Σκονισμένο σκηνικό, γυάλινοι πάγκοι, γυάλινες πόρτες, τζάμια σκεπασμένα με φωτογραφίες, διαφημίσεις ή εφημερίδες. Στη μέση, υπερυψωμένη μια καρέκλα κουρείου – πάνω της κρέμεται μια λάμπα… Ολος ο χώρος μοιάζει με ένα κουρείο σε εγκατάλειψη ή ένα μουσείο (κουρείου). Αντικείμενα, μπουκάλια και μπουκαλάκια, βούρτσες και πινέλα, αξεσουάρ. Ολα τοποθετημένα γύρω γύρω από τη σκηνή, όλα αριθμημένα με ταμπέλες. Και από κοντά ένα άγαλμα, ένα καπέλο, διάφορα πράγματα, σαν υπόλοιπα πολέμου. Ολα σκονισμένα.
Δύο πρόσωπα εισέρχονται επί σκηνής: Ο κουρέας και ο πελάτης, ο Δνίστερ. Ενας που μιλάει και ένας που ακούει- γρήγορα όμως αυτό θα ανατραπεί. Μέσα σε αυτόν τον χώρο, στη σκηνή του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων, εξελίσσεται το «Υστατο σήμερα» τουΧάουαρντ Μπάρκερ .
ΟΛευτέρης Βογιατζής, που σκηνοθετεί την παράσταση και ερμηνεύει τον Δνίστερ- με κουρέα τονΔημήτρη Ημελλο-, επιχειρεί μια εισαγωγή στον κόσμο του συγγραφέα και της παράστασης: «Ο Δνίστερ έρχεται να πει πολύ σπουδαία νέα στον κουρέα,τον οποίο έχει επιλέξει.
Μόνον που με έναν ειδικό,δικό του, τρόπο, καταφέρει να τον χειρισθεί με τέτοιον τρόπο, να τον μανιπουλάρει,έτσι ώστε να οδηγήσει τον κουρέα να πει μόνος του τα κακά νέα που εκείνος ήρθε να του πει. Τον φθάνει στο σημείο να ξεσπάσει.Παράλληλα, έξω, η πόλη είναι σε πόλεμο και ο κουρέας έχει τον γιο του στον πόλεμο.Μόνος του θα μάθει τα κακά νέα για τον γιο του που σκοτώθηκε. Και ξαφνικά ο κουρέας αντιλαμβάνεται την άβυσσο που ανοίγεται μπροστά. Ετσι έρχεται η σύγκρουση που οδηγεί στην επικράτηση του ενός ή του άλλου».Μια σύγκρουση που οδηγεί στην καταστροφή- του χώρου, της πόλης. Και συνεχίζει: «Υπάρχει μια παράλληλη εξέλιξη των δύο ηρώων και μια συνεχής ανακάλυψη και αυτοπαρατήρηση. Είναι τέτοια η μορφή του έργου, τέτοια η γραφή του που αξίζει πολύ» επισημαίνει, τονίζοντας ότι ο Μπάρκερ είναι ο συγγραφέας, που περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο περιέχει μέσα στο κείμενό του ό,τι ακριβώς (πρέπει να) συμβαίνει επί σκηνής. Δύσκολος και πυκνός, παρομοιάζεται με έναν ευφυή άνθρωπο που έχει προβλέψει τα πάντα.
Κουρέας:«Είσθε ασυγκίνητος σαν θεός…Μπορεί να μην κάνατε τίποτα κακό,αλλά το ίδιο κακό δεν είναι να κοιτάς το κακό.Δεν έχετε αισθήματα».
Δνίστερ:«Το βέβαιο είναι ότι δεν έχω άποψη».
Κουρέας:«Ούτε μίσος ούτε αγάπη».
Δνίστερ:«Σας παρακαλώ…».
Υστερα από έναν χρόνο απουσίας από το σανίδι, ο Λευτέρης Βογιατζής επιστρέφει. Δεν ήταν εύ κολη η χρονιά που πέρασε: Χωρίς παράσταση, αλλά με τον ίδιο να ασχολείται διαρκώς με την ανακαίνιση του Θεάτρου της Οδού Κυκλάδων. Οι πρόβες γίνονταν οπουδήποτε αλλού εκτός θεάτρου,«κυρίως στο σπίτι του Ημελλου, γιατί εγώ δεν ήθελα να δουλεύω σε γνωστό έδαφος, δεν ήθελα να δουλεύω σπίτι μου. Κάναμε πολλές πρόβες γύρω από το τραπέζι,έναν τρόπο που τον θεωρώ εξίσου δραστικό. Μετά, όταν μπήκαμε στο θέατρο, συνεχίσαμε τις πρόβες ανάμεσα στις εργασίες και τη φασαρία, για ένα έργο που θέλει τόση συγκέντρωση.Ακόμα και τώρα, παραμονές πρεμιέρας, κάνουμε δύσκολα πρόβες.Ολο αυτό με ξεπέρασε. Πίστευα ότι θα τα προλάβουμε όλα…».Και προσθέτει: «Γιατί πρώτη φορά δεν μπορεί να με κατηγορήσει κανείς ότι άργησα» .
Καλλιτέχνης που μοιάζει να επιλέγει πάντοτε τον δύσκολο δρόμο για να κάνει θέατρο, ο Λευτέρης Βογιατζής θα ήθελε να έχει τη δυνατότητα να κάνει πρόβες για ένα έργο, να σταματά και μετά να συνεχίζει με πρόβες ενός δεύτερου έργου και στη συνέχεια να τα παρουσιάζει. Κάπως έτσι θα κινηθεί εφέτος. Μετά το «Υστατο σήμερα» θα σκηνοθετήσει (και θα παίξει) στο «Πάρτι γενεθλίων» τουΧάρολντ Πίντερκαι στη συνέχεια θα ανεβάσει έργο τουΔημήτρη Δημητριάδη . Μια διαδοχή προβών και έργων- ίσως γιατί αγαπά πολύ τις πρόβες.«Είναι άδικο να μην μπορεί το κοινό να παρακολουθήσει τη διαδικασία της πρόβας» σκέφτεται δυνατά.«Θα του επέτρεπε να μπει σε μια άλλη πραγματικότητα,να δει την εξέλιξη.Φοβάμαι όμως ότι κάτι τέτοιο μπορεί να συνορεύει με μια επιδειξιομανία, κι αυτό με τρομάζει. Ωστόσο έχω μια συστολή ως προς αυτό. Ξέρω ότι θα είχε ενδιαφέρον, αλλά θα κατέρρεε η σύμβαση του θεάτρου » προσθέτει.
Κάθε συγγραφέας, κάθε έργο είναι για τον Λευτέρη Βογιατζή άλλη μια συνάντηση, άλλος ένας κόσμος, άλλη μια απόπειρα να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. «Λειτουργεί μια περίεργη συμμαχία κάθε φορά, γίνεται μια αλληλεπίδραση. Ο συγγραφέας σε κάνει να ανακαλύψεις πράγματα για τον εαυτό σου και μετά περπατάς πάνω στα δικά σου χνάρια, τα οποία όπως παραδέχθηκες χάρη σ΄ αυτόν. Τα έργα που κάνω είναι σαν να έχουν τελειώσει. Δεν έχω και καλή μνήμη».Και αυτή η τελειομανία που τον ακολουθεί;«Δεν υπάρχει τελειομανία. Η τελειομανία είναι κάτι στείρο».Τότε τι είναι; Η λεπτομέρεια;«Μα η λεπτομέρεια είναι η ραχοκοκαλιά. Χωρίς τη λεπτομέρεια,το επίκεντρο, η βάση, δεν αποκτά φως. Το ένα είναι βοηθός του άλλου. Κάποτε μπορεί να έλεγα ασχολούμαι με λεπτομέρειες και χάνω την ουσία. Δεν υπάρχει αυτό. Σημασία έχει ο τρόπος που ασχολείσαι με ό,τι ασχολείσαι. Και όχι μια γενική εντύπωση του τι είναι σωστό και τι είναι καλό.Αυτά δεν ισχύουν στη δημιουργία ούτε στη διδασκαλία. Κάνουν κακό. Τα παιδιά συνηθίζουν σε μια ομαδοποίηση και όχι στην ατομικότητα. Κι εννοώ την ατομικότητα που δεν διαθέτει την έπαρση του “εγώ είμαι και κανείς άλλος δεν είναι”. Αντιθέτως. Δεν πρέπει να τονίζεται, αλλά να γίνεται. Και για να γίνει, θέλει ταλέντο…» . Και ο ίδιος έχει μάθει να δίνεται σε ό,τι κάνει,εξηγώντας ότι αφετηρία είναι μια αίσθηση ευθύνης: «Οταν αναλαμβάνω κάτι νιώθω ευθύνη».
Κάπου ανάμεσα στην ποίηση του Μπάρκερ και στα προβλήματα στο θέατρο, κάπου ανάμεσα σε μια λεπτομέρεια και μια αγωνία, με το οικονομικό ζήτημα να διατρέχει τα πάντα, ο Λευτέρης Βογιατζής εξακολουθεί να ψάχνει την ουσία- της τέχνης και της ζωής. Απολαμβάνει τη συνεργασία με τον Δημήτρη Ημελλο που γνώρισε στους «Πέρσες» και ξανασυνεργάστηκε στην «Αντιγόνη», γιατί επικοινωνούν ουσιαστικά- όχι με το μυαλό, αλλά«και με το σώμα και με το μυαλό,γιατί αλλιώς τίποτα δεν γίνεται στο θέατρο»-, όπως απολαμβάνει και ένα Σαββατοκύριακο στην Ανδρο, που αγαπά τόσο πολύ. Παράλληλα προβληματίζεται για τα κοινά και περιμένει τους πολιτικούς που θα μπλέκονται με τα θέματα που τους αφορούν και βρίσκει ελπιδοφόρες τις πρόσφατες πολιτικές αλλαγές, καθώς βρίσκει φως στη νέα αρχή που ανατέλλει…«Για να δούμε» καταλήγει.
«Το ύστατο σήμερα» του Χάουαρντ Μπάρκερ ανεβάζει ο Λευτέρης Βογιατζής στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων,σε μετάφραση Τζένης Μαστοράκη.Σκηνικά – κοστούμια Ελένη Μανωλοπούλου,φωτισμοί Λευτέρης Παυλόπουλος.
Παίζουν ο Λευτέρης Βογιατζής και ο Δημήτρης Ημελλος.Η πρεμιέρα θα δοθεί εντός των προσεχών ημερών.
Το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων
Σε αυτόν τον ενδιαφέροντα και δύσκολο χώρο,όπως είναι το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων,ο Λευτέρης Βογιατζής εγκαταστάθηκε το 1982.Ουσιαστικά αυτή είναι η πρώτη μεγάλη ανακαίνιση που πραγματοποιεί,αν και αντικειμενικά δεν μπορούν να αλλάξουν πολλά στον χώρο.Γιατί; Γιατί οι κολόνες που βρίσκονται στη θεατρική αίθουσα υπαγορεύουν τόσο τη σκηνή όσο και την πλατεία.Τα καθίσματα όμως άλλαξαν και παρέχουν πλέον τη δυνατότητα να αφαιρούνταιμε δυσκολία,ενώ η αποθήκευσή τους είναι ένα ακόμη πρόβλημα.«Ακόμα ονειρεύομαι μια παράσταση για ορθίους» μου λέει.
Το τετραώροφο κτίριο στο οποίο στεγάζεται το θέατρο ανήκει στην κυρίαΜαρία Πικιώνη, η οποία είναι ο αποδέκτης των αλλαγών που πραγματοποιούνται εκεί.Δημιούργημα του αρχιτέκτοναΚυριάκου Κρόκου,το Θέατρο της Οδού Κυκλάδων άρχισε να ανακαινίζεται από τον περασμένο Ιανουάριο: Στους τοίχους και στα πατώματα διατηρήθηκαν τα χρώματα του Κρόκου,ενώ μια τοιχογραφία τουΠερικλή Ιερεμιάδηπου είχε σκεπαστεί,αποκαλύφθηκε και κοσμεί τον τοίχο στο βάθος του διαδρόμου που οδηγεί στο φουαγέ.Εκεί το μαύρο πιάνο του Δημήτρη Χορν, δώρο του ηθοποιού στον Λευτέρη Βογιατζή (το χρησιμοποίησε άλλωστε και στον «Θείο Βάνια»),καθώς και το μπαρ.Πιο πέρα,εκεί που ήταν τα καμαρίνια και οι τουαλέτες πολλά άλλαξαν, καθώς καινούργια καμαρίνια φτιάχτηκαν για να παρέχουν καλύτερες συνθήκες στους ηθοποιούς,ενώ στο βάθος η εσωτερική αυλή ξαναγεννήθηκε, με ένα καλαίσθητο στέγαστρο για να μη βρεχόμαστε και όμορφα λουλούδια.Στη μέση, το μεγάλο στρογγυλό τραπέζι («πάνω στο οποίο χόρευε η Ρένη Πιττακή»στο έργο του Πίντερ», μου θυμίζει) και τριγύρω χτιστοί πάγκοι.Μια τοιχογραφία του Αλέκου Λεβίδη από το σκηνικό της Αντιγόνης,που δωρήθηκε στο Μουσείο Μπενάκη,θα αναρτηθεί λίγο πριν από την έναρξη της λειτουργίας του θεάτρου,στο τέλος του τρέχοντος μηνός.Συνολικά,το κόστος ξεπέρασε τις 300.000 ευρώ: από αυτά οι 160.000 ευρώ προήλθαν από το ΕΚΕΘΕΧ και το υπουργείο Πολιτισμού,οι 80.000 ευρώ από το Ιδρυμα Νιάρχου και τα υπόλοιπα από το ίδιο το θέατρο και τους ανθρώπους του-«δώσαμε ό,τι είχαμε…»καταλήγει ο Λευτέρης Βογιατζής.
«Ο Μπάρκερ είναι προκλητικός»
Ο Χάουαρντ Μπάρκερ γεννήθηκε το 1946 στο Λονδίνο και άρχισε να γράφει από πολύ νέος. Πολλά από τα έργα του είναι εμπνευσμένα από αρχαιοελληνικούς μύθους και ιστορικά γεγονότα ενώ συνολικά το θέατρό του χαρακτηρίζεται της Καταστροφής. Ποιητής και δοκιμιογράφος,ο Μπάρκερ παίζεται συχνότερα εκτός Αγγλίας – πέρυσι, για παράδειγμα, το θέατρο Οντεόν στο Παρίσι τού έκανε αφιέρωμα. «Ο Μπάρκερ θέλει να είναι μοναδικός.Αυτή είναι η έπαρσή του»λέει ο Λευτέρης Βογιατζής. «Στην Αγγλία υπάρχει μια απόσταση ανάμεσα σ΄ εκείνον και τα μέσα,τα θέατρα.Τώρα πια ανεβαίνει συστηματικά σε ένα θέατρο που ανεβάζει μόνο δικά του έργα, κι αυτό χάρη σ΄ έναν αμερικανό μαικήνα. Με σαφείς καταβολές από τον Νίτσε και τον Αντόρνο, ο Μπάρκερ είναι προκλητικός».Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, ο βρετανός συγγραφέας στράφηκε στην έκφραση του τραγικού-«τον απασχολεί σε τέτοιο βαθμό που έχει υπερβεί το τραγικό, το οποίο περιέχει λύτρωση και τιμωρία.Στον Μπάρκερ δεν υπάρχει ούτε λύτρωση ούτε τιμωρία». Στην Ελλάδα έχουν ανεβεί τα έργα του Μπάρκερ «Ενα καινούργιο κόκκινο» με τηνΚαρυοφυλλιά Καραμπέτηκαι «Und» από τηνΑσπα Τομπούλη, καθώς και μια παράσταση με αποσπάσματα από τονΔημήτρη Λιγνάδη.
Για το «Υστατο σήμερα» συνεργάστηκε για άλλη μία φορά με τηνΤζένη Μαστοράκη, μια ξεχωριστή μεταφράστρια. «Κατάφερε να μεταφράσει τον τίτλο του έργου “Τhe Dying of today” χωρίς να χρησιμοποιήσει το ρήμα πεθαίνω. Κάθε φορά με εκπλήσσει» λέει ο σκηνοθέτης.«Εχει την αίσθηση της κοινής λογικής αλλά και την υπερβαίνει. Η γλώσσα της μας αφορά, είναι αποκαλυπτική. Παράλληλα έχει μια σπάνια συγκρότηση. Και είναι τόσο έντιμη σ΄ αυτό που κάνει» . Εντιμη;«Η εντιμότης στη δουλειά και την τέχνη είναι ένα τεράστιο και πολύπλευρο φορτίο. Προσωπικά νιώθω ότι εξαρτώμαι από αυτό. Δεν ξέρω αν το έχω.Εξαρτώμαι όμως από αυτή την εντιμότητα»καταλήγει.