Ο μοναδικός μηχανικός θόρυβος που ακούς φθάνοντας στο Γκορέ είναι η μηχανή του φεριμπότ. Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα στο νησί, μόνο ο ρυθμικός ήχος των κυμάτων που σπάζουν. Ο αέρας αντηχεί από πλήθος φωνές, γέλια και λέξεις στα γαλλικά και στην αφρικανική γλώσσα ουόλοφ, από τις τραγουδιστές φωνές των πωλητριών, από το διαρκές πλατσούρισμα κάποιων λουομένων και τις ξαφνικές βουτιές, καθώς και από τα βιαστικά βήματα πάνω στην προκυμαία εκείνων που βιάζονται για να προλάβουν το φεριμπότ για να επιστρέψουν στο Ντακάρ με το πλοίο αυτό που μοιάζει με δημόσια πλατεία: μέρος όπου συγκεντρώνονται όλοι, όπου οι περίπου χίλιοι κάτοικοι του νησιού αναζητούν ο ένας τον άλλον και πάντα συναντώνται.
Πριν από λίγο στο κατάστρωμα ηχούσε η φωνή της Αντα Γκέγε, 11 χρόνων, που έχει το ίδιο επώνυμο με μια διάσημη προσωπικότητα της χώρας, τον Λαμινέ Γκέγε, έναν από τους πρώτους νέγρους αφρικανούς δημάρχους και δικηγόρους στις αρχές του 20ού αιώνα, όταν ακόμη η Σενεγάλη ήταν γαλλική και ξεκινούσε τον αγώνα της για χώρο και ελευθερία. Η Αντα το ξέρει: το έμαθε στην ιστορία. Ξέρει επίσης τι συμβολίζει το Γκορέ. Ξέρει και τι θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει. Το λέει μεγαλόφωνα: «Πρόεδρος της Δημοκρατίας».
Ακούγεται ένα ξέσπασμα γέλιων εν χορώ. Η ευτυχία ξεχειλίζει από τα στόματα και τα μεγάλα μάτια των συμμαθητών της. Η πέμπτη τάξη πάει σήμερα την παραδοσιακή εκδρομή στο τέλος της χρονιάς: από το Ντακάρ στο Γκορέ. Από τη χαοτική, νεαρή πρωτεύουσα της Σενεγάλης (ιδρύθηκε το 1857) στην ήρεμη τουριστική γωνιά, με αιώνες ιστορίας, διάσημη επειδή υπήρξε, από τότε που πάτησαν το πόδι τους εδώ οι Πορτογάλοι, το 1444, στρατιωτική βάση και πλούσια αποθήκη σκλάβων. Αυτός «ο τόπος δίχως επιστροφή», όπου, όπως λένε, οι αιχμάλωτοι έβλεπαν για τελευταία φορά τον ορίζοντα της γενέθλιας γης τους.
Το Γκορέ ήταν ένα λιμάνι δουλεμπορίου στην ακτή της Δυτικής Αφρικής- άλλα πολυσύχναστα λιμάνια ήταν το Σεν Λουί, στις εκβολές του ποταμού Σενεγάλη, και το Τζέιμς Φορτ, στην Γκάμπια-, από το οποίο υπολογίζεται ότι έφυγαν αιχμάλωτοι χιλιάδες άνθρωποι σε πλοία με κυβερνήτες τους Τζον Χόκινς, Φράνσις Ντρέικ και Τζον Νιούτον, οι οποίοι έγιναν αργότερα θρυλικοί χάρη στις ταινίες με θαλασσινούς και πειρατές. Ολοι τους υπήρξαν πρωταγωνιστές σε μια πολυτάραχη ιστορία. Ο Νιούτον, π.χ., έκανε περιουσία στον κόλπο της Γουινέας και έγινε αργότερα ένθερμος υποστηρικτής της κατάργησης της δουλείας: έγραψε ακόμη και ένα βιβλίο στο οποίο ζητούσε συγγνώμη για τις πράξεις του την εποχή που ήταν αδίστακτος έμπορος.
Το δουλεμπόριο ήταν πολύ προσοδοφόρα επιχείρηση για τους Ευρωπαίους. Και όχι μόνο για τους ναυτικούς. Το άσκησαν πολλοί, από πολλές εθνικότητες και επαγγέλματα, για τέσσερις αιώνες: βασιλείς, πολιτικοί και ιεραπόστολοι, ιδιώτες και εταιρείες, άνθρωποι πετυχημένοι και με καλή φήμη που πλούτισαν με το δουλεμπόριο. Μια πρακτική με την οποία ασχολούνταν ήδη οι ίδιοι οι Αφρικανοί πριν από αιώνες και που οι Ευρωπαίοι τη μετέτρεψαν σε μια αναβαθμισμένη και αποδοτική επιχείρηση, μία από τις πλέον οργανωμένες και συστηματοποιημένες οικονομικές δραστηριότητες της προβιομηχανικής εποχής, σύμφωνα με τον ιστορικό Χέρμπερτ Κλάιν στο βιβλίο του Τhe atlantic trade slave (Το δουλεμπόριο στον Ατλαντικό): απαιτούσε άδειες, αρχεία, προετοιμασία και εφοδιασμό των πλοίων, συνενοχή των πληρωμάτων και πράκτορες στην ξηρά για την αιχμαλώτιση και την πώληση, ως και γιατρούς για να ελέγχουν την καλή υγεία του εμπορεύματος… Υπήρξαν πάπες, όπως ο Νικόλαος Ε΄, που έδωσαν την ευλογία τους και κράτη που επιστατούσαν στην επιχείρηση. Στην Ισπανία ήταν μονοπώλιο: το Στέμμα εισέπραττε το λεγόμενο δικαίωμα εισόδου (derecho de asiento) για την «εισαγωγή του εμπορεύματος» στις αποικίες της. Για τους σκλάβους το κατέβαλλαν Γενοβέζοι, Πορτογάλοι, Ολλανδοί, Γάλλοι, Βρετανοί… Η South Sea Company, π.χ., τον 18ο αιώνα, υποσχόταν ότι θα έστελνε στην Αμερική 144.000
νέγρους σε 30 χρόνια, με ρυθμό 4.800 ανά έτος. Είναι στοιχείο που έχει καταγραφεί.
Σήμερα έχουν περάσει πλέον δύο αιώνες από το 1807 που καταργήθηκε το δουλεμπόριο από τους ίδιους τους Βρετανούς, οι οποίοι με τόση ζέση είχαν συμμετάσχει σε αυτό. Ο στόλος τους ασχολήθηκε στη συνέχεια με τον έλεγχο των θαλασσών κυνηγώντας τα πλοία με παράνομο φορτίο και με το να εποικεί πόλεις με πρώην σκλάβους, όπως το Φριτάουν, στη Σιέρα Λεόνε, που είχε ιδρυθεί ήδη από τους υπερμάχους της κατάργησης της δουλείας το 1787. Μόνο από το 1810 ως το 1848 κατέσχεσαν 1.653 πλοία και απελευθέρωσαν πάνω από 200.000 Αφρικανούς. Ως το οριστικό τέλος της δουλείας το 1869 (οι Πορτογάλοι ήταν εκείνη την ημερομηνία οι τελευταίοι στην Ευρώπη και οι Βραζιλιάνοι, το 1888, στην Αμερική) το δουλεμπόριο επιβίωνε πεισματικά, παρά τις αντιδράσεις των ευρωπαίων διανοουμένων και τις εξεγέρσεις στις αποικίες και παρά το ότι ήδη το 1804 η Αϊτή είχε ανακηρυχθεί η πρώτη ανεξάρτητη δημοκρατία των μαύρων. Στην ηπειρωτική Ισπανία, ακόμη και το 1896, ο συντηρητικός Κάνοβας ντελ Καστίγιο δήλωνε: «Πιστεύω ότι η δουλεία ήταν για αυτούς [τους σκλάβους] πολύ καλύτερη από αυτή την ελευθερία την οποία έχουν εκμεταλλευτεί μόνο για να μην κάνουν τίποτα και να σχηματίζουν στρατιές ανέργων».
Σήμερα το μοναδικό μεγάλο πλοίο που πλησιάζει τακτικά το Γκορέ είναι αυτό που τώρα πιάνει στο λιμάνι, αν και από μακριά φαίνονται τα φορτηγά πλοία του λιμανιού του Ντακάρ και μπορεί να διακρίνει κανείς τα περιπολικά της Frontex (Ευρωπαϊκή Εταιρεία Συνόρων) να κυνηγάνε αυτά τα κανό που πρωταγωνιστούν κάθε λίγο και λιγάκι στις ειδήσεις στην τηλεόραση. Χιλιάδες κάτοικοι της Υποσαχάριας Αφρικής ανοίγονται στη θάλασσα από αυτές τις ακτές, τις ίδιες με τότε, προς αναζήτηση της Ευρώπης. Με τη θέλησή τους;
Η Μαρία, που πουλάει κοσμήματα, μας προειδοποιεί ενώ είμαστε ήδη στο κατάστρωμα, ενώ αρχίζει το απαραίτητο κουβεντολόι για να πλασάρει την πραμάτεια της σε κάποιον δυτικό πελάτη:
– Πας να επισκεφθείς τον δήμαρχο του Γκορέ; Μα είναι εδώ πέρα, πάνω στο πλοίο…
Φυσικά. Το φεριμπότ, το σαλόνι των μεγάλων συναντήσεων.
Να ΄τος. Ο Ογκιστέν Ε. Σενγκόρ συνοδεύει έναν επίσημο επισκέπτη, από τους πολλούς που συνηθίζουν να έρχονται στο νησί. Από το Γκορέ πέρασε ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ το 1992 για να κάνει παρακλήσεις «για να συγχωρήσουν οι ουρανοί το αμάρτημα της δουλείας που διέπραξε ο άνθρωπος ενάντια στον άνθρωπο και ενάντια στον Θεό». Το 2003 ήρθε ο αμερικανός πρόεδρος Τζορτζ Μπους και είπε χωρίς να ζητήσει συγχώρεση (πράγμα που έκαναν με σεμνότητα ο Μπλερ και ο Σιράκ εν ονόματι του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας): «Σε αυτόν τον τόπο η ελευθερία και η ζωή ξεπουλήθηκαν». Εδώ αποβιβάστηκαν πολλοί ηγέτες κρατών, όπως ο Μαντέλα, ο Κλίντον και πρόσφατα ο ισπανός πρόεδρος Θαπατέρο (τον Δεκέμβριο του 2006, στο πρώτο του ταξίδι στην Υποσαχάρια Αφρική), ο οποίος στηλίτευσε την «ιστορική αδικία» και αναφέρθηκε σε εκείνη την εποχή ως «μία από τις πιο μελανές της ανθρωπότητας».
Με τη θέλησή τους; επαναλαμβάνει την ερώτηση ο δήμαρχος ακουμπισμένος στην κουπαστή του φεριμπότ.
Το Γκορέ βρίσκεται ήδη εκεί απέναντι: ένα νησάκι μισοκρυμμένο από την αχλύ, ένα μεσογειακό χωριουδάκι με αποικιακού στυλ σπίτια, ένα κάστρο ψηλά σε έναν λόφο, το κυκλικό στρατιωτικό φρούριο με παραθυράκια για τα κανόνια, ο όρμος, η παραλία με αγκυροβολημένα κανό, η ακτή από βασάλτη, με πινελιές πράσινου εδώ και ΄κεί από τους φοίνικες και τις βουκαμβίλιες…
– Οχι. Σπρωγμένοι από μια ανεργία που αγγίζει το 40%, από την έλλειψη προοπτικής, μέλλοντος… Αρκεί να δείτε τους δρόμους του Ντακάρ: είναι γεμάτοι από πλήθος νέων που δεν έχουν τι να κάνουν σήμερα, δεν έχουν τι να κάνουν αύριο. Μια χώρα, λέει, από τις λίγες της Αφρικής που υπήρξαν και εξακολουθούν να έχουν σταθερή δημοκρατία, από την ανεξαρτησία τους από τη Γαλλία το 1960, με παγιωμένους συνταγματικούς θεσμούς και λίγους κατοίκους (13 εκατομμύρια), που καταλαμβάνει όμως μια πολύ χαμηλή θέση στον δείκτη ανθρώπινης ανάπτυξης, την 156η σε 178 χώρες. Ο δήμαρχος ετοιμάζεται να αποβιβαστεί αλλά προηγουμένως μας προειδοποιεί για αυτόν τον φαύλο κύκλο που δημιουργούν όσοι «φεύγουν»: «Τηλεφωνούν στους υπολοίπους από την Ισπανία ή απ΄ όπου αλλού βρίσκονται στην Ευρώπη και λένε πως τα πράγματα πάνε θαυμάσια. Παραλείπουν τα υπόλοιπα, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν επειδή δεν έχουν χαρτιά, το ότι δεν είναι καν πολίτες, τις συνθήκες εκμετάλλευσης υπό τις οποίες εργάζονται οι περισσότεροι». Για να μη μιλήσουμε για τους νεκρούς: πάνω από 1.000, απ΄ όσο είναι γνωστό (για τους εξαφανισμένους δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία), μόνο το 2006.
Η Αντα έχει ακούσει να μιλάνε για όλα αυτά. Εδώ είναι το αγαπημένο καθημερινό θέμα όλων, αλλά αυτή δεν κάνει κανένα σχόλιο. Πολύ νωρίς, λόγω ηλικίας. Πολύ αργά για να τη ρωτήσουμε, γιατί εκείνη και οι υπόλοιποι μαθητές ενθουσιάζονται με την παραλία, σηκώνονται και φεύγουν. Και ξεφωνίζουν χωρίς σταματημό συνθέτοντας μια συμφωνία από διαλόγους ανάκατους με τον θόρυβο της μηχανής του πλοίου, τα βιντεοκλίπ που παίζουν οι τηλεοράσεις του καταστρώματος, τα επίμονα κύματα, τα κλικ των φωτογραφικών μηχανών των τουριστών, θα έλεγες ακόμη τις σταγόνες του ιδρώτα που γλιστρούν στα μέτωπα των επιβατών, ντόπιων και μη, που νιώθουν όλοι να ζεσταίνονται λόγω της υπερβολικής υγρασίας.
Πριν από αιώνες η ζέστη θα πρέπει να ήταν η ίδια… αλλά τι ήχοι ακούγονταν άραγε στο νησί Γκορέ τότε; Το κροτάλισμα των αλυσίδων μέσα στην ηρεμία της νύχτας; Εφταναν οι απελπισμένες κραυγές των καταδίκων ως την άλλη πλευρά της θάλασσας; Πονούσαν και φώναζαν ή σώπαιναν; Εκλιπαρούσαν άραγε τους θεούς τους να τους ελευθερώσουν; Ενιωσε άραγε κανείς Ευρωπαίος, έστω και μια φορά, κάποια συγκίνηση;
Δεν υπάρχουν ηχητικά ντοκουμέντα για όλα αυτά. Εκείνο που υπάρχει είναι πολλές γραπτές μαρτυρίες για τις περιοδείες και τις προσπάθειες που έκαναν σε ολόκληρη την επικράτεια της χώρας τους οι βρετανοί υπέρμαχοι της κατάργησης της δουλείας. Ο πιο γνωστός, ο συντηρητικός Γουίλιαμ Γουίλμπερφορς (στο Χαλ, τον τόπο του, στο Γιορκσάιρ, γιόρτασαν με πολλές εκδηλώσεις τα 200 χρόνια από την κατάργηση της δουλείας), αλλά και ο Τόμας Κλάρκσον, ο Τζέιμς Ράμσεϊ, ο Γκράνβιλ ή κουάκεροι όπως η Ελίζαμπεθ Χέιρικ, οι οποίοι προσπαθούσαν να πετύχουν την υποστήριξη των συμπολιτών τους, να τους πείσουν ότι η Αφρική δεν ήταν μόνο, όπως θα έλεγε ο βασιλιάς Λεοπόλδος του Βελγίου, «αυτό το έξοχο γλύκισμα», ότι οι Αφρικανοί δεν ήταν «άγριοι χωρίς ψυχή», όπως τους περιέγραφαν κάποιοι επιστήμονες της εποχής, θεωρία την οποία ενστερνίζονταν με μεγάλη τους χαρά οι μεγιστάνες του δουλεμπορίου της χώρας (ο λόρδος Ελντον, ο λόρδος Χόκσμπερι, ο Γουεστμόρλαντ…).
Επτά φορές προσπάθησαν να εφαρμόσουν τον νόμο για την κατάργηση της δουλείας. Το κατάφεραν το 1807. Η Αγγλία έγινε έτσι πρωτοπόρος, μετά τη Γαλλία, η οποία έκανε την πρώτη προσωρινή απόπειρα το 1794, υπό την πίεση της Επανάστασης και των Διαφωτιστών («Ο άνθρωπος είναι ένα ον που αισθάνεται, συλλογίζεται, σκέπτεται και ζει ελεύθερα πάνω στη Γη» έλεγε η Εγκυκλοπαίδεια του Ντιντερό και του Ντ΄ Αλαμπέρ) και την οριστική το 1848. Τα αδιάκοπα ταξίδια των δουλεμπορικών πλοίων ξερίζωσαν 12 εκατομμύρια (τόσοι επέζησαν από το υπερατλαντικό ταξίδι) άντρες, γυναίκες και παιδιά από τον τόπο καταγωγής τους μόνο σε αυτή τη διαδρομή του Ατλαντικού, αλλά υπήρχαν και άλλοι τρεις δρόμοι εν ενεργεία (μέσω της Σαχάρας, από την ανατολική ακτή του Ινδικού και από την Ερυθρά Θάλασσα) ως τον Βορρά της Αφρικής και της Ασίας από τον 7ο αιώνα και μετά. Το δουλεμπόριο μέσω του Ατλαντικού ξεκίνησε με πρωτοβουλία των Πορτογάλων (μετέφεραν 1.441 Αφρικανούς στην Ευρώπη ως δώρο προς τον Ερρίκο τον Θαλασσοπόρο) και απογειώθηκε με τη μεγάλη ζήτηση εργατικής δύναμης στα αμερικανικά εδάφη που ανακαλύφθηκαν από τον Κολόμβο το 1492. Ηχεί ειρωνικά αλλά τον 16ο αιώνα ο δομινικανός ιερέας Μπαρτολομέ ντε λας Κάσας, πρωτοπόρος της υπεράσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, τάχθηκε αρχικά υπέρ της μαζικής εκμετάλλευσης των Αφρικανών αποσκοπώντας στην προστασία των Ινδιάνων. «Πίστευα ότι οι νέγροι ήταν πιο ανθεκτικοί από τους Ινδιάνους, που τους έβλεπα να πεθαίνουν στους δρόμους, και προσπαθούσα να αποτρέψω με μια μικρότερη δυστυχία μια μεγαλύτερη… Σφάλμα και αμάρτημα ασυγχώρητο, που ήταν ενάντια σε κάθε νόμο και κάθε πίστη. Στην πραγματικότητα άξιζε μεγάλη καταδίκη το κυνήγι των νέγρων στις ακτές της Γουινέας, σαν να ήταν άγρια ζώα, που τους έβαζαν στα πλοία, τους μετέφεραν στις Δυτικές Ινδίες και εκεί τους πουλούσαν, πράγμα που γινόταν κάθε μέρα και κάθε στιγμή» έγραψε μετανιωμένος. Το διηγείται ο ξεναγός του κτιρίου του Γκορέ που επισκέπτονται οι περισσότεροι τουρίστες, του Σπιτιού των Σκλάβων, μπροστά στην είσοδο και τη λαξευμένη στον βράχο αποβάθρα από όπου, διαβεβαιώνει, απλωνόταν μια σκάλα από φοινικιά ως τα δουλεμπορικά πλοία. «Ολη η ακτή, η Γκάνα, η Νιγηρία, ήταν γεμάτες από σημεία εκτόπισης νέγρων. Και οι απελεύθεροι σκλάβοι συνεργάζονταν με τους δουλεμπόρους. Νέγροι εναντίον νέγρων, Αφρικανοί που κυνηγούσαν Αφρικανούς στα χωριά στο εσωτερικό, φυλές εναντίον άλλων φυλών…». Η αιτία για πολλούς πολέμους.
Μια ατέλειωτη αλυσίδα. Από τον λευκό έμπορο ως τους σκλάβους που είχαν στην κατοχή τους σκλάβους. Αυτό το πιστοποιεί στις αναφορές του, που μοιάζουν σχεδόν με απογραφή, ο φυσιοδίφης Μισέλ Αντανσόν, κάτοικος του νησιού τον 18ο αιώνα, την εποχή που το νησί βρισκόταν στην ακμή του, όταν ο πληθυσμός πλησίαζε τους 5.000 κατοίκους: «Μαρί-Τερέζ, μιγάδα, 34 χρόνων, 20 σκλάβοι, Κάτι Λουέτ, μιγάδα, 45 χρόνων, 10 σκλάβοι, Γκράσια, μαύρη, 35 χρόνων, 12 σκλάβοι…». Γυναίκες ισχυρές οι γυναίκες του Γκορέ. Signoras παντρεμένες με ευρωπαίους στρατιωτικούς, το πρώτο σκαλοπάτι μεγάλων μεικτών οικογενειών.
Η ημέρα προχωρεί και η θάλασσα μας φέρνει τις ενθουσιασμένες κραυγές των εφήβων που παίζουν μπάλα δίπλα στο Δημαρχείο, τα γέλια των γυναικών που πλένουν πιάτα στη βρύση, τις φωνές των τουριστών σε διάφορες γλώσσες, εκείνες των σερβιτόρων που διαβάζουν τα μενού, των πωλητριών που γίνονται κολλητές σου προτού καλά καλά ανοιγοκλείσουν τους υπαίθριους πάγκους τους… Και ο αναστεναγμός του φεριμπότ που καλεί τους επιβάτες για την επιστροφή.
Οι λουόμενοι μαζεύουν τα υπάρχοντά τους. Ομπρέλες και αιώρες διπλώνουν πάνω στα τείχη του Φορ ντ΄ Εστρέ, ενός κυκλικού οχυρού, στο οποίο παλιά ξεπρόβαλλαν απειλητικά τα κανόνια και όπου σήμερα στεγάζεται το Ιστορικό Μουσείο του ΙFΑΝ (Γαλλικό Ινστιτούτο της Μαύρης Αφρικής). Στις σκοτεινές τοξωτές αίθουσές του φθαρμένα ταμπλό εξιστορούν την ιστορία του Γκορέ από τις απαρχές του. Υπάρχουν επίσης φωτογραφίες μεταλλικών χειροπεδών με διάφορες μορφές στερέωσης και όμορφα σχέδια με πενάκι που δείχνουν αλυσοδεμένους αστραγάλους, κορμιά στοιβαγμένα στα πλοία, κυνήγι ανθρώπων, ανταρσίες εν πλω, αρρώστους που τους πετάνε στη θάλασσα, γυναίκες που κλαίνε στην όχθη για τον χαμό των δικών τους…
Το Γκορέ φέρνει στον νου τις συνθήκες στις οποίες έζησαν παλιά εκατομμύρια άνθρωποι. Παρόμοιες με αυτές στις οποίες ζουν σήμερα 27 εκατομμύρια σε όλον τον κόσμο που χρησιμοποιούνται ως εργατική δύναμη, στη βιομηχανία του σεξ, ως στρατιώτες… Σκλάβοι του 21ου αιώνα. Αρκεί να διαβάσουμε την αμερικανική αναφορά Τrafficking in persons 2007 για να διαπιστώσουμε ότι αυτό που συμβολίζει αυτό το νησί δεν είναι παρελθόν.
Από την προκυμαία φαίνεται η Αντα Γκέγε καθώς ανεβαίνει στο φεριμπότ. Γυρίζει σπίτι. ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΠΟΥ ΑΝΤΑΛΛΑΣΣΟΝΤΑΝ ΜΕ ΖΑΧΑΡΗ ΚΑΙ ΚΑΦΕ
Τα λιμάνια του Λίβερπουλ και του Μπρίστολ (Αγγλία), της Νάντης και της Χάβρης (Γαλλία), του Μίντελμπουργκ και του Αμστερνταμ (Κάτω Χώρες) ήταν αυτά που πιο πολύ στηρίχθηκαν και πλούτισαν χάρη σε εκείνο το τεράστιο υπερατλαντικό εμπόριο που ονομάζουντριγωνικό:τα ευρωπαϊκά προϊόντα μεταφέρονταν στην Αφρική, η εργατική δύναμη των σκλάβων μεταφερόταν από εκεί στην Αμερική και, αφού πουλούσαν τους σκλάβους, αγόραζαν και μετέφεραν καφέ, ζάχαρη και βαμβάκι πίσω στην Ευρώπη. «Ας πάρουμε ως μέσο όρο περίπου 150 άτομα ανά φορτίο. Ετσι ήταν απαραίτητα τουλάχιστον 80.000 πλοία για να μεταφέρουν αυτή τη μάζα εκατομμυρίων σκλάβων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού» γράφει η ελβετίδα ερευνήτρια Ιζαμπέλ Ογκέτ, η οποία ακολούθησε τα ίχνη αυτού του εμπορίου σε ναυτικά μουσεία, όπως το Μουσείο του Σαλόρζ, στη Νάντη (Γαλλία), ή μουσεία αφιερωμένα στη δουλεία και στην κατάργησή της, όπως το Wilberforce Ηouse, στο Χαλ (www. wilberforce2007. com). Από τα 12 εκατομμύρια Αφρικανών που έφθασαν ζωντανοί στις αποικίες στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού το μεγαλύτερο μέρος τροφοδότησε την Κεντρική και Νότια Αμερική. Η Βραζιλία υποδέχθηκε τέσσερα εκατομμύρια. Οι ΗΠΑ μόνο το 5%: με ένα ολλανδικό δουλεμπορικό πλοίο ξεκίνησε το δουλεμπόριο, το 1619, όταν έπιασε στο Τζεϊμστάουν, στη Βιρτζίνια, και παράλληλα η ιστορία των Αφροαμερικανών στη χώρα. Οι ιστορικοί διαφωνούν επάνω στον αριθμό των σκλάβων που ανέβηκαν στα πλοία στο Γκορέ, αν ήταν δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες, ένα εκατομμύριο… «Το ίδιο κάνει. Από εδώ ξεκίνησαν, από αυτές τις ακτές. Οι έμποροι το μόνο που έκαναν ήταν να περιμένουν καθισμένοι στο Ποντόρ, στο Ματάμ, στο Σάλι, στο Ζιφίρ… και εκεί είχαν διαθέσιμο το φορτίο τους, στην ώρα του. Εχουν σβηστεί όλα σχεδόν τα ίχνη για το πώς ήταν κάποτε αυτά τα εδάφη. Μόνο το Γκορέ διατηρείται ως μαρτυρία» λέει ο δήμαρχος του νησιού.