Προσφάτως δυο ιταλοί δημοσιογράφοι έγραψαν ένα άρθρο τριών σελίδων- τυπωμένο, δυστυχώς- για την παρακμή της ιδιόχειρης γραφής. Είναι πλέον γνωστό: με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές (όταν τους χρησιμοποιούν) και τα SΜS τα παιδιά μας δεν ξέρουν πια να γράφουν χειρόγραφα, παρά μόνο με δυσκολία και στα κεφαλαία.
Σε μια συνέντευξη μια δασκάλα λέει επίσης ότι κάνουν πολλά λάθη στην ορθογραφία, αυτό όμως μου φαίνεται ότι αποτελεί ένα ξεχωριστό πρόβλημα. Οι γιατροί ξέρουν ορθογραφία αλλά γράφουν άσχημα, ενώ μπορεί κάποιος να είναι διπλωματούχος καλλιγράφος και να μην ξέρει αν πρέπει να γράψει «μύνημα» ή «μήνυμα».
Εγώ βεβαίως γνωρίζω παιδιά τα οποία γράφουν με το χέρι και με αρκετά καλά γράμματα. Το άρθρο όμως μιλάει για το 50% των παιδιών στην Ιταλία- και επομένως φαίνεται ότι από κάποια εύνοια της τύχης εγώ συγχρωτίζομαι με το υπόλοιπο 50% (το ίδιο άλλωστε μου συμβαίνει και στην πολιτική).
Το θέμα είναι ότι η τραγωδία αυτή ξεκίνησε πολύ πριν από την έλευση του ηλεκτρονικού υπολογιστή και του κινητού τηλεφώνου. Οι γονείς μου έγραφαν με έναν γραφικό χαρακτήρα λίγο πλαγιαστό (έχοντας το φύλλο του χαρτιού λοξά) και το κάθε γράμμα ήταν, τουλάχιστον για τα σημερινά δεδομένα, ένα μικρό έργο τέχνης. Είναι αλήθεια ότι την εποχή εκείνη επικρατούσε η άποψη- η οποία μάλλον διαδιδόταν απ΄ όσους είχαν κακό γραφικό χαρακτήραότι η καλλιγραφία είναι η τέχνη των ανόητων. Είναι επίσης προφανές ότι το να είναι κανείς καλλιγράφος δεν σημαίνει απαραιτήτως ότι είναι πολύ έξυπνος. Ηταν όμως ευχάριστο να διαβάζεις ένα μπιλιέτο ή ένα έγγραφο γραμμένο όπως πρέπει (ή όπως έπρεπε).
Ακόμη και η δική μου γενιά διδάχθηκε να γράφει καλά και τους πρώτους μήνες της Α΄ Δημοτικού μαθαίναμε πώς να κάνουμε μονοκοντυλιά. Η άσκηση αυτή θεωρήθηκε αργότερα ανόητη και καταπιεστική, παρ΄ όλα αυτά μάς μάθαινε να κρατάμε σταθερό τον καρπό ώστε να μπορούμε να σχηματίζουμε, με τα πενάκια, γράμματα στρογγυλεμένα και παχουλά από τη μία μεριά και λεπτά από την άλλη. Εντάξει, όχι πάντα, γιατί η μελάνη του μελανοδοχείου, με την οποία λερώναμε τα θρανία, τα τετράδια, τα δάχτυλα και τα ρούχα μας, σχημάτιζε συχνά κόμπους που κολλούσαν στην πένα και απαιτούσαν δέκα ολόκληρα λεπτά επίπονων και ρυπαρών προσπαθειών για να καθαρίσουν.
Η κρίση ξεκίνησε μετά τον πόλεμο, με την έλευση του στυλό διαρκείας. Τα πρώτα στυλό προκαλούσαν και αυτά πολλούς λεκέδες και αν, αμέσως αφού γράφατε, περνούσατε το δάχτυλο επάνω από τις τελευταίες λέξεις, σίγουρα θα γινόταν μουντζούρα. Ετσι χάθηκε η επιθυμία τού να γράφει κανείς καλά. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη και όταν ήταν καθαρό, το γράψιμο με το στυλό δεν είχε πια ψυχή, στυλ και προσωπικότητα.
Γιατί θα πρέπει να λυπόμαστε για την εξαφάνιση της καλλιγραφίας; Η δυνατότητα του να γράφει κανείς καλά και γρήγορα στο πληκτρολόγιο ενθαρρύνει τη γρήγορη σκέψη, ενώ επιπλέον (αν και όχι πάντα) ο ορθογράφος υπογραμμίζει με κόκκινο τα λάθη. Και αν η χρήση του κινητού τηλεφώνου κάνει τις νεότερες γενιές να γράφουν «τ κνς;» αντί για «τι κάνεις;», ας μην ξεχνάμε ότι οι πρόγονοί μας θα έφριτταν αν έβλεπαν ότι εμείς γράφουμε «ορισμένα» αντί για «ωρισμένα» ή «να παίξει» αντί «να παίξη», ενώ οι μεσαιωνικοί θεολόγοι έγραφαν «respondeo dicendum quod», κάτι το οποίο θα έκανε τον Κικέρωνα να χλωμιάσει από αγανάκτηση.
Είναι γεγονός ότι η τέχνη της ιδιόχειρης γραφής μάς διδάσκει να ελέγχουμε το χέρι μας και ενισχύει τον συντονισμό του χεριού και του ματιού. Το άρθρο των τριών σελίδων υπενθύμιζε ότι το γράψιμο με το χέρι μάς υποχρεώνει να συνθέσουμε νοητικά τη φράση στο μυαλό μας προτού τη γράψουμε. Σε κάθε περίπτωση, το γράψιμο με το χέρι, με την αντίσταση της πένας και του χαρτιού, επιβάλλει έναν πιο αργό ρυθμό που ευνοεί τη σκέψη. Πολλοί συγγραφείς, ακόμη και αν έχουν συνηθίσει να γράφουν στον υπολογιστή, γνωρίζουν καλά ότι μερικές φορές θα ήθελαν να μπορούσαν να χαράξουν τα κείμενά τους σε δέλτους από πηλό, όπως οι Σουμέριοι, για να μπορούν να σκέφτονται με την ησυχία τους.
Είναι αλήθεια ότι τα παιδιά θα γράφουν όλο και περισσότερο σε ηλεκτρονικούς υπολογιστές και κινητά τηλέφωνα. Παρ΄ όλα αυτά η ανθρωπότητα έχει μάθει να ανακαλύπτει εκ νέου ως σπορ ή ως αισθητική ευχαρίστηση πολλά πράγματα που ο πολιτισμός έχει εξοστρακίσει ως μη αναγκαία. Δεν είμαστε πια αναγκασμένοι να ταξιδεύουμε με άλογο, κάποιοι όμως κάνουν μαθήματα ιππασίας. Τα μηχανοκίνητα σκάφη υπάρχουν εδώ και καιρό, πάρα πολλοί όμως κάνουν με πάθος ιστιοπλοΐα όπως οι Φοίνικες πριν από 3.000 χρόνια. Υπάρχουν τούνελ και σιδηρόδρομοι, όμως πολλοί απολαμβάνουν την πεζοπορία ή την ορειβασία στα περάσματα των Αλπεων. Ακόμη και στην εποχή του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου πολλοί συλλέγουν γραμματόσημα. Πολεμάμε με Καλάσνικοφ, διοργανώνουμε όμως ειρηνικά τουρνουά ξιφασκίας.
Θα ήταν καλό αν οι γονείς έστελναν τα παιδιά τους σε σχολές όπου θα έπαιρναν μαθήματα καλλιγραφίας συμμετέχοντας σε διαγωνισμούς και τουρνουά, όχι μόνο για να τα εκπαιδεύσουν στο ωραίο αλλά και για την ψυχοκινητική ευεξία τους. Σχολές του είδους υπάρχουν ακόμη σε πολλές χώρες. Για κάποιον δε ο οποίος δεν έχει σταθερή δουλειά αλλά έχει σταθερό χέρι, η διδασκαλία αυτής της τέχνης θα μπορούσε να αποβεί προσοδοφόρα.
© 2009 Umberto Εco/L΄Εspresso (distributed by Τhe Νew Υork Τimes Syndicate)
Ο Ουμπέρτο Εκο είναι συγγραφέας.
Εχει γράψει τα διεθνή μπεστ σέλερ «Μπαουντολίνο», «Το Ονομα του Ρόδου» και «Το εκκρεμές του Φουκώ».