Κυβέρνησε δικτατορικά την Ουγκάντα από το 1971 ως το 1979. Οταν επιτέλους ανατράπηκε, άφησε πίσω του πάνω από 300.000 πτώματα, εξαθλίωση και καταστροφή. Διέπραξε αμέτρητες
αγριότητες: μετέδιδε τις εκτελέσεις ζωντανά από την τηλεόραση, ακρωτηρίασε το πτώμα μιας από τις γυναίκες του… και δεν πλήρωσε για τίποτε.
Πέθανε στο κρεβάτι του.
Λίγες εβδομάδες μετά την πρεμιέρα του ντοκυμαντέρ του που γύρισε το 1974 για τον πρόεδρο της Ουγκάντας Ιντι Αμίν Νταντά, ο σκηνοθέτης Μπάρμπετ Σρέντερ άρχισε να δέχεται τηλεφωνήματα από την Ουγκάντα. Καθώς τον είχαν πετύχει την ώρα που κοιμόταν, ο σκηνοθέτης άργησε να καταλάβει τις πνιχτές φράσεις των συνομιλητών του. Του μιλούσαν στα γαλλικά, πολλοί από αυτούς κλαίγοντας: «Κύριε, κάντε αυτό που σας λέει», «τα παιδιά μου ζουν εκεί, κύριε, ακούστε τι σας λέει». Ο Σρέντερ τελικά κατάλαβε. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε αρνηθεί να αφαιρέσει από την ταινία του για τον Αμίν κάποιες σκηνές που δεν άρεσαν στον δικτάτορα. Ετσι ο τύραννος έκλεισε σε ένα ξενοδοχείο έναν μεγάλο αριθμό γάλλων πολιτών με τις οικογένειές τους, τους έδωσε το τηλέφωνο του Σρέντερ και ζήτησε να του εξηγήσουν την αναγκαιότητα να αφαιρεθούν από την ταινία οι σκηνές με τις οποίες διαφωνούσε. Την ίδια εκείνη νύχτα ο σκηνοθέτης δεσμεύτηκε να λογοκρίνει ο ίδιος την ταινία του. Γνώριζε αρκετά καλά τον Ιντι Αμίν Νταντά, ώστε να είναι σίγουρος ότι θα σκότωνε όλους εκείνους τους Γάλλους, ακόμη και τα παιδιά, αν δεν γίνονταν δεκτές οι απαιτήσεις του.
Ο Ιντι Αμίν Νταντά καθόρισε τις τύχες της Ουγκάντας από το 1971 ως το 1979. Οκτώ χρόνια που στάθηκαν αρκετά για να χάσει η χώρα το τρένο της προόδου. Η Ουγκάντα, την οποία ο Τσόρτσιλ είχε αποκαλέσει «μαργαριτάρι της Αφρικής», υπήρξε στολίδι του βρετανικού Στέμματος στην Αφρική. Το εύκρατο κλίμα της, η εξαιρετική γονιμότητα του εδάφους της, η ομορφιά των τοπίων της και τα πλούσια σε νερό ποτάμια της έκαναν την Ουγκάντα μια χώρα με μεγάλες δυνατότητες ανάπτυξης. Εκεί βρίσκονται οι πηγές του Νείλου, τα όρη Ρουενζόρι, δάση με καουτσουκόδενδρα, εκτεταμένες φυτείες τσαγιού και καφέ, παρθένα δάση και λίμνες με ονόματα βασιλέων. Αν στη λεηλατημένη από την αποικιοκρατία Αφρική υπήρχε μία χώρα με μελλοντικές προοπτικές, αυτή ήταν η Ουγκάντα. Η μοίρα, όμως, είχε ορίσει αλλιώς τα πράγματα. Οταν ανατράπηκε, ο Αμίν άφησε πίσω του 300.000 πτώματα και ένα έθνος οικονομικά και ηθικά κατεστραμμένο, όπου οι κλοπές, οι εκβιασμοί και το έγκλημα είχαν γίνει τρόπος ζωής.
Καλός στρατιώτης, δημοφιλής μποξέρ
Ο Ιντι Αμίν γεννήθηκε το 1925 σε μια οικογένεια αγροτών που ανήκαν στη φυλή Κάκουα. Δεν είχε ολοκληρώσει τη βασική εκπαίδευση όταν μπήκε ως λαντζιέρης στο σώμα Αφρικανών Τυφεκιοφόρων του Βασιλέως, και έτσι οι πρώτες στρατιωτικές του ενέργειες περιορίζονταν στο να καθαρίζει πατάτες. Οι πολεμικές ενέργειες ξεκίνησαν τη δεκαετία του 1950, στη διάρκεια της εξέγερσης των Μάο Μάο στην Κένυα. Ο Αμίν αποδείχθηκε καλός στρατιώτης και δεν άργησε να προαχθεί. Επιπλέον τα εντυπωσιακά σωματικά του προσόντα (είχε 1,95 μ. ύψος και ζύγιζε πάνω από 100 κιλά) τον ώθησαν στην πυγμαχία: Κατέκτησε και διατήρησε τον τίτλο του πρωταθλητή βαρέων βαρών της Ουγκάντας από το 1951 ως το 1959. Ο τίτλος του πρωταθλητή βοήθησε να αυξηθεί η δημοτικότητά του. Ο πρόεδρος της χώρας Μίλτον Ομπότε τον πρόσεξε και του ανέθεσε διάφορες υπεύθυνες θέσεις. Ο Ιντι Αμίν, ο αγράμματος, σχεδόν αναλφάβητος, εκμεταλλεύτηκε όλες τις ευκαιρίες που του προσφέρθηκαν.
Το 1962 η Ουγκάντα κέρδισε την ανεξαρτησία της από τη Βρετανία, της οποίας ήταν προτεκτοράτο από το 1894. Ερχονταν νέες εποχές και ο Ιντι Αμίν, που είχε γίνει έμπιστος του προέδρου Ομπότε, διορίστηκε αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Μπορεί να μην ήταν ούτε καλλιεργημένος ούτε έξυπνος, διέθετε όμως εκείνο το είδος κοινής ευφυΐας που είναι αρκετό για να πάει κανείς μπροστά. Αρχισε να κάνει λαθρεμπόριο δημιουργώντας μια περιουσία- εν γνώσει του Ομπότε- και συγκέντρωσε γύρω του μια φρουρά στην οποία στηρίχθηκε για να κάνει πραξικόπημα τον Ιανουάριο του 1971.
Η άνοδος του Ιντι Αμίν στην εξουσία συνοδεύτηκε από εκτεταμένη εκκαθάριση στο στράτευμα, στην αστυνομία και στον δημόσιο τομέα. Εξαφανίστηκαν όλοι όσοι θεωρούνταν πιστοί στον εκδιωχθέντα πρόεδρο Ομπότε, ειδικά όσοι ανήκαν στις φυλές Λάνγκι και Ατσόλι, πολλοί από τους οποίους κατείχαν υπεύθυνες θέσεις. Για να καλυφθούν οι εκατοντάδες κενές θέσεις στον στρατό και στη διοίκηση, ο Ιντι Αμίν κατέφυγε στους δικούς του ανθρώπους. Ηταν τόσες οι κενές θέσεις που πολύ λίγη σημασία δινόταν στην καταλληλότητα των υποψηφίων. Αναλφάβητοι διοικούσαν γραφεία και υπουργεία. Η κατάσταση ήταν τόσο ανεξέλεγκτη ώστε στο στράτευμα υπήρχαν αξιωματικοί οι οποίοι έδιναν προαγωγή στον εαυτό τους. Ο πολιτισμένος κόσμος ισχυριζόταν ότι αυτό το χάος ήταν το αντίτιμο για την ομαλοποίηση της κοινωνικοπολιτικής κατάστασης. Ο Ιντι Αμίν δημιουργούσε μια βάρβαρη δικτατορία, όμως η Δύση προτίμησε να κάνει τα στραβά μάτια και να περίμενε να δει τις εξελίξεις.
Απελάσεις 70.000 ατόμων σε 90 ημέρες
Η διοικητική ακαταστασία δεν άργησε να φέρει τα πρώτα οικονο μικά προβλήματα. Εναν χρόνο μετά την άνοδό του στην εξουσία, ο Αμίν είχε μια λαμπρή ιδέα: Να απελάσει από τη χώρα τους πολίτες ασιατικής καταγωγής που είχαν εγκατασταθεί στην Ουγκάντα επί δεκαετίες και να δημεύσει τις περιουσίες τους για να τις παραδώσει στους αυτόχθονες κατοίκους της χώρας. Ο δικτάτορας, που είχε εκφράσει τον θαυμασμό του για τη φυσιογνωμία του Αδόλφου Χίτλερ, κατέφυγε στα ίδια επιχειρήματα που είχε χρησιμοποιήσει και εκείνος για να διοργανώσει τα πογκρόμ κατά των εβραίων: Οι Ασιάτες ήταν φιλοχρήματοι, απατεώνες και είχαν πλουτίσει εξαπατώντας τους κατοίκους της χώρας. Αυτό, όμως, θα τελείωνε: Οι Ινδοί, οι υπήκοοι του Μπανγκλαντές και οι Πακιστανοί είχαν τρεις μήνες καιρό για να φύγουν από τη χώρα. Μπορούσαν να πάρουν μαζί τους μόνο 100 δολάρια.
Κανείς δεν τόλμησε να αμφισβητήσει την απόφαση. Μέσα σε 90 ημέρες κάπου 70.000 άνθρωποι εγκατέλειψαν την Ουγκάντα, αφήνοντας πίσω τους όλα τους τα υπάρχοντα. Ούτε η μεγαλύτερη Κασσάνδρα δεν θα μπορούσε να μαντέψει πόσο θανάσιμα θα τραυματιζόταν η οικονομία της χώρας. Οι Ασιάτες ήταν εκείνοι που στήριζαν σχεδόν το 100% του εμπορικού δικτύου της Ουγκάντας. Υπήρχαν μεταξύ τους μεγάλοι ιδιοκτήτες διαφόρων εργοστασίων, από μύλους ζαχαροκάλαμου ως εγκαταστάσεις επεξεργασίας καφέ και υφαντουργεία, αλλά και εκατοντάδες μικροί έμποροι των οποίων τα καταστήματα εφοδίαζαν τον πληθυσμό. Από τα παντοπωλεία ως τις επιχειρήσεις, όλα έμειναν εγκαταλειμμένα και μοιράστηκαν χωρίς τάξη ή σχέδιο στους ανθρώπους του Ιντι Αμίν. Πολλά καταστήματα δόθηκαν σε στρατιωτικούς που εξυπηρετούσαν την πελατεία ντυμένοι με στολή εκστρατείας. Ενας αστυνομικός ανέλαβε ένα κατάστημα υποκαμίσων και μπέρδεψε τις ταμπέλες των τιμών με τα μεγέθη, οπότε πούλησε το εμπόρευμα αντί γελοίων ποσών. Ενα εκτροφείο βοοειδών πέρασε στην ιδιοκτησία ενός κρεοπώλη φίλου του Αμίν. Ο τύπος σκότωσε όλα τα ζώα για να πουλήσει το κρέας και μετά έβαλε λουκέτο. Περιττό να αναφερθεί ότι μέσα σε λίγες εβδομάδες όλες εκείνες οι επιχειρήσεις οδηγήθηκαν στη χρεοκοπία.
Φρίκη, πτώματα και «ερευνητές»
Στο μεταξύ άρχιζε στη χώρα μια περίοδος τρόμου που την επέβαλαν οι σπιούνοι του Αμίν. Οι δολοφονίες ήταν καθημερινό φαινόμενο. Οι φυλακές μετατράπηκαν σε κέντρα βασανιστηρίων. Οσοι κατάφεραν να βγουν ζωντανοί από τους τόπους εξόντωσης, αφηγούνταν τις φρικαλεότητες που είχαν ζήσει. Σε κάποια περίπτωση διατάχθηκαν μερικοί νεοφερμένοι στη φυλακή Μακίντι να καθαρίσουν ένα κελί. Με τρόμο ανακάλυψαν ότι στο έδαφος υπήρχε πάνω από ένα δάκτυλο αίμα και στους τοίχους υπήρχαν τα υπολείμματα προηγούμενων κρατουμένων. Ενας άλλος διηγήθηκε πώς είχαν υποχρεωθεί να αποτελειώσουν με σφυριές μια ομάδα ετοιμοθάνατων κρατουμένων. Το περίεργο είναι ότι η πλειονότητα των κρατουμένων δεν είχε ιδέα για ποιον λόγο βρέθηκε στη φυλακή. Μπορούσε να τους είχε καταγγείλει ένας ζηλόφθονος γείτονας ή μια φιλενάδα που την είχαν παρατήσει, με απίθανες κατηγορίες όπως η φιλοσιωνιστική στάση, αφού ο Αμίν είχε διακηρύξει αιώνιο μίσος στους εβραίους.
Οι νεκροί ήταν τόσο πολλοί που χάθηκε ο λογαριασμός. Επίσημα πολλοί από τους θανάτους αποδόθηκαν σε τροχαία δυστυχήματα. Αλλοτε πάλι κάποιος εξαφανιζόταν και δεν ακουγόταν τίποτα πια για αυτόν. Ετσι στη σκιά εκείνου του τρομακτικού συστήματος αναδείχθηκε ένα νέο επάγγελμα: Του ερευνητή πτωμάτων. Οι «ερευνητές» ήταν σε γενικές γραμμές αστυνομικοί ή ακόμη και βασανιστές στις διαταγές των πληρωμένων δολοφόνων της κυβέρνησης, οι οποίοι επέστρεφαν τα πτώματα των νεκρών στις οικογένειές τους έπειτα από σχετική πληρωμή. Η ανάκτηση του λειψάνου ενός υπαλλήλου κόστιζε 600 δολάρια, αλλά η ταρίφα ανέβαινε στα 3.000 αν επρόκειτο για την ανεύρεση κάποιου υψηλά ισταμένου. Σε πολλά σώματα ήταν εμφανείς φρικαλέοι ακρωτηριασμοί. Οσοι δεν αναζητούνταν, κατέληγαν συνήθως να γίνουν τροφή για κροκοδείλους. Εκείνη την εποχή τα ερπετά της Ουγκάντας τρέφονταν καλά, δεν κατάφερναν να καταναλώνουν την υπερβολική ποσότητα τροφής που τους πρόσφεραν τα παλικάρια του Ιντι Αμίν. Ετσι δεν ήταν σπάνιο να βλέπει κανείς δεκάδες πτώματα να σαπίζουν στις όχθες του ποταμού. Συνέβη μάλιστα να πάθει βλάβη μια μονάδα παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας επειδή ένας σωρός πτωμάτων έφραξε τις τουρμπίνες που βρίσκονταν σε έναν καταρράκτη. Ολος ο κόσμος ήξερε ότι τα εγκλήματα, όσο τρομερά και αν ήταν, έμεναν ατιμώρητα. Η ζωή κάθε Ουγκαντέζου κρεμόταν από την πιθανότητα να πέσει στη δυσμένεια ενός από τους 15.000 άνδρες που κατείχαν θέσεις με κάποια αρμοδιότητα στην κυβέρνηση της χώρας. Σε μία περίπτωση ένα λεωφορείο με το οποίο ταξίδευαν καμιά εικοσαριά νεαρές νοσοκόμες εξαφανίστηκε μέσα στη νύχτα, αφού το σταμάτησε μια ομάδα αστυνομικών. Οι κοπέλες οδηγήθηκαν σε ένα γκαράζ όπου τις βίασαν κατ΄ επανάληψη δεκάδες άνδρες ως το ξημέρωμα. Καμία τους δεν κατήγγειλε το συμβάν.
Προστάτης και βασανιστής
Στο μεταξύ ο Ιντι Αμίν είχε προσθέσει στο όνομά του τη λέξη «Νταντά», που στα σουαχίλι σημαίνει «μεγάλος πατέρας» ή «παππούς», για να υπογραμμίσει τον ρόλο του ως προστάτη του λαού του. Πολλές φορές ζητούσε να διοργανώνουν συναντήσεις με σπουδαστές και τους απευθυνόταν με ομιλίες στις οποίες τους ζητούσε να φυλάγονται από τις σεξουαλικά μεταδιδόμενες ασθένειες: «Σας αγαπώ πολύ και δεν θέλω κάποιος από εσάς να πάθει βλεννόρροια». Σε άλλες περιπτώσεις έκανε διαλέξεις στους γιατρούς: «Πρέπει να είστε καθαροί και να πλένετε καλά τα χέρια σας όταν πηγαίνετε στο χειρουργείο». Οι επισκέψεις του στα χωριά της Ουγκάντας ήταν αληθινά παραληρήματα. Υποσχόταν στους αγρότες να τους χτίσει σχολεία, κέντρα υγείας ή αυτοκινητοδρόμους. Αν κάποιος τολμούσε- δειλά- να αναφέρει ότι δεν υπήρχαν χρήματα για την υλοποίηση αυτών των ενεργειών, ο δικτάτορας έδινε εντολή να τυπώσουν περισσότερα χαρτονομίσματα στο Εθνικό Τυπογραφείο.
Ηταν πολλοί οι μύθοι που κυκλοφορούσαν σχετικά με το πρόσωπο του τυράννου. Λένε ότι απολάμβανε να μαστιγώνει τους εχθρούς του με μαστίγιο από δέρμα ιπποπόταμου ή να προτείνει σε έναν μελλοθάνατο να ικετέψει για την επιείκειά του, προκειμένου να αποφύγει την εκτέλεση. Οι καταδικασμένοι έκλαιγαν, βογκούσαν και σέρνονταν μπροστά στον Αμίν, όμως στο τέλος κατέληγαν στην αγχόνη. Του άρεσε να ταπεινώνει τους ανθρώπους. Κάποτε υποχρέωσε μισή ντουζίνα δυτικούς επιχειρηματίες να τον μεταφέρουν επάνω σε φορητό κάθισμα στη διάρκεια μιας γιορτής. Στη συνέχεια έδωσε τις φωτογραφίες στη δημοσιότητα, για να αποδείξει «την υποταγή των λευκών στον Ιντι Αμίν Νταντά».
Μανίες, δοξασίες και πολλοί απόγονοι
Αλλες ιστορίες είναι πιο δύσκολο να στοιχειοθετηθούν. Γινόταν λόγος για τη μανία του Αμίν να τρώει το συκώτι των θυμάτων του, πεπεισμένος ότι έτσι θα εμπόδιζε το πνεύμα τους να επιστρέψει για να ζητήσει εκδίκηση. Ο δικτάτορας πίστευε με κλειστά τα μάτια κάθε δοξασία που έβγαινε από το στόμα των μάγων που είχε στην υπηρεσία του. Κάποιος από αυτούς του είπε ότι, αν ήθελε να μη σκοτωθεί σε κάποια απόπειρα, έπρεπε να έχει πάντα μαζί του έναν από τους μικρούς γιους του. Το είπε και έγινε: Πολύ συχνά έβλεπε κανείς τον Ιντι Αμίν να συνοδεύεται από κάποιο ταλαίπωρο πιτσιρίκι που λαγοκοιμόταν στις επίσημες τελετές, ντυμένο με στρατιωτικά ρούχα και φορτωμένο παράσημα. Για καλή τύχη του Αμίν, όταν ερχόταν η ώρα να πάρει μαζί του έναν γιο, είχε δυνατότητα επιλογής: Απόκτησε τουλάχιστον 40 απογόνους με τις πέντε συζύγους και τις 20 επίσημες ερωμένες του, χώρια τις γυναίκες που πέρασαν ευκαιριακά από το κρεβάτι του.
Η μοίρα των συζύγων του κάθε άλλο παρά ευχάριστη ήταν και μάλιστα, στην περίπτωση μιας από αυτές, κατέληξε σε τραγωδία. Οπως φαίνεται, ο Αμίν ζήτησε διαζύγιο από τις τρεις πρώτες συζύγους του- τις Μαλιάμου, Κέι και Νόρα- όταν έμαθε ότι δεν του ήταν πιστές. Η ζωή τους μετατράπηκε αμέσως σε εφιάλτη, αφού ο απατημένος σύζυγος και οι μπράβοι του δεν σταμάτησαν να τις ενοχλούν. Στο τέλος η Κέι βρέθηκε νεκρή και τεμαχισμένη στο πορτμπαγκάζ ενός αυτοκινήτου. Η Μαλιάμου και η Νόρα κατάφεραν να φύγουν από τη χώρα. Ο τύραννος είχε τότε πλέον αποκτήσει άλλες δύο συζύγους, τις Μαντίνα και Σάρα, που συχνά εμφανίζονταν με μελανιές τις οποίες απέδιδαν σε οικιακά ατυχήματα.
Ερωτοτροπώντας χωρίς αντίπαλο
Ο Αμίν κόμπαζε δημόσια για τον ανδρισμό του. Οποτε έβαζε στο μάτι μια γυναίκα, το πρώτο που έκανε ήταν να διατάξει να σκοτώσουν τον αρραβωνιαστικό ή τον σύζυγό της, ώστε στη συνέχεια να ξεκινήσει την ερωτοτροπία που μπορούσε να καταλήξει σε συναινετικές σεξουαλικές σχέσεις ή σε βιασμό. Το παράδειγμα διαδόθηκε ανάμεσα στους μπράβους του, που δεν άργησαν να μιμηθούν τις δικές του μεθόδους κατάκτησης: Επέλεγαν μια νεαρή, έβγαζαν από τη μέση τον πιθανό αντίπαλο, βίαζαν το θύμα. Ποτέ δεν υπήρχαν αντίποινα. Ακριβώς μια τέτοια περίπτωση έγινε αιτία να προκληθεί μία από τις σπάνιες δημόσιες διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης του Νταντά. Συνέβη το καλοκαίρι του 1976. Ενας φοιτητής του πανεπιστημίου, ο Πολ Σεβάνγκα, δολοφονήθηκε ενώ προσπαθούσε να εμποδίσει έναν αξιωματικό να βιάσει την κοπέλα του. Μερικές ημέρες αργότερα μια μάρτυρας του εγκλήματος βρέθηκε νεκρή. Οι φοιτητές βγήκαν στους δρόμους. Ο ίδιος ο Αμίν Νταντά συναντήθηκε με τον πρύτανη του πανεπιστημίου για να τον διαβεβαιώσει ότι θα γινόταν έρευνα για το συμβάν και θα τιμωρούνταν οι ένοχοι, «όμως», πρόσθεσε, «θα πρέπει να συγκρατήσουμε και αυτά τα παιδιά». Για το τι ακολούθησε υπάρχουν διάφορες εκδοχές. Εκατοντάδες φοιτητές συνελήφθησαν και βασανίστηκαν. Κάποιοι λένε ότι το θέμα τελείωσε εκεί, υπάρχουν όμως και αυτοί που ορκίζονται ότι η πανεπιστημιούπολη ήταν κατάσπαρτη από ακρωτηριασμένα πτώματα.
Το αιματηρό τέλος μιας αεροπειρατείας
Το ίδιο καλοκαίρι, του 1976, συνέβη κάτι που θα έπρεπε να έχει βάλει τον δυτικό κόσμο σε επιφυλακή κατά του τυράννου. Στις 28 Ιουνίου ένα αεροπλάνο της Αir France αναχώρησε από το Τελ Αβίβ με 300 επιβάτες, κατελήφθη από αντάρτες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης και υποχρεώθηκε να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο του Εντεμπε στην Ουγκάντα. Σκοπός τους ήταν να ανταλλάξουν τους ομήρους με 53 παλαιστίνιους κρατουμένους και είχαν επιλέξει τη χώρα του Ιντι Αμίν, γνωστού για τις αντισιωνιστικές ιδέες του, για να διεξαγάγουν τις διαπραγματεύσεις τους. Ακολούθησε πλήρες χάος. Οι όμηροι εγκαταστάθηκαν σε μια αίθουσα του αεροδρομίου. Μερικοί απελευθερώθηκαν, άλλοι μεταφέρθηκαν στο νοσοκομείο από όπου τους παρέδωσαν στις αντίστοιχες πρεσβείες. Τελικά οι ισραηλινές μυστικές υπηρεσίες κατέλαβαν το αεροδρόμιο βάζοντας τέλος στην απαγωγή, που κατέληξε στον θάνατο όλων των απαγωγέων, ενός ομήρου και δεκάδων στρατιωτικών της Ουγκάντας. Ο Ιντι Αμίν ξέσπασε οργισμένος όταν έμαθε ότι η ιστορία είχε τελειώσει άσχημα. Πληροφορούμενος μάλιστα ότι μια βρετανοϊσραηλινή όμηρος παρέμεινε σε ένα νοσοκομείο της Κεράλα, διέταξε να τη σύρουν έξω από την κλινική. Η γυναίκα, μια ηλικιωμένη που την έλεγαν Ντόρα Μπλοχ, δολοφονήθηκε. Ο φωτογράφος που διένειμε φωτογραφίες του αποτεφρωμένου σώματός της βρέθηκε και αυτός νεκρός σε ένα χαντάκι λίγες ημέρες αργότερα.
Ο κόσμος πλέον διέθετε αρκετά στοιχεία για να καταλάβει ποιος πραγματικά ήταν ο Ιντι Αμίν Νταντά. Κάποια από τα στοιχεία προήλθαν ακριβώς από το ντοκυμαντέρ που είχε γυρίσει το 1974 ο Μπάρμπετ Σρέντερ, που ο Αμίν είχε θελήσει να λογοκρίνει κατεπειγόντως. Σε μια σκηνή της ταινίας (που είχε φωτογράφο τον Νestor Αlmendros), ένας υπουργός επικρίνει ελαφρά τον ανώτατο αρχηγό του. Ο άνδρας αυτός βρέθηκε δολοφονημένος λίγες ημέρες αργότερα. Η ταινία δείχνει τον Νταντά να εξαπολύει άγριους μύδρους κατά των εβραίων εχθρών του, να παριστάνει ότι κατευθύνει την κατάληψη των Υψωμάτων του Γκολάν, να χορεύει, να χειρονομεί, ακόμη και να τρομοκρατεί κροκοδείλους σε έναν βούρκο. Οταν η ταινία παίχτηκε στην Ευρώπη, ο βρετανικός Τύπος έγραψε ότι ο Ιντι Αμίν ήταν «ο καλύτερος κωμικός μετά τον Γούντι Αλεν». Αυτό ήταν όλο. Ο κόσμος θεώρησε ότι εκείνος ο μαύρος γίγαντας ήταν ένας καραγκιόζης που μπορούσε κανείς να τον κοροϊδεύει. Ο αφρικανός Χίτλερ μπορούσε να κάνει ό,τι ήθελε, χωρίς καμία χώρα να καταδικάζει τις ενέργειές του. Ενώ ο δυτικός πολιτισμός ανατρίχιαζε μπροστά στην κατάχρηση εξουσίας στις δικτατορίες του Φράνκο, του Πινοσέτ ή του Ολιβέιρα Σαλαζάρ, ενώ χιλιάδες κόσμου έβγαιναν στους δρόμους για να καταγγείλουν τα βασανιστήρια και τις δολοφονίες στα απολυταρχικά καθεστώτα της Ευρώπης και της Λατινικής Αμερικής, το μόνο που προκαλούσε ο Ιντι Αμίν Νταντά ήταν καλαμπούρια. Μόλις το 1977 οι χώρες της Κοινοπολιτείας υπέγραψαν στο Λονδίνο ένα έγγραφο όπου καταδίκαζαν επίσημα την κυβέρνηση του Ιντι Αμίν. Ενας τέως πρεσβευτής των ΗΠΑ στην Ουγκάντα, ο καθηγητής Τόμας Μελάντι, εξομολογήθηκε σε ένα βιβλίο ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν έδωσε την παραμικρή προσοχή στις προειδοποιήσεις του σχετικά με την κατάσταση στη χώρα. Η μόνη φορά που η Ουάσιγκτον επέπληξε τον Νταντά ήταν όταν επέκρινε τον βομβαρδισμό του Βιετνάμ επί Νίξον. Και βέβαια, όταν ξέσπασε το σκάνδαλο που οδήγησε τον αμερικανό πρόεδρο στην παραίτηση, ο Αμίν τού έστειλε ένα τηλεγράφημα όπου του ευχόταν «ταχεία ανάρρωση του Γουοτεργκέιτ». Τα τηλεγραφήματα του δικτάτορα είναι άξια για ένα χωριστό κεφάλαιο στην ανθολογία του παραλόγου, όπως εκείνο που έστειλε στον πρόεδρο Τζέραλντ Φορντ που άρχιζε με τα λόγια «Σε αγαπώ» και τελείωνε ζητώντας του να παραιτηθεί για να βάλει «έναν μαύρο» στη θέση του. Ο Ιντι Αμίν παρέμεινε στην εξουσία ως τον Ιανουάριο του 1979, λίγους μήνες μετά την παραβίαση των συνόρων με την Τανζανία από τον στρατό της Ουγκάντας, που προκάλεσε την εισβολή των τανζανικών στρατευμάτων στη χώρα. Ο Νταντά ζήτησε άσυλο πρώτα στη Λιβύη, έπειτα στο Ιράκ και τέλος εγκαταστάθηκε στη Σαουδική Αραβία. Προς καταισχύνη της διεθνούς κοινότητας, ο Ιντι Αμίν έζησε ήρεμα στην εξορία, μαζί με τα πάνω από 30 παιδιά του και τις δύο νόμιμες συζύγους του. Τίποτε δεν τάραξε τα γεράματά του και πέθανε 78 ετών από μια πνευμονική λοίμωξη σε ένα νοσοκομείο της Τζέντα. Ποτέ δεν λογοδότησε για τα εγκλήματά του, ποτέ δεν κάθησε στο εδώλιο, ποτέ δεν δικάστηκε. Η εξορία υπήρξε η μοναδική του τιμωρία, και θα ήταν δύσκολο για έναν αγριάνθρωπο σαν κι αυτόν να συνειδητοποιήσει με σαφήνεια τι σημαίνει για έναν άνθρωπο η κατάσταση του απάτριδος.
Αφησε 300.000 πτώματα
Οταν οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση του θανάτου του, στις 18 Αυγούστου του 2003, πολλοί δεν θυμούνταν τον Ιντι Αμίν. Και η αναπόφευκτη ερώτηση είναι: Θα ξεχνούσαμε τόσο γρήγορα τον Πινοτσέτ, τον Τσαουσέσκου ή τον Κάραζιτς; Οι ηθικές μας αξίες θίγονται με τις φρικαλεότητες που διαπράχθηκαν υπό την αιγίδα του Χίτλερ ή του Στάλιν, όμως η στάση της Δύσης διαφέρει όταν είναι η Αφρική το θέατρο κρατικών εγκλημάτων. Ο Ιντι Αμίν άφησε στην Ουγκάντα 300.000 πτώματα και τη χώρα κατεστραμμένη, όμως σήμερα πολλοί είναι αυτοί που τον θυμούνται ως έναν καραγκιόζη που πρωταγωνιστούσε σε ένα ντοκυμαντέρ ξεκαρδιστικό, που γελούσε ξέφρενα, χόρευε γύρω από τη φωτιά και τρομοκρατούσε τους ίδιους εκείνους κροκοδείλους που καταβρόχθιζαν τα πτώματα των θυμάτων του στο δικό του βασίλειο του τρόμου.