχιτεκτονικής, σε συνεργασία με τα μορφωτικά ινστιτούτα και τις πρεσβείες στην Αθήνα της Δανίας, της Νορβηγίας, της Σουηδίας και της Φινλανδίας, οργάνωσε τον ετήσιο κύκλο τριών εκθέσεων και οκτώ διαλέξεων διάσημων αρχιτεκτόνων στο Μουσείο Μπενάκη της οδού Πειραιώς με τίτλο «Υπερβόρειες διαθλάσεις της ευρωπαϊκής αρχιτεκτονικής» και διάρκεια ως τον Οκτώβριο του 2010. Ειδικά για την περίπτωση της σκανδιναβικής αρχιτεκτονικής χαρακτηριστικά θέματα όπως η απώθηση του φορμαλισμού, η καλλιέργεια της μικρής κλίμακας, το ζήτημα του τοπικισμού και η σχέση με το περιβάλλον απασχολούν έντονα και τους έλληνες αρχιτέκτονες.
Η τελευταία γενιά αυτών των αρχιτεκτόνων, που έδειξε ήδη τη δουλειά της στην Αθήνα και θα συνεχίσει την επόμενη χρονιά, χαρακτηρίζεται από έναν επαγγελματικό διεθνισμό συνδεδεμένο με τις σημερινές συνθήκες άσκησης της αρχιτεκτονικής και από την έντονη τάση αποδέσμευσης από κάθε συμβατική αντίληψη της τυπολογίας ή της παραδοσιακής μορφοπλασίας.
Ο κ. Αντρέας Γιακουμακάτος είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.
Την Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009, ώρα 19.30, στο Αμφιθέατρο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώςθα δώσει διάλεξη ο Νορβηγός Κetil Τhorsen της ομάδας Snohetta, υπεύθυνης για τον σχεδιασμό της Βιβλιοθήκης της Αλεξάνδρειας και της Νέας Οπερας του Οσλο, η οποία και θα παρουσιαστεί σε ειδική έκθεση. Θα εγκαινιαστεί επίσης η έκθεση σύγχρονης νορβηγικής αρχιτεκτονικής 2000-2005. Σε παράλληλη έκθεση θα παρουσιαστεί, τέλος, το έργο των αρχιτεκτόνων Αριστομένη και Γιώργου Βαρουδάκη που ζουν και εργάζονται στα Χανιά.