Oγδόντα χιλιάδες στρέμματα φυσικών εκτάσεων έγιναν βίλες και αυθαίρετα μέσα σε είκοσι χρόνια. Συνολικά την περίοδο 1987-2007 περισσότερα από 180.000
στρέμματα πευκοδάσους στην Αττική «εξαφανίστηκαν» από τον χάρτη και στη θέση τους εμφανίστηκαν κυρίως οικισμοί και αγροτικές γαίες. Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η οικιστική επέκταση περιμετρικά του Πεντελικού όρους και κυρίως στις ανατολικές περιοχές όπου τα οικόπεδα «αντικρίζουν» τη θάλασσα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η Αγία Μαρίνα, η Καλλιτεχνούπολη, η Διώνη και το Ντράφι. Τον ίδιο οικιστικό «οργασμό» κατέγραψαν ερευνητές του WWF και του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ) στα βόρεια του νομού: στον Διόνυσο, στη Ροδόπολη, στη Σταμάτα και στον Αγιο Στέφανο. Ο οικιστικός ιστός την τελευταία εικοσαετία είτε αναπτύχθηκε απευθείας εις βάρος των υψηλών δασών είτε τα επηρέασε δευτερευόντως με την οικοδόμηση περιοχών χαμηλής βλάστησης (καμένες εκτάσεις, θαμνοτόπια κτλ.).
Οι δύο φορείς έδωσαν χθες στη δημοσιότητα την πρώτη αποτίμηση των πρόσφατων πυρκαϊών, καθώς και μια εικόνα της απώλειας δασικής γης χάριν της οικοδόμησης την τελευταία εικοσαετία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι τελευταίες φωτιές στη Βορειοανατολική Αττική κατέκαψαν 137.080 στρέμματα δασικών εκτάσεων. Πρόκειται για το 66,8% των συνολικά 205.210 στρεμμάτων που έκανε στάχτη η φωτιά (στοιχεία του Εuropean Forest Fire Ιnformation System- ΕFFΙS). «Ουσιαστικά όλοι οι οικισμοί που επλήγησαν από τις πρόσφατες πυρκαϊές αναπτύσσονταν συνεχώς τα τελευταία χρόνια μέσα σε δάση και λοιπές φυσικές περιοχές» σημειώνουν οι ειδικοί.
Τα καμένα της Βορειοανατολικής Αττικής αποτελούνται από εκτάσεις τριών διαφορετικών τύπων:
* Περιοχές με έντονη οικιστική ανάπτυξη, όπως τα προάστια Διόνυσος, Σταμάτα και Αγιος Στέφανος, καθώς και περιοχές όπως η Νέα Μάκρη και η Καλλιτεχνούπολη, ο χαρακτήρας των οποίων έχει έντονα μεταβληθεί τα τελευταία χρόνια από παραθεριστικός σε κύριας κατοικίας.
* Περιοχές φυσικής κάλυψης με χαρακτήρα περιαστικού δάσους, όπως το όρος Πεντέλη και η περιοχή της λίμνης Μαραθώνα.
* Κατοικημένες περιοχές με αγροτικό χαρακτήρα, όπως οι περιοχές Καλέντζι, Γραμματικό, Βαρνάβας κ.ά. Η οικιστική πίεση αποτελεί, όπως αναφέρει ο γενικός διευθυντής του WWF Ελλάς κ. Δ.Καραβέλλας, ίσως τη σημαντικότερη απειλή που αντιμετωπίζουν οι πρόσφατα καμένες περιοχές. Επισημαίνει επίσης ότι «πρέπει επιτέλους η πολιτεία, αλλά και εμείς οι ίδιοι οι πολίτες να σταματήσουμε να αντιμετωπίζουμε το δάσος ως εν δυνάμει οικόπεδο προς αξιοποίηση». Δυσάρεστα είναι τα αποτελέσματα και από την αποτίμηση των οικολογικών επιπτώσεων για το ένα τρίτο των καμένων εκτάσεων, το οποίο αντιστοιχεί στις αναγεννημένες και αναδασωμένες εκτάσεις του Πεντελικού όρους που είχαν ξανακαεί στις πυρκαϊές του 1995 και του 1998. Σύμφωνα με τους ερευνητές του WWF και του ΑΠΘ, η φυσική αναγέννηση σε αυτές τις περιοχές καθίσταται από προβληματική έως αδύνατη και οπωσδήποτε θα απαιτηθούν εκ νέου αναδασώσεις.
Oπως αναφέρεται στην έκθεση των δύο φορέων, στις καμένες εκτάσεις που καλύπτονταν από ώριμα δάση Χαλεπίου πεύκης η φυσική αναγέννηση δεν αναμένεται να αντιμετωπίσει ιδιαίτερα προβλήματα. «Βασική προϋπόθεση βέβαια παραμένει η απόλυτη προστασία των περιοχών αυτών από οικολογικά ασύμβατες αλλαγές χρήσεων γης» σημειώνεται.
Στην Πεντέλη και στην ευρύτερη περιοχή της ΒΑ Αττικής έχουν καταγραφεί από τον ερευνητή κ. Γ. Σφήκα περίπου 700 είδη και υποείδη φυτών. Ανάμεσά τους υπάρχουν τρία ενδημικά είδη της Αττικής και περίπου 15 της Νότιας Ελλάδας, όπως κενταύριες, κρόκοι, άγρια γαρίφαλα, φριτιλάριες, αγριοβιολέτες. Φύονται επίσης ορχιδέες τουλάχιστον 21 ειδών. «Σημαντικές από κάθε άποψη κρίνονται και οι μικρές λόχμες από είδη αγριοκυπάρισσων που φύονταν στην περιοχή του Γραμματικού. Τα λιγοστά που έχουν απομείνει πρέπει οπωσδήποτε να προστατευθούν και να γίνει διαχείριση της γύρω περιοχής με κεντρικό άξονα την ανάκαμψή τους» τονίζουν οι συντάκτες της έκθεσης.
Χωρίς τη βλάστηση αυξάνεται η ένταση και η ποσότητα της επιφανειακής απορροής του νερού, χάνεται η δυνατότητα διήθησής του, ενώ ταυτόχρονα προκαλείται διάβρωση του εδάφους. Το νερό όχι μόνο δεν συγκρατείται, αλλά παρασύρει μαζί του και φερτά υλικά απογυμνώνοντας το έδαφος, ιδιαίτερα σε περιοχές με έντονη κλίση. «Πιθανή είναι η επιβάρυνση της λίμνης του Μαραθώνα μετά την καταστροφή της ευρύτερης περιοχής τροφοδοσίας της» λέει ο κ. Καραβέλλας, επισημαίνοντας ότι απαιτείται τακτική παρακολούθηση της μεταβολής της ποιοτικής σύστασης του νερού, εφόσον η λίμνη του Μαραθώνα αποτελεί και βασικό τροφοδότη του λεκανοπεδίου Αθηνών σε πόσιμο νερό.
H πανίδα της περιοχής είχε υποβαθμιστεί τα τελευταία χρόνια λόγω της έντονης πίεσης από την οικιστική επέκταση αλλά και των επαναλαμβανόμενων πυρκαϊών παλαιότερα. Εν τούτοις, όπως εξηγούν οι ειδικοί, η οικολογική σημασία και η λειτουργικότητα των συγκεκριμένων περιοχών δεν είχαν χαθεί καθώς εξακολουθούσαν ως έναν βαθμό να διατηρούν ενδιαφέρουσα πανίδα. Η τελευταία καταγραφή που είχε γίνει πριν από την πρόσφατη καταστρεπτική πυρκαϊά είχε δείξει ότι στην περιοχή ζούσε σημαντικός αριθμός πτηνών (80 είδη), αρκετά θηλαστικά, αλλά και είδη αμφιβίων και ερπετών, εκ των οποίων πολλά προστατεύονται από την εθνική και διεθνή νομοθεσία.
Πάντως, όπως εκτιμούν οι επιστήμονες του ΑΠΘ και του WWF, αν και βραχυπρόθεσμα οι επιπτώσεις από τις πυρκαϊές μπορεί να είναι σημαντικές, μακροπρόθεσμα η διατήρηση της πανίδας, όπως και της χλωρίδας, θα εξαρτηθεί τόσο από το αν η φυσική βλάστηση θα αφεθεί να ανακάμψει όσο και από τη διατήρηση των υφιστάμενων χρήσεων γης.