Ο ΤΟΡΠΙΛΙΣΜΟΣ της «Ελλης», 8.30 το πρωί της 15ης Αυγούστου 1940, ανήμερα του εορτασμού της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ενώ βρισκόταν αγκυροβολημένη μέσα στο λιμάνι της Τήνου «εν μεγάλω σημαιοστολισμώ» , όπως απεδείχθη λίγο αργότερα δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου όσων επακολούθησαν.
Η διεθνής κοινότητα, που επί μήνες παρακολουθούσε τις πολεμικές πρωτοβουλίες του Αξονα να μεταφέρονται από την Κεντρική Ευρώπη στα Βαλκάνια, κυριολεκτικά πάγωσε. Η ύπουλη και άνανδρη ενέργεια του δράστη, που αν και επέμενε να μη φανερώνει την ταυτότητά του- όλοι όμως δικαίως υπέθεταν ότι πίσω από την ενέργεια κρυβόταν η Ιταλία-, επρόκειτο να συνυπολογιστεί με τη λήξη του πολέμου
στις αποζημιώσεις που έλαβε η χώρα μας από την ηττημένη Ιταλία στο Συνέδριο Ειρήνης που συνήλθε στο Παρίσι το 1946. Το καταδρομικό «Ευγένιος της Σαβοΐας» του ιταλικού ναυτικού, μετά σειρά επισκευών, παραδόθηκε στο ελληνικό Πολεμικό Ναυτικό και μετονομάστηκε σε «Ελλη», θεραπεύοντας εν μέρει τη συλλογική μας μνήμη ως έθνους από την οδύνη για την απώλεια του ενδόξου ευδρόμου μας.
Σε ογκώδη φάκελο του έτους 1952 περικλείεται η αγωνιώδης αλληλογραφία της ελληνικής κυβέρνησης με τις ιταλικές Αρχές κατά τη διετία 1950-52, όταν ετέθησαν σε εφαρμογή οι όροι της Ελληνοϊταλικής Οικονομικής Συμφωνίας που υπεγράφη τον Φεβρουάριο του 1948 μεταξύ των δύο πρώην εμπολέμων. Ενας από αυτούς τους όρους αφορούσε το γνωστό καταδρομικό του ιταλικού ναυτικού με την προρρηθείσα ονομασία, πραγματικού εκτοπίσματος 8.856 τόνων (η καταβυθισθείσα «Ελλη» άγγιζε μόλις τους 2.600 τόνους), με οπλισμό 8 πυροβόλων, τορπιλοσωλήνες και θώρακα στα πλευρά και στο κατάστρωμα, δυνατότητας δε να αναπτύσσει ταχύτητα ως και 36,5 μίλια. Ηταν η νέα «Ελλη» και η παράδοσή της «εις την Ελλάδα» αποτελούσε κατά τον ιταλό ναύαρχο Ρουμπαρτέλι «δικαίαν πράξιν» όπως προκύπτει από απόρρητο έγγραφο του αντιπλοιάρχου Γ. Καρβέλη (ΑΠ 136, 12 Μαΐου 1951), ο οποίος είχε επισκεφθεί μαζί με τον τότε ναυτικό ακόλουθο της ελληνικής πρεσβείας Ρώμης, πλοίαρχο Ν. Βουρέκα, το ιταλικό υπουργείο Ναυτικών για να διαπιστώσει τους λόγους για τους οποίους καθυστερούσε η παράδοση του καταδρομικού σε ελληνικά χέρια.
Σημειωτέον ότι αρχική υποχρέωση της Ιταλίας, «απορρέουσα εκ του Συμφώνου της 29ης Σεπτεμβρίου 1948, έδει το καταδρομικόν να είχε παραδοθή εις την Ελληνικήν Κυβέρνησιν με την πρυμναίαν μηχανήν από του Ιουλίου 1949» σημείωνε σε πυκνογραμμένη έκθεσή του προς το ελληνικό ΥΠΕΞ, με ημερομηνία 15 Φεβρουαρίου 1951, ο τότε Αρχηγός ΓΕΝ, αντιναύαρχος Π. Αντωνόπουλος. Αιτία για τις αλλεπάλληλες καθυστερήσεις, έως ότου τελικά παραδοθεί το πλοίο καταπλέοντας στο Κερατσίνι υπό ιταλική διοίκηση (κυβερνήτης Ενρίκο Τοντέρο) και ναυτικό πλήρωμα από 18 Ιταλούς του πολεμικού ναυτικού και 13 αποστράτους που δούλευαν για λογαριασμό ιδιωτικής εταιρείας τον Ιούλιο του 1951, παρά τα προσχήματα και τις διαβεβαιώσεις των επισήμων ιταλικών κύκλων, δεν ήταν άλλη από το δυσμενές πολιτικό κλίμα στο εσωτερικό της γείτονος που νεοφασιστικοί κύκλοι φρόντιζαν να συντηρούν εμποδίζοντας την κυβέρνηση της χώρας να υλοποιήσει τις δεσμεύσεις της. Σε αυτό συνέβαλε και ο Τύπος, ως άλλωστε αναμενόταν, και από τις δύο πλευρές.
▅ Η έκθεση και η αισιοδοξία
Ετσι την ίδια εποχή που με απόρρητο έγγραφό του ο αντιπλοίαρχος Γ. Καρβέλης ζητούσε από τον έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη Γ. Εξηντάρη «όπως ευαρεστούμενοι ενεργήσητε κατά την κρίσιν σας ίνα επιστηθή η προσοχή του περιοδικού ΟΡΙΖΖΟΝΤΙ (τεύχος 1ης Φεβρουαρίου 1951) επί της δημοσιεύσεως κακοβούλων δημοσιευμάτων με υβριστικάς φράσεις διά το Ελληνικόν Β.Ναυτικόν» (ΑΠ 116), στις 5 Μαρτίου του ιδίου έτους ο Εξηντάρης, που σήκωνε ως επικεφαλής της ελληνικής διπλωματικής αποστολής όλο το βάρος της σπουδής και των πιέσεων που στη διάρκεια εκείνης της κρίσιμης περιόδου χαρακτήριζε τις σχέσεις των δύο πρώην εμπολέμων, έγραφε: «Παρατηρώ ότι ημέτερος Τύπος δυστυχώς ασχολείται με ζήτημα “Ευγενίου Σαβοΐας” αποδίδων υστεροβουλίαν εις Ιταλίαν και προσθέτων άνευ λόγου σχόλια θίγοντα ιταλικήν φιλοτιμίαν.Θεωρώ καθήκον μου πληροφορήσω υμάς ότι κατά όσα αναφέρει ημετέρα Ναυτική Αποστολή εργασίαι επισκευής καταδρομικού συνεχίζονται πυρετωδώς χρησιμοποιουμένων και συνεργείων νυκτός,προβλέπεται δε ότι περί τα τέλη Απριλίου ή αρχάς Μαΐου θα είναι έτοιμον προς παράδοσιν. Επιπλέον, επιτραπήτω μοι εισηγηθώ όπως γίνουν δέουσαι συστάσεις εις Τύπον παύση οιανδήποτε επί του θέματος συζήτησιν καθ΄ όσον φοβούμαι μη πως προκληθησόμενος τυχόν παρά τω ιταλικώ Τύπω αντίλαλος δυσχεράνη υπόθεσιν.Ως και άλλοτε ανέφερον ενταύθα κίνησις νεοφασιστών κατέστη εσχάτως κάπως σοβαρωτέρα, η δε Κυβέρνησις εδέησε εισηγηθή Βουλήν λήψιν έναντι αυτών νομοθετικών μέτρων. Δεν αποκλείεται ούτοι επιζητήσουν αφορμήν, προκαλέσουν έξαψιν ενταύθα πνευμάτων τα οποία ως και τα ημέτερα είναι λίαν ευεπίφορα προς αισθηματισμόν (sic). Διά τον λόγον τούτον ορθόν νομίζω όπως κατά τας γενησομένας συστάσεις προς τον ημέτερον Τύπον μη τονισθή ιδιαιτέρως επιδεικνυομένη προθυμία ιταλικής Κυβερνήσεως και αφεθή ζήτημα εκτός δημοσίας συζητήσεως η οποία βλάπτει» (κρυπτοτηλεγράφημα ΑΠ 1025).
▅ Οι πιέσεις προς το υπουργείο
Την αισιοδοξία Εξηντάρη πάντως φαίνεται πως δεν συμμεριζόταν ο Αρχηγός ΓΕΝ, ο οποίος στην ήδη μνημονευθείσα έκθεσή του από 15ης Φεβρουαρίου 1951 ανησυχούσε, μη αρκούμενος «… εις τας καθ΄ ημάς υπόπτως διατυμπανιζομένας συνεχείς εκδηλώσεις καλής διαθέσεως και φιλικών αισθημάτων των Ιταλών». Συμπλήρωνε δε: «… Εν τη πραγματικότητι ουδεμία υπάρχει απόδειξις και ουδέν μας πείθει εις το να αποκλείσωμεν εσκεμμένην ενέργειαν της Ιταλικής Κυβερνήσεως,αριστοτεχνικώς προμελετημένην,αποβλέπουσαν εις την μακροτέραν δυνατήν παράτασιν του χρόνου παραδόσεως του Καταδρομικού ίνα εν δεδομένη στιγμή διεθνούς εξελίξεως αποσπάση τούτο των χειρών του Βασιλικού Ναυτικού και το εντάξη οριστικώς εις την δύναμιν του Ιταλικού Στόλου, επιμελώς και αρτίως επισκευασμένον και αποτελούν πλέον επίζηλον από πάσης απόψεως αξιόμαχον πολεμικήν Μονάδα» (οπ.π.).
Μάλιστα, ορμώμενος από αυτήν την επικίνδυνη για τη χώρα μας πρόβλεψη του Αρχηγού ΓΕΝ, ο τότε πρόεδρος της κυβέρνησης και έχων το χαρτοφυλάκιο του ΥΠΕΞ Σοφοκλής Βενιζέλος διά «προσωπικής του διά Κύριον Εξηντάρην, Πρεσβευτήν, επιστολής», στις 23 Φεβρουαρίου, επεσήμαινε: «Ισως είναι χρήσιμον να προσθέσωμεν σχετικώς (ενν. στην ιταλική πλευρά) ότι η ελληνική κοινή γνώμη δεν βλέπει την παράδοσιν του “Ευγενίου της Σαβοΐας” τόσον ως υποχρέωσιν προερχομένην διά την Ιταλίαν από την ήτταν της και δυναμένην συνεπώς να θεωρηθή παρά της μάλλον εξημμένης μερίδος της ιταλικής κοινής γνώμης ως πράξις υποτιμητική. Βλέπει αυτήν κυριώτατα ως απόδοσιν διά τον τορπιλλισμόν εν ώρα ειρήνης της ΕΛΛΗΣ υπό φασιστικού υποβρυχίου, δηλαδή ως αναγνώρισιν ευθύνης ήτις τιμά την σημερινήν Ιταλίαν ασχέτως των άλλων μεσολαβησάντων γεγονότων…» (ΑΠ 22894).
Οτι οι φόβοι της ελληνικής πλευράς δεν εστερούντο βασιμότητος και ότι συνεπώς οι πιέσεις που εισηγείτο προς το ΥΠΕΞ ο Αρχηγός ΓΕΝ να ασκηθούν στους Ιταλούς ήσαν και δίκαιες και αναγκαίες απεδείχθη το επόμενο τρίμηνο, μετά αλληλουχία γεγονότων που ήσαν: Πρώτα απ΄ όλα ότι η ψήφιση του συμπληρωματικού ποσού των 400.000 δολαρίων στον ιταλικό κρατικό προϋπολογισμό, ποσό που απαιτούνταν για την ολοκλήρωση των επισκευαστικών εργασιών του καταδρομικού, έγινε μόλις τον Μάιο του 1951, με την πρόβλεψη ότι έπρεπε να απορροφηθεί λήγοντος του οικονομικού έτους, τέλος Ιουνίου, δηλαδή μέσα σε 40 ημέρες! «Τούτο, βεβαίως, δεν είναι νοητόν» έγραφε σε τετρασέλιδη απόρρητη έκθεσή του ο ναυτικός ακόλουθος στην πρεσβεία Ρώμης Ν. Βουρέκας, επισημαίνοντας ότι «το νέον αυτό εμπόδιον από πλευράς Ιταλών, ο παράγων χρόνος, περιοριστικός διά την Ελληνικήν Κυβέρνησιν», αποσκοπούσε σε δικό τους όφελος καθώς «κατά την σύμβασιν μόνο το 10% των μη χρησιμοποιηθέντων πιστώσεων μεταφέρεται εις το επόμενον έτος (δηλαδή 40 χιλ. δολλάρια) και τα λοιπά 360.000 χάνονται υπέρ των Ιταλών» (!) (ΑΠ 215).
▅ Η άρνηση των Ιταλών
Ακολούθησε μεγάλη καθυστέρηση στις «αναγκαίες», όπως χαρακτηρίστηκαν, δοκιμές μέσα στον Ναύσταθμο του Τάραντα και στη φόρτωση πυρομαχικών, ανεβάζοντας κατακόρυφα την αγωνία της ελληνικής κυβέρνησης που, πλην των άλλων ανησυχιών της, προσδοκούσε να ικανοποιήσει το λαϊκό αίσθημα χαιρετίζοντας τη νέα «Ελλη» στα ελληνικά ύδατα με αφορμή τον ετήσιο εορτασμό της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, ημερομηνία που είχε ταυτιστεί με τον τορπιλισμό του ελληνικού ευδρόμου και, τέλος, προσετέθησαν δύο ακόμη ατυχή γεγονότα: το ένα αφορούσε την προκλητική άρνηση των Ιταλών να δεχθούν το πρόγραμμα φιλοξενίας και ψυχαγωγίας του πληρώματος προτού αυτό επιστρέψει με ελληνικό αρματαγωγό πίσω στο Μπρίντιζι και το δεύτερο απόρριψη του αιτήματος του έλληνα ναυτικού ακολούθου στη Ρώμη Ν. Βουρέκα να επιβιβαστεί, έστω χωρίς στολή, στο πλοίο «Ευγένιος της Σαβοΐας» κατά τον απόπλου του από τον Ναύσταθμο του Τάραντα συνοδεύοντάς το ως τον Πειραιά.
Το αίσιο τέλος που είχε όμως η όλη υπόθεση έσβησε κάθε πικρία ή μικρότητα που μεσολάβησε. Αργά το απόγευμα της 30ής Ιουνίου 1951, ο «Ευγένιος της Σαβοΐας» κατέπλεε στον Πειραιά. Περί την 1.30 ώρα πρωινή της επομένης, ο ιταλός κυβερνήτης έκπληκτος ξυπνούσε με την ειδοποίηση του αντιπλοιάρχου Καρβέλη να ολοκληρώσει τη διαδικασία παράδοσης την επόμενη Κυριακή. Αιτία, «λόγω προλήψεως επικρατούσης εν Ελλάδι, ότι το Βασιλικόν Ναυτικόν δεν θα ήθελε να υψώση την Ελληνικήν Σημαίαν την Τρίτην» (ΑΠ 123, 7 Ιουλίου 1951), απόλυτα κατανοητή στον ιταλό κυβερνήτη, που και ο ίδιος είχε σπεύσει να αποπλεύσει την προηγουμένη Πέμπτη και όχι Παρασκευή, ημέρα αποφράδα κατά τους Ιταλούς. «Η Νέα Ελλη», όπως τιτλοφορούσε το άρθρο του ο «Εθνικός Κήρυξ», «κατέπλευσε χθες και ξαναβαπτίζεται αύριον. Η τραυματισμένη Παναγία της Τήνου την περιμένει».
Η κυρία Φωτεινή Τομαή είναι προϊσταμένη της Υπηρεσίας Διπλωματικού και Ιστορικού Αρχείου του υπουργείου Εξωτερικών.