Ηταν άγιος για τους οπαδούς του, ενώ για τους πολυάριθμους εχθρούς του η ενσάρκωση του Αντίχριστου. Οσο ήταν εν ζωή θεωρήθηκε προφήτης, βιαστής, μέθυσος, πολιτικός συνωμότης, θαυματουργός θεραπευτής, απατεώνας θαυματοποιός και γερμανός κατάσκοπος. Ο θρύλος του και η μυστηριώδης ζωή του τον έκαναν συναρπαστική προσωπικότητα της Ιστορίας
Στις 12.30 το βράδυ της 16ης Δεκεμβρίου του 1916, ο Γκριγκόρι ΓεφίμοβιτςΡασπούτιν άνοιξε την πόρτα του διαμερίσματός του στην οδό Γκοροχοβάγια της Αγίας Πετρούπολης, οδεύοντας προς τον θάνατό του. Η σκάλα του κτιρίου ήταν σκοτεινή και έτσι προσφέρθηκε να καθοδηγήσει στο σκοτάδι τον σύντροφό του, τον πρίγκιπα Φέλιξ Γιουσούποβ και Κόμη ΣουμαρόκοβΕλστον. Κατέβηκαν τα σκαλιά πιασμένοι α λα μπρατσέτα. Ο Ρασπούτιν ήξερε από μνήμης τον δρόμο, αλλά ο Γιουσούποβ πίστεψε ότι τα μάτια του χωρικού έβλεπαν στο σκοτάδι. Ολοι όσοι τον είχαν συναντήσει έστω και μία φορά συμφωνούσαν ότι το βλέμμα του ήταν παράξενο, ότι είχε υπνωτιστική δύναμη, ότι τα βαθουλωμένα μάτια του ήταν ανατριχιαστικά. Στις φωτογραφίες που έχουν διασωθεί ατενίζει πάντα το μέλλον με έναν εκκεντρικό αέρα διαβολικής τρέλας. Ωστόσο, από μια ιδιοτροπία της τύχης εκείνος ο οραματιστής, στον οποίον πολλοί απέδιδαν υπεράνθρωπες δυνάμεις, δεν αντιλήφθηκε ότι βρισκόταν δίπλα στον δολοφόνο του.
Την ώρα εκείνη δεν έκανε πολύ κρύο (είχε δύο ή τρεις βαθμούς) και πάνω στην πόλη έπεφτε ήρεμο, σιωπηλό και αδιάφορο το χιόνι. Οταν βγήκαν στον δρόμο, τους περίμενε το αυτοκίνητο του πρίγκιπα, που το οδηγούσε ο γιατρός Λαζάβερτ μεταμφιεσμένος σε σοφέρ: άλλος ένας από τους συνωμότες που σκόπευαν να δολοφονήσουν τον πιο ισχυρό από τους αυλικούς συμβούλους της χώρας, το άτομο που οι Τσάροι θεωρούσαν άγιο και δέχονταν επί ώρες στα Χειμερινά Ανάκτορα και στο παλάτι στο Τσάρκοε Σέλο, και τον οποίον αποκαλούσαν συνήθως «Φίλο μας», με ένα τρυφερό και μυστικό συνθηματικό, από αυτά που ήταν τόσο αγαπητά στο αυτοκρατορικό ζεύγος Πασών των Ρωσιών.
Το τι έκανε την τελευταία νύχτα του ο Ρασπούτιν- καθώς και άπειρες λεπτομέρειες που αφορούν τη ζωή του στην αυλή και τις δραστηριότητές του- το γνωρίζουμε λεπτομερώς από τις μαρτυρίες της υπηρέτριάς του, του κύκλου των οπαδών του και κάποιων πολιτικών που κατέθεσαν πολύ αργότερα ενώπιον των δυνάμεων της Επανάστασης του Φλεβάρη, οι οποίες συγκεντρώθηκαν στον φάκελο της Εκτακτης Επιτροπής για την Ερευνα Παράνομων Πράξεων εκ Μέρους των Υπουργών και Αλλων Αρμοδίων του Τσαρικού Καθεστώτος, Τμήμα Εισαγγελίας Προανάκρισης. Η εν λόγω επιτροπή καταργήθηκε από τους μπολσεβίκους τον Οκτώβριο του 1917 και ο φάκελος δεν ξαναβρέθηκε ως το 1995, όταν ο βιολοντσελίστας Μίλαν Ροστροπόβιτς τον απέκτησε σε δημοπρασία του Οίκου Σόθμπις και τον παραχώρησε στον φίλο του, τον συγγραφέα Εντβαρντ Ραντζίνσκι, του οποίου το έργο «Ρασπούτιν (Τα μυστικά αρχεία)» αποτελεί μία από τις σημαντικότερες μελέτες που έγιναν ποτέ για την προσωπικότητα του Ρασπούτιν.
Ο υπουργός που τον οδήγησε στον θάνατο
Εκείνη την τελευταία νύχτα ο Ρασπούτιν- γνωστός επίσης και ως Γκριγκόρι, Γκρίσκα, Γκρίσα, ο Γέροντας (κατά τη ρωσική παράδοση να αποκαλούν γέροντες τους αγίους και σοφούς άντρες) ή Σκοτεινός (στις αναφορές της αστυνομίας μετά τον Αύγουστο του 1914)- δέχθηκε στο σπίτι του, μεταξύ 10 και 11 το βράδυ, την επίσκεψη μιας από τις συνήθεις θαυμάστριές του: μια «γεμάτη ξανθιά, περίπου 25 χρόνων», όπως επιβεβαίωσε η ανιψιά του, που έμενε τότε στο διαμέρισμα, καθώς και ο θυρωρός του κτιρίου. Εμεινε με τον Ρασπούτιν στο περιβόητο καθιστικό, απ΄ όπου περνούσαν οι παραστρατημένες νεαρές, οι φανατικές πιστές, οι αμφιβόλου ηθικής περίεργες κυρίες που πάντα τριγύριζαν τον πεφωτισμένο.
Στις 12 το βράδυ εμφανίστηκε στο διαμέρισμα ο Αλεξάντερ Προτοπόποφ, ο τότε υπουργός Εσωτερικών, ένα αξίωμα σχεδόν παντοδύναμο στη Ρωσία του 1916. Εμεινε δέκα λεπτά και ο Γκριγκόρι δεν του είπε ότι σκόπευε να βγει. Ο Προτοπόποφ ήταν ένα από τα σημαντικά πιόνια που χρησιμοποίησε η μοίρα για να οδηγήσει τον Ρασπούτιν κατευθείαν στον θάνατο. Ο υπουργός είχε διατάξει μετά τις 10 το βράδυ, κάθε μέρα, να φεύγει η μόνιμη φρουρά που είχε ο Ρασπούτιν, για να μην υπάρχει έτσι σε καμία αναφορά μαρτυρία για τις συχνές επισκέψεις στο σπίτι. Ο Ρασπούτιν δεν το γνώριζε αυτό κι έτσι, όταν εκείνη την τελευταία νύχτα βγήκε έξω αγκαζέ με τον Φέλιξ Γιουσούποβ, ήταν πεπεισμένος ότι οι φρουροί του θα τους ακολουθούσαν. Η αλήθεια όμως ήταν ότι περπατούσε μόνος και αμέριμνος δίπλα σε εκείνον που πριν από καιρό είχε εξυφάνει μια συνωμοσία για να τον σκοτώσει. Οι Γιουσούποβ ήταν η πιο ισχυρή οικογένεια της Ρωσίας, μετά τη βασιλική, αν και ήταν το ίδιο ή και περισσότερο πλούσιοι από τους ίδιους τους αυτοκράτορες. Από την εποχή του Ιβάν του Τρομερού είχαν στην κατοχή τους τεράστιες εκτάσεις. Αργότερα έγιναν σημαντικοί βιομήχανοι. Επί τριακόσια χρόνια οι Γιουσούποβ ήταν η «σκιά» της αυτοκρατορικής οικογένειας. Ο Φέλιξ Γιουσούποβ είχε παντρευτεί την ανιψιά του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄, τη Μεγάλη Δούκισσα Ειρήνη. Παρ΄ όλο που στις φλέβες του έτρεχε το αίμα των πολεμοχαρών και σκληρών Τατάρων, ο Φέλιξ ήταν μάλλον δειλός. Είναι ενδιαφέρον το ότι αρνήθηκε να κάνει τη στρατιωτική του θητεία επειδή δεν ήθελε να συμμετάσχει σε κανέναν πόλεμο στον οποίο θα ήταν αναγκασμένος να χύσει αίμα. Στα νιάτα του, πριν από τις διαπλοκές του σε συνωμοσίες, ζούσε πλούσιο, ακόλαστο και φιλήδονο βίο. Από τον μεγαλύτερο αδελφό του, τον Νικόλαο (που αργότερα, σε μια μονομαχία, πέθανε από το χέρι του συζύγου της ερωμένης του), γνώρισε τις φιλήδονες νύχτες της Αγίας Πετρούπολης και του Παρισιού, πολλές φορές μεταμφιεσμένος σε γυναίκα, ακολουθώντας το διπρόσωπο μονοπάτι της αμφισεξουαλικότητας, ένα πάθος που θα διατηρούσε σε όλη του τη ζωή.
Το δόλωμα και το κρησφύγετο
Το αυτοκίνητο που οδηγούσε ο γιατρός Λαζάβερτ σταμάτησε, τη νύχτα της 16ης Δεκεμβρίου, σε μια πλαϊνή αυλή του Μεγάρου των Γιουσούποβ, που βρίσκεται στο κανάλι του Μόικα. Ο Φέλιξ και η Ειρήνη ζούσαν σε μια πτέρυγα του κτιρίου και την είχαν διαμορφώσει κατά τα γούστα τους. Στην ανακαίνιση του κτιρίου περιλαμβανόταν και η χρήση του υπογείου ως σκηνικού για να σκοτώσουν τον Ρασπούτιν. Είχε χοντρούς τοίχους και μικρά παράθυρα στο ύψος του δαπέδου. (Οπως υποδεικνύει ο Ραντζίνσκι στη μελέτη του, τα κατοπτρικά παιχνίδια της ιστορίας έκαναν να είναι ανατριχιαστικά ίδιο με το υπόγειο της οικίας Ιπατίεβ, όπου θα ελάμβανε χώρα η δολοφονία της βασιλικής οικογένειας λίγο αργότερα, στην περίφημη νύχτα του Αικατερίνενμπουργκ.) Το είχαν διακοσμήσει εκ νέου με το κλασικό στυλ της ρωσικής σαλοτραπεζαρίας. Γνωρίζουμε επακριβώς τις λεπτομέρειες της πλεκτάνης, που περιγράφονται από τον Φέλιξ στα απομνημονεύματά του πολλά χρόνια αργότερα και δημοσιεύθηκαν στο Παρίσι. Το ταβάνι ήταν θολωτό και μια καμάρα χώριζε τα δύο μέρη του υπογείου: το ένα είχε μετατραπεί σε μια μικρή τραπεζαρία και το άλλο σε ένα μικρό σαλόνι. Στους τοίχους υπήρχαν εσοχές με βάζα από γιαπωνέζικη πορσελάνη. Είχαν κατεβάσει από το πατάρι παλιές ξύλινες καρέκλες με δερμάτινη ταπετσαρία, κύπελλα από ελεφαντόδοντο, ένα εντοιχισμένο αρμάριο της εποχής της Αικατερίνης της Μεγάλης με εβένινες ενθέσεις και ένα σύμπλεγμα από μπρούντζινες και κρυστάλλινες κολόνες που έκρυβε μικρά συρτάρια. Ενα περσικό χαλί κάλυπτε το πάτωμα και, απέναντι από το αρμάριο, ήταν απλωμένο ένα τεράστιο δέρμα πολικής αρκούδας. Στο κέντρο της αίθουσας βρισκόταν το τραπέζι για τους προσκεκλημένους. Το υπόγειο επικοινωνούσε, με μια στριφογυριστή σκάλα, με τα ενδιαιτήματα του Φέλιξ. Στα μισά της σκάλας βρισκόταν η πόρτα που έβγαζε στην αυλή, από την οποία μπήκαν την νύχτα εκείνη ο Φέλιξ και ο Ρασπούτιν όταν σταμάτησε το αυτοκίνητο.
Το δόλωμα για να παρασύρουν τον Ρασπούτιν σε εκείνο το κρησφύγετο δεν είναι ξεκάθαρο, το πιθανότερο είναι να ήταν φτιαγμένο από πολλά και διάφορα συστατικά. Από τη μια μεριά θα ένιωθε κολακευμένος, γιατί η πρόσκληση προερχόταν από ένα από τα ισχυρότερα άτομα της χώρας. Από την άλλη, όπως αναφέρουν παρατηρητές τόσο οξυδερκείς και κοντινοί όπως ο Μεγάλος Δούκας Νικολάι Μιχαήλοβιτς στο ημερολόγιό του, ο Φέλιξ είχε χρησιμοποιήσει τα ερωτικά του θέλγητρα σε εκείνη την υστερόβουλη φιλία, και ο Ρασπούτιν δεν ήταν ξένος προς τους ανδρικούς έρωτες, διότι μέσα του συνυπήρχαν τα στοιχεία του ανδρισμού και της θηλυκότητας. Τέλος ο Ρασπούτιν λαχταρούσε να γνωρίσει την πανέμορφη Ειρήνη, που τη χρησιμοποιούσε ως δόλωμα ο Φέλιξ και την οποία ο «Γέροντας» ποθούσε εξ αποστάσεως. Το τέχνασμα βασιζόταν στο ότι η Ειρήνη χρειαζόταν θεραπεία από μια υποτιθέμενη πάθηση πνευματικής προέλευσης. Οπως θα δούμε, ο Ρασπούτιν συνήθιζε να εκδιώκει το δαιμόνιο της λαγνείας μέσω της ίδιας της λαγνείας, εσωτερίκευε το αμάρτημα του άλλου με τη διάπραξη του αμαρτήματος, έτσι ώστε η μετέπειτα μετάνοια να απελευθερώσει και τον ασθενή και τον θεραπευτή. Ολα δείχνουν ότι προς το τέλος της συνωμοσίας ο Φέλιξ υποβαλλόταν σε αυτού του είδους τη θεραπεία από εκείνο το κακό και πως η Ειρήνη έπρεπε επίσης να θεραπευθεί εκείνη τη νύχτα της δολοφονίας του Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς, του χωρικού που ήρθε από την Σιβηρία, ο οποίος εκείνη την εποχή, στα αλόγιστα μεθύσια του 1916, υπερηφανευόταν ότι κρατούσε τη Ρωσία «στην παλάμη του χεριού του». Οι πρωταγωνιστές της μηχανορραφίας
Ωστόσο η Ειρήνη δεν βρισκόταν εκείνο το βράδυ στο Μέγαρο Γιουσούποβ. Αν και στην αρχή είχε δεχθεί να συμμετάσχει στη συνωμοσία, σύντομα μετάνιωσε και ικέτευσε στην αλληλογραφία της τον σύζυγό της να εγκαταλείψει το σχέδιο της δολοφονίας. Παρέμεινε στην κατοικία της στην Κριμαία, υποφέροντας από μια κρίση υπεραισθησίας που την κράτησε καθηλωμένη στο κρεβάτι με πυρετό και περιτριγυρισμένη από δυσοίωνα προαισθήματα που προέβλεπαν πόλεμο, αίμα και πόνο για τη χώρα, όπως ακριβώς συνέβη αργότερα.
Βέβαια όταν ο Ρασπούτιν κατέβηκε σε εκείνο το υπόγειο του Μόικα, ήταν πεπεισμένος ότι η ανιψιά του Τσάρου Αλεξάνδρου Β΄ βρισκόταν στο σπίτι, στα ενδιαιτήματα του πάνω ορόφου, απ΄ όπου έφταναν φωνές και μουσική γραμμοφώνου με τη μελωδία του αμερικάνικου τραγουδιού «Υankee Doodle». Εκείνη η μουσική έδινε μια αύρα ελαφρότητας, ακατάλληλης για τις συνθήκες ενός εγκλήματος. Ο γιατρός Λαζάβερτ, αφού στάθμευσε το αυτοκίνητο, έβγαλε τη μεταμφίεση του οδηγού και συναντήθηκε με τους υπόλοιπους συνωμότες στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Εκεί βρισκόταν επίσης ο Βλαντίμιρ Πουρισκέβιτς, ένας μοναρχικός πολιτικός, αντισημίτης, μέλος της Δούμας, ο οποίος είχε ήδη βγάλει εμπρηστικούς λόγους κατά του Ρασπούτιν και της Τσαρίνας Αλεξάνδρας Φιοντόροβνα, αποκαλώντας τη «Γερμανίδα στον θρόνο της Ρωσίας, ξένη προς τη χώρα και τον λαό της». Μαζί με τον Πουρισκέβιτς βρίσκονταν ο υπολοχαγός Σουκότιν (ένας νεαρός αξιωματικός του συντάγματος του Πρεομπραζένσκι) και ο άλλος μεγάλος πρωταγωνιστής της μηχανορραφίας, ο Μεγάλος Δούκας Ντμίτρι Πάβλοβιτς, ξάδερφος του Τσάρου Νικολάου Β΄.
Ο Ντμίτρι ήταν ένας ψηλός, εύσωμος και όμορφος αξιωματικός της Αυτοκρατορικής Φρουράς, αθλητής που συμμετείχε στους Ολυμπιακούς Αγώνες, κυνηγός των απολαύσεων και μέλος του κλειστού Ναυτικού Ομίλου, που εκείνες τις μέρες ήταν άντρο πολυάριθμων ανατρεπτικών σχεδίων ενώπιον της κατάρρευσης της χώρας. Επρόκειτο αναμφίβολα για τον ευνοούμενο του Νικολάου, ο οποίος πιθανόν θαύμαζε σε εκείνον τον ελευθεριάζοντα της οικογενείας του όλα όσα η μοίρα είχε στερήσει στον ίδιο, κάνοντάς τον, πρώτα, ένα άτομο υποχονδριακό και με ασθενή θέληση και φορτώνοντάς τον, έπειτα, με καθήκοντα σε μια εποχή μεγάλων εσωτερικών και διεθνών συγκρούσεων. Ο Ντμίτρι υπήρξε μνηστήρας της Μεγάλης Δούκισσας Ολγας Νικολάγεβνα, της πρεσβύτερης κόρης του Τσάρου, αλλά ο αρραβώνας είχε χαλάσει ύστερα από επίμονες προσπάθειες της Τσαρίνας και του Ρασπούτιν. Η Τσαρίνα Αλεξάνδρα ήξερε ότι ο ξάδερφός της Νικόλας απεχθανόταν τον «Γέροντα» και αποκάλυψε το σκάνδαλο των ομοφυλόφιλων περιπετειών του Ντμίτρι με τον Φέλιξ Γιουσούποβ, καθώς και την ιδιοσυγκρασία του ως φανατικού πότη, μονομάχου και εθισμένου σε ατέλειωτες κραιπάλες. Ο Ρασπούτιν προφήτεψε ότι ο Ντμίτρι σύντομα θα κολλούσε μια δερματική ασθένεια λόγω του έκλυτου βίου του, και έτσι ο μελλοντικός εραστής τής Κοκό Σανέλ δεν έκανε τον σπουδαίο γάμο που είχε ήδη αναγγελθεί. Ετσι οι υπόλοιποι τέσσερις συνωμότες άκουγαν δίπλα στη σκάλα του πρώτου ορόφου τις φωνές του Φέλιξ και του Ρασπούτιν που έρχονταν από το υπόγειο. Εκεί κάτω ήταν καθισμένοι ο ένας απέναντι από τον άλλον, κουβεντιάζοντας ζωηρά δίπλα στη φωτιά του τζακιού. Για να φτάσει σε εκείνη τη σκηνή, ο Γκριγκόρι ΓεφίμοβιτςΡασπούτιν είχε διατρέξει τη σκοτεινή, αινιγματική και σχεδόν πάντα ανεξήγητη διαδρομή της δικής του ζωής.
Από επαίτης σύμβουλος των Ρομανόφ
Γεννήθηκε στο Τιουμέν (περιοχή της επαρχίας του Τομπόλ), στο χω ριό Ποκρόφσκογε, στις 10 Ιανουαρίου 1869, την ημέρα του Αγίου Γεωργίου. Λίγα είναι γνωστά για τα νεανικά του χρόνια, γνωρίζουμε μόνο ότι έκανε μια ζωή για την οποία φαινόταν αρχικά να προορίζονται πολλοί από τους άθλιους χωρικούς της Σιβηρίας: τη ρουτίνα ενός μέθυσου. Ωσπου μεταστράφηκε χάρη στον πόνο και στην ταπείνωση. Την εκστατική του κρίση, που θυμίζει Ντοστογέφσκι, την οφείλει σε έναν γείτονα που τον έπιασε να κλέβει στα χωράφια του και τον έκανε μαύρο στο ξύλο. Από τότε έγινε περιπλανώμενος επαίτης και προσκυνητής με ένα παράξενο νευρικό σύστημα. Ορισμένοι μάρτυρες εκείνης της πρώιμης εποχής αναφέρουν ότι έμοιαζε με πνευματικά ανάπηρο, σε διαρκή πάλη με έναν εσωτερικό δαίμονα. Από αυτή την πρώιμη ιστορία του γεννήθηκε και ο θρύλος σχετικά με τις προφητικές του ικανότητες. Από τις προφητείες του, ορισμένες ήταν σχετικές με την πτώση των Ρομανόφ και την εμφάνιση καταστροφικών ξηρασιών. Αναμφίβολα ο Ρασπούτιν μυήθηκε κατά τη διάρκεια της ζωής του στις διδασκαλίες της αίρεσης των «Χλίστι» («Μαστιγουμένων» ή «Δερομένων»), οι οποίοι διοργάνωναν ζωντανές αναπαραστάσεις της Σταύρωσης σε παραληρηματικές τελετές αχαλίνωτης σεξουαλικής δραστηριότητας που τις αποκαλούσαν «εορτές αγαλλίασης». Οι «Μαστιγούμενοι» ακολουθούσαν έναν δρόμο πνευματικής άσκησης που απαιτούσε τρία υποχρεωτικά βήματα: αμαρτία, μετάνοια και καθαρμό. Χωρίς αυτό το αιρετικό μυστικιστικό παρελθόν δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ κατανοητή η μελλοντική συμπεριφορά του Γκριγκόρι απέναντι στη σάρκα.
Οι σχέσεις του με την αυτοκράτειρα
Οι Τσάροι πρέπει να τον γνώρισαν τον Νοέμβριο του 1905, αν και δεν γνωρίζουμε ποιος τους τον σύστησε. Το ίδιο μυστηριώδης με τον χαρακτήρα του Ρασπούτιν είναι και η ιδιοσυγκρασία των Αυτοκρατόρων, που τελικά ήταν εκείνοι οι οποίοι αποφάσισαν να πιστέψουν σε αυτόν και να αγνοήσουν τις προειδοποιήσεις της οικογένειας Ρομανόφ, της υψηλής αριστοκρατίας, των πολιτικών και των μαρτυριών του απλού λαού. Ο Νικόλαος, που είχε γεννηθεί σε μια αιματηρή εποχή, όπως αιματηρή ήταν και όλη η ιστορία της δυναστείας, ήταν άνθρωπος κλειστός και προληπτικός. Η Αλεξάνδρα, παρά τον ισχυρό της χαρακτήρα και τη βαθιά της θέληση να γίνει σημαίνον πολιτικό πρόσωπο, ήταν επιρρεπής σε κάθε είδους μυστικισμό. Κατά τα φαινόμενα, θεώρησαν τον Ρασπούτιν ως μετενσάρκωση ενός αποθανόντα παλιότερου πνευματικού συμβούλου, του μεσιέ Φιλίπ, ενός γάλλου μάγου με φήμη θεραπευτή. Στην πρώτη τους συνάντηση, ο Ρασπούτιν είχε τη διορατικότητα δεινού χαρτοπαίχτη. Ζήτησε να δει τον Αλεξέι Νικολάγεβιτς, τον διάδοχο του θρόνου, του οποίου η κακή υγεία, συνοδευόμενη από αιμοφιλικές κρίσεις, ανησυχούσε πολύ την αυτοκρατορική οικογένεια. Είχαν προσπαθήσει απελπισμένα να αποκτήσουν έναν διάδοχο μετά τη γέννηση τεσσάρων κοριτσιών, των Μεγάλων Δουκισσών. Ο Ρασπούτιν τον άγγιξε, τον κοίταξε έντονα, προσευχήθηκε μεγαλόφωνα, και το παιδί ένιωσε αμέσως να ανακουφίζεται. Από τότε έγινε απαραίτητος στους Τσάρους. Κανείς δεν έμαθε ποτέ αν η βελτίωση της υγείας του Αλεξέι οφειλόταν στην ικανότητα υποβολής του «Γέροντα», στις υπνωτιστικές του δυνάμεις ή στο ότι γνώριζε αρχαία, απόκρυφα παγανιστικά γιατροσόφια, το θέμα όμως είναι ότι πράγματι έφεραν αποτέλεσμα.
Στο μεταξύ ο Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς, εγκατεστημένος στην Πετρούπολη, άρχισε να είναι μια ανερχόμενη προσωπικότητα των Ανακτόρων και να κερδίζει την απόλυτη εμπιστοσύνη της βασιλικής οικογένειας. Γύρω στα 1910 κατόρθωσε να μπει στην πολιτική. Επηρέασε την αναγνώριση εκ μέρους της Ρωσίας της προσάρτησης της Βοσνίας- Ερζεγοβίνης από την Αυστροουγγαρία και την ουδέτερη στάση που κράτησαν οι Τσάροι (πράγμα που πολλοί ερμηνεύουν ως προδοσία προς τους ορθοδόξους αδερφούς Σέρβους). Επιπλέον πλησίασε τον επικεφαλής της Ιεράς Συνόδου, τον Σάμπλερ, για να κερδίσει έναν υποστηρικτή στον στενό κύκλο της Τσαρίνας. Από τότε η Αλεξάνδρα και ο Ρασπούτιν έρχονταν σε πλήρη συνεννόηση και οι επιθυμίες τους ταυτίζονταν: ο «Γέροντας» υποστήριζε, μεταφέροντας την επιδοκιμασία του Θεού, όλες τις πολιτικές δολοπλοκίες της αυτοκράτειρας. Ταυτόχρονα αυξανόταν ο κύκλος των πιστών του Ρασπούτιν στον γυναικείο πληθυσμό των αργόσχολων κυριών της υψηλής κοινωνίας, των αστών με θρησκευτικές ανησυχίες και των απλών πληβείων. Τον φρόντιζαν όπως οι πιστές θα περιποιούνταν έναν καρδινάλιο. Οι κοντέσες και οι δούκισσες επισκέπτονταν το διαμέρισμά του, του φιλούσαν το χέρι, γονάτιζαν μπροστά του, τον γέμιζαν δώρα και όταν έφευγαν ζητούσαν ως χάρη να πάρουν μαζί τους για να πλύνουν τα λερωμένα ρούχα του, αν ήταν δυνατόν με υπολείμματα ιδρώτα.
Πορνεία, έρωτες, σκάνδαλα
Εκείνη την εποχή ήταν ήδη θρυλικές οι ερωτικές χάρες που του επιδαψιλεύονταν από τις γυναίκες. Σύχναζε στα λουτρά, περιτριγυρισμένος από πιστές, πρόσφερε στις ακολούθους του- στις «αφελείς» του, με τη μυστικιστική σημασία της καλοπροαίρετης αγνότητας- προσωπικούς εξορκισμούς του δαίμονα της λαγνείας στον καναπέ του γραφείου του, κυνηγούσε κάθε γυναίκα που συναντούσε. Στις αναφορές της αστυνομίας εκείνης της εποχής οι φρουροί του δηλώνουν ότι σύχναζε στα πορνεία πολλές φορές την ημέρα. Μερικές φορές πάθαινε κρίσεις, απήγε κάποια πόρνη του δρόμου, εξαφανιζόταν σε κάποιο σπίτι και σε λίγο έβγαινε μιλώντας με δυνατή φωνή και κάνοντας περίεργες χειρονομίες. Στην πρωτεύουσα κυκλοφορούσε η φήμη ότι ήταν προικισμένος με ένα τεράστιο όργανο, σαν του αλόγου. Η παραμάνα του γιου τού Τσάρου, η Μαρία Βισνιάκοβα, τον κατηγόρησε ότι της είχε ριχτεί και της είχε κλέψει την παρθενιά σε μια οργιαστική τελετή σαν αυτές των «Μαστιγουμένων». Ο Ρασπούτιν είχε πλέον πετύχει έναν άθλο κοινωνιολογικού χαρακτήρα: να ενώσει τους πάντες με ένα κοινό συναίσθημα, την απέχθεια που ένιωθαν απέναντί του. Η Αριστερά τον θεωρούσε οπισθοδρομικό και αντισημίτη. Η Δεξιά και οι μοναρχικοί έτρεμαν την προτίμησή του προς πρόσωπα που απεχθάνονταν. Η Ορθόδοξη Εκκλησία υποπτευόταν στη συμπεριφορά του την αίρεση των «Χλίστι». Ο τότε πρωθυπουργός, ο Στολίπιν, δεν μπορούσε να κατανοήσει την εξουσία που ασκούσε πάνω στους Τσάρους. Οι Ρομανόφ σκανδαλίζονταν από την επιρροή του. Οι στρατιωτικοί διαμαρτύρονταν για την αντιπολεμική του στάση. Τελικά είναι περίεργο όχι τόσο το ότι διαπλέχθηκε μια συνωμοσία εναντίον της ζωής του όσο το ότι δεν έγιναν δεκάδες συνωμοσίες.
Το χάρισμα του «yurodstvo»
Οπως επίσης δεν παύει να προκαλεί περιέργεια το γεγονός ότι οι Τσάροι όχι μόνο έκαναν ότι δεν άκουγαν όλες τις κατηγορίες που έφταναν σε αυτούς- προερχόμενες από τον κύκλο της οικογένειάς του, τους υπουργούς της κυβέρνησης, τα μέλη της Δούμας, τους πληροφοριοδότες της μυστικής αστυνομίας του καθεστώτος-, αλλά αντικαθιστούσαν και απομάκρυναν συστηματικά όλους όσοι προσπαθούσαν να τους στρέψουν εναντίον του «Γέροντα».
Η μόνη πιθανή εξήγηση είναι και πάλι η ιδιόμορφη, γεμάτη προλήψεις θρησκοληψία των αυτοκρατόρων: δεν ήταν τυφλοί, αλλά ήταν πεισμένοι ότι έβλεπαν βαθύτερα. Οτι έβλεπαν όσα οι υπόλοιποι δεν ήταν ικανοί να δουν. Η Αλεξάνδρα και ο Νικόλαος θεωρούσαν ότι ο Ρασπούτιν διέθετε το χάρισμα του «yurodstvo», της «διά Χριστόν σαλότητος», της ιερής τρέλας. Στη μυστικιστική ρωσική παράδοση οι «διά Χριστόν σαλοί» είχαν μεγάλη ιστορική σημασία. Ο ναός του Αγίου Βασιλείου, στην Κόκκινη Πλατεία της Μόσχας, είναι αφιερωμένος σε έναν από αυτούς. Συνήθως επρόκειτο για επαίτες που περιπλανιόνταν γυμνοί, με αλυσίδες, απαγγέλλοντας μεγαλόφωνα χρησμούς και προφητείες. Προσποιούνταν ότι ήταν τρελοί για να υποφέρουν την προσωπική ταπείνωση, για να νιώσουν την εμπειρία του πόνου και του διωγμού, όπως ακριβώς και ο Χριστός. Περιφρονούσαν και κορόιδευαν τις κοινωνικές συμβάσεις και τα πάθη για να χρησιμεύσουν ως καθρέφτες στους υποκριτές αμαρτωλούς. Παρενοχλούσαν τις γυναίκες, συνουσιάζονταν δημοσίως. Αυτά ήταν τα κατορθώματα των «yurodstvo».
Στην ιδιωτική βιβλιοθήκη της Τσαρίνας Αλεξάνδρας βρισκόταν ο τόμος «Διά Χριστόν σαλοί της Ρωσικής Εκκλησίας», με σημειώσεις στα περιθώρια, που συμπεριελάμβανε ένα κεφάλαιο αφιερωμένο στη σεξουαλική ελευθεριότητα των ασκητών. Ετσι εξηγείται γιατί οι Τσάροι μπορούσαν να ερμηνεύσουν καλύτερα από τον καθένα τη συμπεριφορά του Ρασπούτιν.
Το πραξικόπημα της τσαρίνας
Πριν από την έναρξη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου μια άγνωστη γυναίκα, εμπνεόμενη από τον Ηλιό δωρο, έναν θρησκευτικό εχθρό του «Γέροντα», μαχαίρωσε τον Ρασπούτιν στο Ποκρόφσκογε. Ο Γκριγκόρι πέρασε αρκετές μέρες στα όρια ζωής και θανάτου. Οταν επέστρεψε στην Πετρούπολη ήταν πια διαφορετικός: έπινε απελπισμένα, χόρευε επί ώρες, περιστρεφόμενος χωρίς να ζαλίζεται και χτυπώντας τις μπότες του, και έκανε όλο και περισσότερες απόκρυφες προφητείες. Σε τηλεγραφήματα που έστελνε στον Τσάρο εκείνες τις μέρες έγραφε: «Αγγελοι στις τάξεις των στρατιωτών μας, η σωτηρία των ατρόμητων ηρώων μας με χαρά και νίκη». Οταν τον καλούσαν στο Τσαρκόε Σέλο για να θεραπεύσει τον Αλεξέι, ενώ βρισκόταν σε κατάσταση μέθης, συνερχόταν χωρίς κανείς να καταλαβαίνει πώς πετύχαινε αυτή την ξαφνική νηφαλιότητα. Οταν ο πόλεμος αρχίζει να παίρνει άλλη τροπή και ο Νικόλαος παύει από αρχιστράτηγο τον Μεγάλο Δούκα Νικολάι Νικολάγεβιτς, ύστερα από επιμονή της Αλεξάνδρας και του Ρασπούτιν, ο ίδιος ο Τσάρος τίθεται επικεφαλής του στρατού. Τότε η Τσαρίνα αναλαμβάνει την ηγεσία της κυβέρνησης, χάρη στην απόλυτη εξουσία που είχε πάνω στον σύζυγό της, και κάνει ένα πραγματικό πραξικόπημα με τη βοήθεια των βασικών μυστικοσυμβούλων της: της Αννας Βιρούμποβα και του Γκριγκόρι Γεφίμοβιτς. Παύει επίσης από τις θέσεις τους τον υπουργό Εσωτερικών, τον Γενικό Επίτροπο της Ιεράς Συνόδου και τον αρχηγό της αστυνομίας, τους οποίους αντικαθιστά με έμπιστα άτομα. Η αγανάκτηση, σχετικά με τον ρόλο της Τσαρίνας, δεν θα μπορούσε πλέον να είναι μεγαλύτερη. Κατηγορήθηκε ότι είχε κάνει μάγια στον Νικόλαο, ότι επιζητούσε την κατάλυση της μοναρχίας και ότι εργαζόταν κρυφά για να υπογράψει (αφού προκαλέσει την αναγκαστική διάλυση της Δούμας) μονομερή ειρήνη με τη χώρα προέλευσής της, τη Γερμανία, πράγμα που θα εθεωρείτο εθνική ντροπή.
Οταν ο Φέλιξ Γιουσούποβ πληροφορήθηκε αυτές τις φήμες, αποφάσισε ότι έπρεπε να σκοτώσει όσο το δυνατόν συντομότερα και με οποιοδήποτε τίμημα τον Ρασπούτιν. Ολα τα βήματα που είχε κάνει ο «Γέροντας» από τη μακρινή εποχή που περιπλανιόταν στη Σιβηρία ως φλογερός οραματιστής, τον οδήγησαν ως εκείνο το υπόγειο του καναλιού του Μόικα. Ετσι όταν βρέθηκε να κάθεται και να συζητάει με τον Πρίγκιπα Γιουσούποβ, εκείνος του πρόσφερε μερικά γλυκά με κόκκινη κρέμα, δηλητηριασμένα με κυανιούχο κάλιο. Του σερβίρισαν το δηλητήριο
Ο θρύλος λέει ότι ο Ρασπούτιν αρνήθηκε τα γλυκά, όπως και το κρασί Μαδέρας, που ήταν κι εκείνο δηλητηριασμένο. Οταν ο Φέλιξ Γιουσούποβ δεν έβρισκε πλέον άλλα θέματα για συζήτηση και υποψιάστηκε ότι το θύμα του είχε αρχίσει να προαισθάνεται τι συνέβαινε, ο Γκριγκόρι αποφάσισε να φάει και να πιει. Ο Φέλιξ αναφέρει ότι ο «Σκοτεινός» ήπιε τόσα ποτήρια κρασί Μαδέρας και έφαγε τόσα γλυκά που αρκούσαν για να σκοτώσουν ένα σύνταγμα Κοζάκων, αλλά δεν έδειχνε συμπτώματα δηλητηρίασης, εκτός από αυξημένη σιελόρροια και διαρκή χασμουρητά. Απελπισμένος, έφυγε από το υπόγειο, συμβουλεύτηκε τους υπόλοιπους συνωμότες και ζήτησε από τον Ντμίτρι Πάβλοβιτς το υπηρεσιακό του όπλο. Επέστρεψε στον Ρασπούτιν με το πιστόλι κρυμμένο πίσω του και τον πυροβόλησε στο στήθος. Φημολογείται ότι έπεσε πάνω στην προβιά της πολικής αρκούδας και ότι βιάστηκαν να μετακινήσουν το πτώμα για να μην τη λερώσει το αίμα.
Επειτα τον άφησαν καταγής στο σκοτεινό υπόγειο και ανέβηκαν στα δωμάτια του πρώτου ορόφου. Στα απομνημονεύματά του ο Φέλιξ αναφέρει ότι πολύ σύντομα ένιωσε μια ασυγκράτητη επιθυμία να ξαναδεί το πτώμα. Επέστρεψαν στον τόπο του εγκλήματος, ταρακούνησε το σώμα και διαπίστωσε ότι ήταν ακόμη ζεστό. Ξαφνικά ο Ρασπούτιν άνοιξε τα μάτια του και τα κάρφωσε στο πρόσωπο του δολοφόνου του. Στη συνέχεια σηκώθηκε και άρπαξε τον Φέλιξ από τον λαιμό με την τεράστια δύναμή του. Οταν ο πρίγκιπας κατόρθωσε να του ξεφύγει, ο Ρασπούτιν, που δεν είχε πάψει να επαναλαμβάνει οργισμένος το όνομα του Φέλιξ, βγήκε κι έτρεξε προς τη σκάλα, προς την αυλή. Ο Πουρίσκεβιτς ξεχύθηκε πίσω του, τον πρόλαβε έξω και του έριξε τέσσερις σφαίρες με το ρεβόλβερ του, ένα Savage, πυροβολώντας τον δύο φορές, με δύο βολές κάθε φορά. Αστόχησε στις δύο πρώτες. Η τρίτη- όπως έγραψε μετά- τον πέτυχε στην πλάτη ενώ έτρεχε και η τέταρτη στο κεφάλι. Ο υπηρέτης του Μεγάρου Γιουσούποβ έσυρε το πτώμα πάνω στο χιόνι και το μετέφερε μέσα στο σπίτι. Εκεί πλέον ο Φέλιξ κυριεύθηκε από υστερία και άρχισε να χτυπάει το κεφάλι του Ρασπούτιν με μια σιδερένια βέργα καλυμμένη με λάστιχο, ώσπου απόμεινε εξαντλημένος και βουτηγμένος στο αίμα.
Εκείνη τη στιγμή χτύπησαν τις πύλες του μεγάρου δύο φρουροί του αστυνομικού τμήματος του καναλιού του Μόικα που φυλούσαν σκοπιά. Είπαν πως είχαν ακούσει πυροβολισμούς. Ο Πουρίσκεβιτς, πανικόβλητος, τους αποκάλυψε την ταυτότητά του ως μέλους της Δούμας, ομολόγησε το έγκλημα και απευθύνθηκε στον πατριωτισμό των δύο αστυνομικών για να κρατήσουν το στόμα τους κλειστό προς χάριν της Μητέρας Ρωσίας. Ωστόσο την άλλη μέρα το πρωί, πολύ νωρίς, ο δήμαρχος της Πετρούπολης, ο Αλεξάντερ Μπαλκ, ειδοποίησε τον υπουργό Εσωτερικών Προτοπόποφ για εκείνη την απίστευτη συνομιλία ανάμεσα σε έναν από τους δολοφόνους και τους δύο τυχαίους μάρτυρες των πυροβολισμών. Η φήμη για τη δολοφονία του Ρασπούτιν διαδόθηκε σε όλη την πόλη, ώσπου έφτασε και στο Τσάρκοε Σέλο, στα αφτιά των Τσάρων. «Μίλησε» το πτώμα
Αν και ποτέ δεν θα μάθουμε με βεβαιότητα τι συνέβη σε εκείνο το υπόγειο, οι αμφιβολίες του Ραντζίνσκι για τις γραπτές εκδοχές του Γιουσούποβ και του Πουρίσκεβιτς είναι δικαιολογημένες. Η εκπληκτική αντοχή του Ρασπούτιν στο αρσενικό εξηγείται, για δύο λόγους. Το δηλητήριο δεν είχε διαλυθεί καλά στο κρασί κι έτσι η δόση του αρσενικού ήταν ανεπαρκής. Οσο για τα γλυκά, ο Ρασπούτιν ποτέ δεν τα δοκίμασε: ποτέ δεν καταστρατηγούσε τη δίαιτά του, στην οποία δεν επιτρεπόταν να τρώει κρέας και γλυκά «γιατί σκοτείνιαζαν την αύρα». Το πιθανότερο είναι ότι ο Φέλιξ, ο οποίος μισούσε τα όπλα και ήταν φοβητσιάρης, τον τραυμάτισε μόνο όταν τον πυροβόλησε. Εξ ου και η «ανάστασή» του. Οσον αφορά τον Πουρίσκεβιτς, δεν φαίνεται αληθοφανές ένας πολίτης να αστοχήσει στους δύο πρώτους πυροβολισμούς και να πετύχει μετά, από πιο μακριά, τον στόχο του με δύο πυροβολισμούς, στην πλάτη και στο κεφάλι. Το μέλος της Δούμας έκανε μεγάλες προσπάθειες τις επόμενες μέρες για να απαλλάξει στο μέτρο του δυνατού τον Ντμίτρι Πάβλοβιτς. «Τα χέρια της βασιλικής οικογένειας δεν βάφονται με αίμα» δήλωσε πολλές φορές. Αλλά πρέπει να ήταν ο Ντμίτρι, γενναίος στρατιώτης και δεινός σκοπευτής, εκείνος που πέτυχε τον Ρασπούτιν στην αυλή. Η δεύτερη σειρά πυροβολισμών, οι θανατηφόρες βολές, προέρχονταν από το όπλο του ξαδέρφου του Τσάρου. Γι΄ αυτό ο Νικόλαος τιμώρησε αργότερα τον Ντμίτρι, τον εκλεκτό του, με την πιο αυστηρή τιμωρία και τον έστειλε στο μέτωπο, στην Περσία. Δεν υπήρχε αμφιβολία για το ποιος είχε σκοτώσει τον Ρασπούτιν.
Βρήκαν το πτώμα να πλέει, με τον κορμό γυμνό, στα παγωμένα νερά του Νέβα το πρωί της 19ης Δεκεμβρίου. Το πρόσωπο ήταν παραμορφωμένο, είχε τρύπες από σφαίρες στον θώρακα, στην πλάτη και στο κεφάλι. Το περίεργο ήταν ότι τα χέρια του ήταν κοκαλωμένα σε υψωμένη θέση. Σύμφωνα με όσα ανέφεραν οι γιατροί που ανέλαβαν την αυτοψία, ο Ρασπούτιν ήταν ακόμη ζωντανός και προσπάθησε να σπάσει τα δεσμά του όταν τον έριξαν οι δολοφόνοι του σε μια τρύπα που έκαναν στον πάγο κάτω από τη γέφυρα του Καναλιού του Μεγάλου Πέτρου.
Λίγος καιρός απόμενε ώσπου να παραιτηθεί ο Νικόλαος και να ξεσπάσει μια βροχή αίματος στη Ρωσία.