Η Γκράντολα και η Επανάσταση των Γαριφάλων
Ενα τραγούδι έδωσε το σύνθημα για την έναρξη της επανάστασης των πορτογάλων στρατιωτικών που έβαλε τέλος στη δικτατορία του Σαλαζάρ. Ηταν 00.20 της 25ης Απριλίου του 1974, όταν από το ραδιόφωνο ακούστηκε το Γκράντολα, βίλα μορένα που έμεινε στην ιστορία ως σύμβολο της αποκατάστασης της Δημοκρατίας στη γείτονα χώρα.
Γκράντολα, πόλη σκούρα, Γη της αδελφοσύνης, Ο λαός είναι αυτός που προστάζει Μέσα σε σένα, πόλη Σε κάθε γωνιά κι από ένας φίλος Σε κάθε πρόσωπο, ισότητα, Γκράντολα, πόλη σκούρα, Γη της αδελφοσύνης.
Τη νύχτα της 17ης Μαΐου του 1964 ο Ζοζέ Αφόνσο έπαιξε στη Sociedade Μusical Fraternidad Οperαria Grandolense, γνωστότερη στην πόλη Αλεντέζο ως Μϊsica Velha. Ο Ζέκα Αφόνσο ήταν ένας ταπεινός δάσκαλος που μάθαινε τους μαθητές του «να απειθαρχούν», αλλά για χρόνια επισκεπτόταν τις συλλογικότητες στον νότο του ποταμού Τάγου στην Πορτογαλία ως τραγουδιστής και ως αντιστασιακός. Ποιητής και μουσικός, έχοντας μπει πια στα τριάντα (γεννήθηκε στο Αβέιρο το 1929), είχε αποφοιτήσει ένα χρόνο πριν από τη σχολή Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Κοΐμπρα, γράφοντας τη διπλωματική του εργασία πάνω στον Σαρτρ, είχε παντρευτεί μια μοδίστρα που την έλεγαν Αμάλια, είχε αποκτήσει δύο παιδιά και είχε ζήσει την μποέμ ατμόσφαιρα των παραδοσιακών φάντος (μόνο για άνδρες) της Κοΐμπρα. Εκείνο το βράδυ στην Γκράντολα η ζωή του άλλαξε για πάντα. Το ακροατήριο αποτελούνταν από κόσμο απλό και φτωχό που διψούσε για κουλτούρα. Χωρικοί, εργάτες φελλού, χειρώνακτες, γυναίκες, ερασιτέχνες μουσικοί, παράνομοι ηγέτες του Κομμουνιστικού Κόμματος. Εκεί ήταν και ο θρυλικός κιθαρίστας της Κοΐμπρα Κάρλος Παρέδες, άγνωστος στον Ζέκα, ο οποίος έμεινε άφωνος με «το τι κάνει εκείνος ο τύπος με την κιθάρα», όπως έγραψε αργότερα σ΄ ένα γράμμα στους γονείς του.
Εκτός όμως από τον ταλαντούχο μουσικό, ο Ζέκα εντυπωσιάστηκε με τον κόσμο και το μέρος: «Μ΄ εντυπωσίασε αυτό το σκοτεινό, σχεδόν αδόμητο μέρος, η βιβλιοθήκη του με σαφή επαναστατικό προσανατολισμό, η γενικευμένη και απ΄ όλα τα μέλη αποδεκτή πειθαρχία, γεγονός που μαρτυρούσε ισχυρή πολιτική συνείδηση και μεγάλη πολιτική ωριμότητα». Δέκα χρόνια μετά ξέσπασε στην Πορτογαλία η αντιφασιστική επανάσταση και η αδελφότητα της Γκράντολα βρήκε αθόρυβα τη θέση της μια για πάντα στη συλλογική μνήμη του μισού πλανήτη.
Ο Ζοζέ Σαραμάγκου (Αζινιάγκα, 1922) ήταν τότε ένας ακόμη κομμουνιστής, γι΄ αυτό και είχε παρευρεθεί στη συναυλία της Γκράντολα. «Δεν ήμουν ούτε διάσημος ούτε τίποτα, έγραφα σ΄ εφημερίδες και είχα εκδώσει ένα μόνο βιβλίο» εξηγεί. Οπως και ο Ζέκα, ο Σαραμάγκου επισκεπτόταν τις συλλογικότητες του πορτογαλικού νότου. Αλλά μιλούσε και άκουγε. «Στις δεκαετίες του εξήντα και του εβδομήντα δεν ονομάζονταν συνελεύσεις, αλλά αποκαλούνταν επιδεικτικά συνεδριάσεις διαφώτισης. Ηταν διάλογοι με τον κόσμο. Αν υπήρχαν πολλοί κομμουνιστές, μιλούσαμε με απόλυτη ειλικρίνεια, ενώ, όταν υπήρχε κόσμος που δεν ήταν του κόμματος, μιλούσαμε με μισόλογα. Δεν διακινδυνεύαμε πολύ, αν και μερικές φορές ερχόταν η αστυνομία και διέλυε τις συνελεύσεις. Εχω μια ανεκτίμητη ανάμνηση από εκείνα τα μέρη. Οι μητέρες κουβαλούσαν μαζί τους τα παιδιά και τα θήλαζαν επιτόπου… Εκείνος ο απαίδευτος κόσμος μάθαινε πολλά πράγματα σε μας τους μορφωμένους. Σ΄ εκείνους τους ανθρώπους, πέρα από την κουλτούρα, έλειπαν τα πάντα, αλλά τα πάντα τους ενδιέφεραν. Ηταν μια δίκαιη ανταλλαγή. Εκείνη την εποχή ήμασταν όλοι πολύ καλοί. Η ποιότητα εκείνου του κόσμου ήταν μοναδική. Η χώρα εκείνη δεν προοιωνιζόταν τη χώρα που έχουμε τώρα».
Γιος ενός δικαστή, ο οποίος έκανε την καριέρα του στις πορτογαλικές αποικίες της Αφρικής και της Ασίας (Α. Τιμόρ), ο Αφόνσο κυκλοφόρησε το πρώτο του ΕΡ ( Φάντος ντε Κοΐμπρα) το 1956 και αμέσως άρχισε να παίζει γι΄ αυτούς που δεν είχαν λεφτά. Το Γκράντολα, βίλα μορένα άργησε να δει το φως. Κυκλοφόρησε στο άλμπουμ Cantigas de Μaio (1971) που ο Ζέκα ηχογράφησε στη Γαλλία και ακούστηκε για πρώτη φορά ζωντανά στο Σαντιάγο ντε Κομποστέλα στις 10 Μαΐου του 1972.
Δύο χρόνια μετά, το τραγούδι επιλέχθηκε ως εναρκτήριο λάκτισμα της 25ης Απριλίου από τους ηγέτες του Κινήματος των Ενόπλων Δυνάμεων (Μovimento das Forcas Αrmadas? ΜFΑ)· εκείνους τους ειρηνιστές στρατηγούς που είχαν γνωρίσει από κοντά το αιματοκύλισμα του αποικιακού πολέμου. Στις 29 Μαρτίου του 1974 το τραγούδι παρουσιάστηκε σ΄ ένα μουσικό υπερθέαμα στη Λισαβόνα. Υπό το βλέμμα του ΜFΑ και την αδέξια λογοκρισία της ΡΙDΕ- την πολιτική αστυνομία του Σαλαζάρ που είχε απαγορεύσει πέντε τραγούδια του Ζέκα, αλλά όχι την Γκράντολα – έπαιξαν όλοι οι μεγάλοι του canto de intervento («πολιτικοποιημένο τραγούδι», στα πορτ.): o Αντριάνο Κορέια ντε Ολιβέιρα, ο Ζουζέ Μπαράτα Μόουρα, ο Φερνάντο Τόρντο, ο Αρι ντους Σάντους, ο Φάουστου… «Στην πραγματικότητα, το ΜFΑ χρησιμοποίησε δύο διαφορετικά τραγούδια» θυμάται στο κατάστημα σιδηρικών ο Ζε, ζωντανή μνήμη της Γκράντολα στα 79 του χρόνια. Το πρώτο, που ακούστηκε στις 11 τη νύχτα της 24ης στο Radio Club Ρortuguks, ήταν το τραγούδι που τότε, το 1974, είχε εκπροσωπήσει τη χώρα στη Γιουροβίζιον, το Ε depois do adeus του Πάουλου Καρβάλιο. Το Γκράντολα , το δεύτερο τραγούδι, ακούστηκε στην εκπομπή Lνmites του Radio Renascenηa, του καθολικού ραδιοφώνου δηλαδή, στις 00.20 της 25ης.
Η ταν το σύνθημα για να ξεκινήσουν τα στρατεύματα που ήταν πιο απομακρυσμένα από τη Λισαβόνα, η επιβεβαίωση ότι η επανάσταση προχωρούσε ακάθεκτη.
«Εζησα την 25η Απριλίου σε μια κατάσταση κατάπληξης» έγραφε ο Ζέκα. «Πήγα στο Carmo (μια πλατεία στο Chiado, στο κέντρο της Λισαβόνας), ήμουν εκεί… Ημουν τόσο ενθουσιασμένος με το πολιτικό φαινόμενο που δεν είχα αντιληφθεί καθόλου τη σημασία του Γκράντολα. Μόνο αργότερα (…), όταν ξαναξεκίνησαν οι φασιστικές επιθέσεις και το Γκράντολα τραγουδιόταν στις στιγμές του μέγιστου κινδύνου ή ενθουσιασμού, συνειδητοποίησα όλο αυτό που σήμαινε και, φυσικά, ένιωσα κάποια ικανοποίηση».
Εχουν περάσει 34 χρόνια και μερικοί μήνες από εκείνες τις μέρες με τα κόκκινα γαρίφαλα. Ο Ζέκα πέθανε στις 23 Φεβρουαρίου του 1987 στο Σετούμπαλ, την αγαπημένη του προλεταριακή πόλη. Η σκλήρυνση κατά πλάκας που τον τυραννούσε κέρδισε τη μάχη, αλλά όχι τον πόλεμο. Κηδεύτηκε παρουσία χιλιάδων εργατών και χωρικών μέσα σε μια θάλασσα από κόκκινες σημαίες.
Σήμερα, στο κέντρο της Γκράντολα, η Μουσική Εταιρεία της Εργατικής Αδερφότητας της Γκράντολα (Sociedade Μusical Fraternidad Οperaria Grandolense,) στέκεται ακόμη στα πόδια της, μετρημένη και αυστηρή. Αντιστέκεται, αν και παραμένει κλειστή και περιφραγμένη λόγω ανακατασκευής. «Το τούβλο, οι οικοδομές, αντικατέστησαν σιγά σιγά τον φελλό και το ρύζι ως πηγές πλούτου της περιοχής» λέει ο Πέδρο Μαρτίνς. «Και το μέλλον μοιάζει να κινείται όλο και περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση».
Ο Πέδρο Μαρτίνς ντε Κόστα, Κομμουνιστής, δημοτικός σύμβουλος και πρόεδρος του δημοτικού συμβουλίου της Γκράντολα για περισσότερα από 25 χρόνια, ήταν επίσης παρών εκείνη τη νύχτα στη συναυλία. «Οταν ήρθε ο Ζέκα, του άρεσε πολύ η ισότητα μεταξύ μας. Εγραψε ότι ήμασταν τόσο ισότιμοι που δεν ήξερε να πει κανείς ποιος ήταν ο πρόεδρος».
Το ΡCΡ, το Πορτογαλικό Κομμουνιστικό Κόμμα, κατείχε τη δημαρχία της Γκράντολα (15.000 κάτοικοι) από το 1974 ως το 2001. «Φτιάξαμε τους δρόμους, τις υποδομές για μια στοιχειώδη υγιεινή, τα σχολεία, το ηλεκτρικό, το αθλητικό κέντρο, τη συγκομιδή των σκουπιδιών και, όταν οι εργασίες αποπερατώθηκαν, κέρδισαν στις εκλογές οι Σοσιαλιστές. Είναι αστείο» λέει χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις ο Μαρτίνς.
Η νύχτα πέφτει και μια σύντομη βόλτα είναι αρκετή για να δει κανείς ότι ο εκσυγχρονισμός ήρθε για να μείνει. Οι εργατικές κατοικίες έχουν πολύ αξιοπρεπή όψη, όλα είναι πεντακάθαρα, οι ηλικιωμένοι συγκεντρώνονται σε ομάδες και τα λένε στη σκιά στο πλατειάκι Ζέκα Αφόνσο, οι βραζιλιάνοι μετανάστες σερβίρουν τους πελάτες στα μπαρ, ένας ηθοποιός παιδικού θεάτρου παίζει με τα παιδιά στο πάρκο. Στο διπλανό καφέ τέσσερις εργάτες φελλού πίνουν μπίρα μετά από το οχτάωρο μεροκάματο. «Ο μισθός; Οκτώ ευρώ η ώρα» λέει ένας απ΄ αυτούς δείχνοντας τα τεράστια και μαυρισμένα από τη δουλειά χέρια του.
Εντάξει, μπορεί η επανάσταση να μην ευοδώθηκε, αλλά το φάντασμα του Ζέκα είναι αισθητό παντού. Στον μαρμάρινο μονόλιθο, σπασμένο στη μέση, που δεσπόζει στη συνοικία Ζοζέ Αφόνσο, στο όνομα του αθλητικού κέντρου όπου τα παιδιά μαθαίνουν κολύμβηση, στο οριζόντιο μνημείο με την παρτιτούρα και τους στίχους του τραγουδιού που έκαναν διάσημη την τότε θλιβερή πόλη του Αλεντέζο. Στα πλαϊνά τού σύγχρονου λεωφορείου της γραμμής όπου είναι γραμμένη με μοντέρνο ντιζάιν η φράση: «Γκράντολα, βίλα μορένα».
Η αδελφοσύνη εξακολουθεί επίσης να ζει στην ανεπιτήδευτη ευγένεια αυτών των εργατών του φελλού, των οποίων τα ρυτιδιασμένα πρόσωπα είναι η ζωντανή απεικόνιση της εντιμότητας και οι οποίοι πιθανότατα ούτε καν θυμούνται πια ότι το κόκκινο όνειρο του Απρίλη έφερε μια αρχική αγροτική μεταρρύθμιση που για κάποια χρόνια άλλαξε την όψη του χωριού, της περιοχής, της χώρας ολόκληρης. «Στην περιοχή υπήρχαν πολλά χωράφια που ανήκαν σε μεγαλογαιοκτήμονες, όπως στην τράπεζα Βanco Εspνrito Santo» θυμάται ο Μαρτίνς. «Μετά την επανάσταση, μοιράστηκαν σε συνεταιρισμούς. Οι εργάτες τα κατέλαβαν ειρηνικά, τα δούλεψαν και τα έκαναν να καρποφορήσουν».
«Πολλοί αγροκτηματίες έφυγαν από τη χώρα» συνεχίζει «αν και εδώ δεν έπεσε ούτε μία σφαίρα. Ακόμα και τον δήμαρχο, που ήταν γαιοκτήμονας, τον σεβαστήκαμε. Γι΄ αυτό κατάφερε κι έκαψε επιλήψιμα έγγραφα πριν φύγει». Το θέμα είναι ότι οι χωρικοί δούλεψαν τα χωράφια για μερικά χρόνια και, όταν οι ιδιοκτήτες τους επέστρεψαν στη χώρα, «ξέσπασε η πραγματική βία. Η GΝR, η Εθνική Δημοκρατική Φρουρά (ένα είδος Εθνοφυλακής) απείλησε, πήρε τα άλογα, ξυλοφόρτωσε, σκότωσε».
Ε κείνη την εποχή η επανάσταση είχε ήδη αποτύχει από πολύ πριν. Ο Σαραμάγκου λυπάται που δεν κατέστη δυνατή η σύναψη πολιτικής συμμαχίας ανάμεσα στους Κομμουνιστές και στους Σοσιαλιστές. «Θα μπορούσαμε να έχουμε σχηματίσει ένα μεγάλο αριστερό μέτωπο με το Σοσιαλιστικό Κόμμα, σοβαρό και ισχυρό, αλλά ο Σοάρες δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για το Κομμουνιστικό Κόμμα. Και με τον Αντόνιο Μπαρέτου, τον υπουργό του Γεωργίας, εμπόδισε την προώθηση της αγροτικής μεταρρύθμισης. Οι αγρότες δούλευαν σκληρά, αλλά χρειάζονταν επενδύσεις για να εκσυγχρονιστούν. Κανείς δεν έκανε τίποτα, και σχεδόν όλοι αποδέχτηκαν την ήττα. Τι άλλο να έκαναν; Να ξαναριχτούν στον αγώνα;».
Ο Ζε, στο κατάστημα σιδηρικών, αγωνίστηκε μια ζωή, νίκησε για μία μέρα και στη συνέχεια αποφάσισε ν΄ αντισταθεί στη ματαίωση. Περιτριγυρισμένος από άχρηστα αντικείμενα και χαρτιά μιλάει μόνο για μουσική, για τρομπέτες, μαντολίνα (τα δύο του μουσικά όργανα) και άλλα ευχάριστα πράγματα. Στην ηλικία του θυμάται τα πάντα και τα αφηγείται χωρίς ανάσα. Κι εκείνη τη μέρα του 1964 που ήρθε ο Ζέκα…
«Ερχόταν από το Αλγκάρβε και ξετρελάθηκε. Είχαμε μια καταπληκτική μπάντα, οκτώ μπάντσα, τρεις βιόλες, μια ντραμς, έγχορδα, τρομπέτα, κόρνο… Εδώ, όσο δουλεύαμε τον φελλό, πάντα παίζαμε μουσική. Επίσης, δανειζόμασταν βιβλία μ΄ ένα τοστάο (10 λεπτά του εσκούδο), παίζαμε θέατρο, συζητούσαμε, οργανώναμε γιορτές… Ολα αυτά απαγορεύονταν από τον Σαλαζάρ, η κουλτούρα ήταν επικίνδυνη, αλλά πάντα αυτό κάναμε και δεν σταματήσαμε ποτέ. Ηταν μια δημοκρατική παράδοση. Είχαμε πάθος για την κουλτούρα και την κοινότητα».
Ηταν πολύ δύσκολοι καιροί. Η Γκράντολα, η Πορτογαλία, όπως και η Ισπανία, μύριζαν απομόνωση, σιωπή, τραύμα. Πολύς κόσμος, εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια άτομα, μετανάστευσαν (πέντε εκατομμύρια εξακολουθούν να ζουν έξω σήμερα). Ο Ζέκα, ο Ζουζέ, ο Πέντρου, ο Ζε και τόσοι άλλοι («οι γυναίκες ήταν ισχυρή δύναμη, πάντα βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή» λέει ο Σαραμάγκου) επαναστάτησαν ενάντια σ΄ αυτή τη μοίρα.
«Δεν μετανιώνω για τίποτα απ΄ όσα έκανα» έγραψε ο τραγουδιστής. «Ακόμη περισσότερο: είμαι αυτά που έκανα. Παρ΄ όλες τις επιφυλάξεις μου, πίστευα αρκετά σ΄ αυτό που έκανα και αυτό είναι που μένει στο τέλος. Οταν ο κόσμος σταματάει ν΄ αγωνίζεται, υπάρχει ένα είδος υπόρρητης συμφωνίας με τον εχθρό, τόσο στο πολιτικό όσο και στο αισθητικό και πολιτισμικό επίπεδο. Και μερικές φορές ο εχθρός είμαστε εμείς οι ίδιοι, η ίδια μας η συνείδηση και τα άλλοθι που επικαλούμαστε για να δικαιολογήσουμε τη νωθρότητά μας και την εγκατάλειψη του πεδίου της μάχης».
Σ ήμερα, ο Αφόνσο και η Vila morena του δεν είναι κάτι πολύ παραπάνω από ένα σύμβολο και μια ανάμνηση άλλης εποχής. Ομως η συνάντηση ανάμεσα στον άνθρωπο που αναζητούσε και στον λαό που ονειρευόταν ήταν ένα μικρό μπιγκ-μπανγκ. Ο Ζέκα νοσταλγούσε τα αφρικανικά πρωινά της παιδικής του ηλικίας και τις έξαλλες νύχτες της φοιτητικής του ζωής. Οπλισμένος με μια χούφτα τραγούδια όρμησε σαν ιαγουάρος και έγδαρε τη στεγνή θλίψη που χαρακτήριζε τον σαλαζαρισμό. Η αδελφότητα άπλωσε τις ρίζες της. Και αυτοί οι απλοί στίχοι στόχευσαν στην καρδιά εκείνου του άξεστου, αδαούς φασισμού με τους καθωσπρέπει τρόπους.
Ο Ζέκα αγόρασε ένα κομμάτι γης στην Γκράντολα και πέρασε μεγάλες περιόδους στο ταπεινό του σπίτι. Του άρεσε η θάλασσα, η εξοχή, οι επισκέψεις στο Μϊsica Velha… Και να περπατάει στις εκπληκτικές παραλίες της τεράστιας περιοχής: στο Καρβαλιάλ, το Πέγκο, το Μελίντες, το Γκαλέ, το Κομπόρτα, ίσως στην Τρόια… Σήμερα ένα σπίτι με κήπο στο Πέγκο ή στο Καρβαλιάλ στοιχίζει 600.000 ευρώ. «Εχει αγοράσει ένα ο γενικός εισαγγελέας του Παρισιού» λέει η Μαφάλντα, μια γειτόνισσα της περιοχής. Τι θα σκεφτόταν ο Ζέκα, αν ζούσε σήμερα; «Εγώ πιστεύω ότι θα ήταν τουλάχιστον τόσο αποκαρδιωμένος όσο κι εγώ» λέει ο Σαραμάγκου.