Κεντρικό σημείο του προεκλογικού αγώνα για την εκλογική αναμέτρηση της προσεχούς Κυριακής είναι τα οικονομικά. Αυτό μου δίνει το έναυσμα να αναφερθώ σήμερα σε οικονομικά θέματα της αρχαιότητας και πιο συγκεκριμένα στα κρατικά έσοδα της αρχαίας Αθήνας, για τα οποία συμβαίνει να διαθέτουμε αρκετές πληροφορίες.
Οπως και στις μέρες μας, υπήρχαν δύο κατηγορίες εσόδων (πρόσοδοι ): τα τακτικά και τα έκτακτα. Από τις τακτικές προσόδους, άλλες ήταν σταθερές και άλλες κυμαινόμενες. Στις τελευταίες ανήκαν, ανάμεσα στα άλλα, τα δικαστικά έσοδα και τα διάφορα πρόστιμα που επέβαλλαν τα δικαστήρια. Στις σταθερές προσόδους περιλαμβάνονταν οι μισθώσεις των κρατικών ιδιοκτησιών, με σημαντικότερες αυτές των μεταλλείων του Λαυρίου, όπως και οι διάφοροι φόροι που σχετίζονταν με το εμπόριο, όπως π.χ. η πεντηκοστή, δασμός επί των εισαγομένων και εξαγομένων αγαθών, και το επώνιον, φόρος επί της αξίας των πωλούμενων εμπορευμάτων. Το μετοίκιον και το ξενικόν ήταν δύο άλλοι γνωστοί τακτικοί φόροι. Οι αλλοδαποί που βρίσκονταν στην Αθήνα και οι οποίοι, ως γνωστόν, δεν είχαν δικαίωμα αγοράς γης, διακρίνονταν στους μετοίκους, που είχαν μόνιμη κατοικίαστην Αττική, και στους παρεπιδήμους, που διέμεναν σε αυτήν προσωρινά. Οι πρώτοι, που μετείχαν σε πολλές επίσημες δραστηριότητες της πόλης και συνέβαλλαν στην οικονομική της ανάπτυξη, πλήρωναν το μετοίκιον, έναν σημαντικό, κατά κεφαλήν, φόρο, ενώ οι παρεπίδημοι το ξενικόν. Πρέπει βέβαια να σημειωθεί ότι στις περιόδους της αθηναϊκής «αυτοκρατορίας» (454-412 και 378-338 π.Χ.) κύρια πηγή των τακτικών προσόδων των Αθηναίων ήταν ο φόρος που πλήρωναν τα μέλη της Συμμαχίας, της οποίας ηγείτο η Αθήνα.
Στις έκτακτες προσόδους, εκτός από τις διάφορες δωρεές (επιδόσεις) ευκατάστατων πολιτών, υπάγονταν οι ποικίλες λειτουργίαι, με τις οποίες το κράτος απαλλασσόταν από ορισμένες υποχρεώσεις, τις οποίες αναλάμβαναν πλούσιοι Αθηναίοι. Δειγματοληπτικά αναφέρω την τριηραρχίαν, με την οποία καλύπτονταν τα έξοδα εξοπλισμού τριήρεων, και τη χορηγίαν, με την οποία αναλαμβάνονταν τα έξοδα θεατρικών παραστάσεων. Στις προσόδους αυτές υπάγονταν και οι έκτακτοι φόροι ( εισφοραί ), που σε εμπόλεμες κυρίως καταστάσεις επέβαλλε το κράτος επί του κεφαλαίου. Υπενθυμίζω ότι άμεση ετήσια φορολογία δεν υπήρχε, αφού κάτι τέτοιο θεωρείτο προσβλητικό για έναν ελεύθερο πολίτη. Το 378 π.Χ., για τον καλύτερο έλεγχο των εισφορών , οι Αθηναίοι πολίτες διαιρέθηκαν σε συμμορίαι ανάλογα με την περιουσιακή τους κατάσταση. Στην πρώτη συμμορίαν εντάχθηκαν οι τριακόσιοι πλουσιότεροι.
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να πούμε ότι οι κρατικές πηγές εσόδων κατά την αρχαιότητα ήταν ανάλογες με τις σημερινές. Εκεί όπου υπήρχαν ριζικές διαφορές ήταν στους μηχανισμούς είσπραξής τους. Κάποια μικρά έσοδα, όπως π.χ. τα δικαστικά, εισπράττονταν απευθείας από το κράτος, αλλά ο τρόπος αυτός είσπραξης δεν ήταν ο συνήθης. Από το 362-361 π.Χ. το σύνολο των εισφορών το αθηναϊκό κράτος το έπαιρνε από τους τριακοσίους πλουσιότερους πολίτες του (!), που ανήκαν στην πρώτη συμμορίαν . Οι Αθηναίοι αυτοί είχαν την υποχρέωση να πληρώνουν προκαταβολικά το σύνολο του έκτακτου φόρου ( προεισφορά ), ενώ στη συνέχεια έπρεπε οι ίδιοι να μεριμνήσουν για την είσπραξη της εισφοράς από τας υπολοίπουςσυμμορίας, αν ήθελαν να πάρουν τα χρήματά τους πίσω. Πάντως, τις περισσότερες φορές το κράτος εκμίσθωνε τις δημόσιες προσόδους του σε ιδιώτες ( τελώνας ), προκειμένου να εισπράττει αμέσως ένα συγκεκριμένο ποσό, κάτι που δεν μπορούσε να πετύχει με τις δικές του υπηρεσίες. Οι τελώναι προπλήρωναν το συμφωνηθέν με την πολιτεία ποσό και στη συνέχεια αναλάμβαναν οι ίδιοι, και συχνά με… υπερβάλλοντα ζήλο, το έργο της είσπραξης των φόρων. Στους μεγάλους φόρους, μερικές φορές, ως ενοικιαστές εμφανίζονταν όχι μεμονωμένα άτομα αλλά εταιρείες, στις οποίες προΐστατο ένας αρχώνης ή τελωνάρχης, ενώ οι φόροι, σε γενικές γραμμές, εκμισθώνονταν όχι συνολικά αλλά μεμονωμένα. Βέβαια για να μπορούν οι τελώναι να εισπράττουν τους φόρους, το αθηναϊκό κράτος τους είχε παραχωρήσει δικαιώματα… «ζωής και θανάτου» επί των φορολογουμένων. Επομένως οι εισπρακτικοί μηχανισμοί κατά την αρχαιότητα ήταν πολύ πιο επώδυνοι από τους σημερινούς.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το κράτος ζητούσε μεγάλες εγγυήσεις από αυτούς που είχαν την πρόθεση να συμμετάσχουν στους δημόσιους διαγωνισμούς για τις ενοικιάσεις των κρατικών προσόδων και αυτό το έκανε για να σιγουρέψει την είσπραξη του προσδοκώμενου ποσού. Ωστόσο οι δυσβάστακτες αυτές εγγυήσεις απέτρεπαν πολλούς από το να συμμετέχουν στους διαγωνισμούς αυτούς και αυτό με τη σειρά του προκαλούσε ένα νοσηρό φαινόμενο. Οι λιγοστοί ενδιαφερόμενοι έρχονταν σε συνεννόηση και μοίραζαν τους φόρους μεταξύ τους χωρίς να… αλληλοχτυπιούνται. Στην πώληση κάθε φόρου παρουσιαζόταν συνήθως ένας μόνον τελώνης, ο οποίος και έδινε ένα μέτριο τίμημα. Μπροστά σε αυτήν την κατάσταση και προκειμένου να αυξηθεί ο αριθμός των ενδιαφερομένων, η πολιτεία περιόρισε το ύψος των εγγυήσεων, αυξάνοντας βέβαια το ρίσκο να ζημιωθεί. Χωρίς αμφιβολία νοσηρά φαινόμενα των ημερών μας έχουν μακρά προϊστορία. Πιθανόν να έχουν δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι είναι σπάνιο να βρει κανείς ανθρώπους που ασχολούνται με το «εμπόριο» του χρήματος και να είναι έντιμοι.
Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.