ΗΕλλάδα και η Αθήνα γιορτάζουν τα 100χρονα από τη γέννηση του Γιάννη Ρίτσου με τον καλύτερο τρόπο. Με τις μεγάλες συνθέσεις του Μίκη Θεοδωράκη «Επιτάφιος», «Ρωμιοσύνη» και «Δεκαοχτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας», οι οποίες παρουσιάζονται απόψε από τη Λαϊκή Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Η στρατευμένη ποίηση
του Ρίτσου έναν σκοπό είχε τελικά: την αναζήτηση της φυλετικής μας ταυτότητας, μέσα όμως από την υπεράσπιση της ηθικής ακεραιότητας και της περηφάνιας του λαού μας. Κάποτε οι σουηδοί ακαδημαϊκοί έδωσαν το Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη γιατί εξέφραζε γι΄ αυτούς την Ελλάδα, την Ελπίδα, την Ελευθερία και την Ελένη. Αποκωδικοποιώντας το έργο του Ρίτσου και του Θεοδωράκη, θα χρησιμοποιούσα
τις ίδιες ακριβώς λέξεις. Μόνο που οι «σοφές κουκουβάγιες» της Στοκχόλμης έξι φορές αρνήθηκαν το Νομπέλ στον Ρίτσο και δύο φορές στον Θεοδωράκη! Επειδή ήταν κομμουνιστές… Ο συνθέτης, στα 83 του τώρα, με αφορμή την αποψινή συναυλία στο Ηρώδειο, μίλησε με τον έκτακτο συνεργάτη του «Βήματος», δημοσιογράφο και βουλευτή
Γιώργο Λιάνη. Ησυνέντευξη έχει ως εξής:
– Τι απομένει σήμερα από τη μάχη του «Επιτάφιου» και από τα δύο στρατόπεδα:Χατζιδάκις, Μούσχουρη,Φιντέλιτι από τη μία, Θεοδωράκης,Μπιθικώτσης,Χιώτης, Κολούμπια από την άλλη;
«Η μάχη των “Επιτάφιων” έγινε γύρω από ένα καυτό ερώτημα εκείνης της εποχής: Εχουμε το δικαίωμα ως Νεοέλληνες να χρησιμοποιούμε το μπουζούκι και τους λαϊκούς τραγουδιστές και μουσικούς για τη μελοποίηση της “υψηλής” ποίησης, και μάλιστα της “επαναστατικής”, όπως αυτή του Ρίτσου; Μήπως το μπουζούκι δεν ήταν όργανο τούρκικο, όπως δεν ήταν τούρκικοι και οι “δρόμοι” της ρεμπέτικης λαϊκής μουσικής; Η διαμάχη δηλαδή έκρυβε μέσα της εθνικιστικά-πατριωτικά στοιχεία σε μια εποχή που η χώρα μας μόλις έβγαινε από τον Εμφύλιο με νωπές τις πληγές, αναζητώντας την πεμπτουσία της ελληνικότητάς της, ιδιαίτερα στον πνευματικό-καλλιτεχνικό χώρο. Εξάλλου στη διαμάχη Δύσης- Ανατολής η νίκη των εθνικιστικών δυνάμεων με τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, των ΗΠΑ και γενικά του δυτικού κόσμου είχε θέσει την Ελλάδα από κάθε άποψη στην αγκαλιά της Δύσης. Βέβαια η Τουρκία, μέλος του ΝΑΤΟ, εθεωρείτο χώρα δυτική. Οχι όμως και ο πολιτισμός της και ειδικά τα τραγούδια της, που η αστική μας τάξη τα είχε κατατάξει σε προϊόντα μιας κατώτερης παράδοσης και γι΄ αυτό βλαβερά για το δυτικό κοινωνικό-εθνικό μοντέλο που είχε και έχει ως πρότυπο».
– Η «μάχη του “Επιταφίου”» ήταν εν τέλει πολιτική ή καλλιτεχνική;
« Η διαμάχη είχε στην αρχή καλλιτεχνικό χαρακτήρα, για να εμπλουτισθεί στη συνέχεια με τα στοιχεία που περιγράψαμε, με την προσθήκη ότι η αντίθεση ΔύσηΑνατολή έπαιρνε όλο και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα, δηλαδή Αριστεράς- Δεξιάς. Οσο για την ερώτηση “τι απομένει σήμερα”, η απάντηση είναι… η κατά κράτος επικράτηση του διδύμου Δύση- Δεξιά σε ό,τι αφορά τον υψηλό ψυχαγωγικό ρόλο του τραγουδιού με το έτερο δίδυμο Ανατολή- Αριστερά να περιορίζεταιστο τραγούδι πάντοτε-, όπως και κατά την προ “Επιταφίου” εποχή, στον καθαρά διασκεδαστικό του ρόλο ».
– Πώς υποδέχτηκε τότε η νεολαία το έργο το δικό σου και του Γιάννη Ρίτσου;
«Τι να πω; Εσύ ως φοιτητής τότεγνωρίζεις καλύτερα, αφού, όπως μου έχεις πει, ο “Επιτάφιος” άλλαξε τη ζωή σου».
– Τι δουλειά είχες εσύ, ένας συμφωνιστής, με όλα αυτά που πλημμύρισαν τον τόπο μετά;
«Ως μουσικός τα πάντα τα πήρα από την Ελλάδα πλην της συμφωνικής τεχνικής, με την οποία ολοκληρώθηκα ως δημιουργός και βεβαίως την αναζήτησα στην Ευρώπη. Αλλωστε αυτή υπήρξε η μοναδική πρωτότυπη συνεισφορά της Ευρώπης, δεδομένου ότι όλες οι υπόλοιπες μορφές τέχνης προέρχονται από την Αρχαία Ελλάδα. Ξεκινώντας τη μουσική πορεία μου στηρίχτηκα στο τραγούδι και στην εκκλησιαστική μουσική. Οταν ανακάλυψα τη συμφωνική τέχνη, συνειδητοποίησα ότι με την απόλυτη γνώση της ολοκληρώνεται ο εσωτερικός μουσικός κόσμος μου. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι τη θεώρησα ως προς την ουσία της διαφορετική (ή ανώτερη) από την τέχνη της τραγουδοποιίας».
– Ο Ρίτσος μού είχε εξομολογηθεί ότι το θεωρούσε ιεροσυλία να έμπαιναν σε λαϊκά κέντρα ο «Επιτάφιος», τα «άγια των αγίων» του λαού μας.
«Ετσι είναι. Και νομίζω ότι το στοιχείο που απώθησε, τόσο τον Ρίτσο όσο και τον Σεφέρη, ήταν η φωνή του Μπιθικώτση και το μπουζούκι του Μανώλη Χιώτη. Τους ήταν αδιανόητο να βλέπουν την ποίησή τους ντυμένη με τα λαϊκά μουσικά ρούχα των τραγουδιών του Τσιτσάνη, που τα άκουγες τότε σε περιθωριακά μουσικά κέντρα προορισμένα για τους φτωχούς εργαζομένους των συνοικιών. Τότε το αφτί των αστών (ακόμη και των αριστερών διανοουμένων) είχε συνηθίσει να ακούει βιολιά, σαξόφωνα και άλλα “ευγενή” μουσικά όργανα. Τις δε φωνές τις ήθελε βελούδινες, απαλές, γλυκερές. Ευρωπαϊκές! Να όμως που το αφτί τελικά συνηθίζει, φθάνει να ξέρεις εσύ με ποιους τρόπους θα το οδηγήσεις να δεχθεί μελωδίες, φωνές και όργανα στην ουσία καθαρά ελληνικά. Το κύμα της αποδοχής του “Επιτάφιου” (και των υπόλοιπων έργων) υπήρξε τόσο πλατύ, βαθύ και ισχυρό, που παρέσυρε ακόμη και τους πιο επιφυλακτικούς, όπως ήταν λ.χ. ο Σεφέρης, που με παρακάλεσε να περάσουμε μια ολόκληρη νύχτα πηγαίνοντας από το ένα λαϊκό κέντρο στο άλλο, για να απολαμβάνει σαν μικρό παιδί το “Περιγιάλι”». – Τι ρόλο έπαιξε ο Μάνος Χατζιδάκις στον «Επιτάφιο»;
«Χωρίς τον Χατζιδάκι είναι βέβαιον ότι δεν θα έμπαινα τότε στον στίβο του ελληνικού τραγουδιού. Η δε ουσιαστική μας συνύπαρξη είχε για μένα τον χαρακτήρα μιας πράξης συμβολικής και ακόμη πιο πολύ καθοριστικής για μας, αν σκεφτεί κανείς το τι κάναμε και οι δυο μας παράλληλα από ΄κεί και πέρα».
– Φαντάζεσαι μια χορωδία αποτελούμενη από σημερινά πολιτικά πρόσωπα να τραγουδά «Επιτάφιο», «Ρωμιοσύνη» και «Αξιον εστί» σήμερα;
«Η χορωδία αποτελεί την αποθέωση της μουσικής αρμονίας. Οι διάφορες φωνές που την απαρτίζουν υπακούουν σε αρμονικούς νόμους που απορρέουν από τη σύνθεση των αντιθέσεων. Αντιθέτως, η σύγχρονη ελληνική Βουλή έγινε πρότυπο κακοφωνίας, δεδομένου ότι οι αντιθέσεις εκεί δεν οδηγούν σε σύνθεση αλλά σε αποσύνθεση».
Η συναυλία της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» πραγματοποιείται σήμερα στις 21.00 στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.
Ερμηνεύουν οι Νένα Βενετσάνου, Δημήτρης Μπάσης, Καλλιόπη Βέττα και Αλέξανδρος Χατζής. Περισσότερες πληροφορίες στο τηλ. 210 3272.000. Τα εισιτήρια κοστίζουν 60, 50, 40, 30 και 20 ευρώ (άνω διάζωμα).
Ο κ. Γιώργος Λιάνης είναι βουλευτής του ΠαΣοΚ και δημοσιογράφος.
«Το ΚΚΕ άλλαξε βαθιά τον Ρίτσο»
– Στην τελετή απονομής του Νομπέλ στον Οδυσσέα Ελύτη, οι μισοί Σουηδοί μού έλεγαν ότι το χρωστούσε σε σένα και οι άλλοι μισοί ότι έπρεπε να το μοιραστεί με τον Γιάννη Ρίτσο, που ήταν έξι φορές υποψήφιος.
«Ο Ρίτσος τότε, όπως και εγώ προσφάτως, δεν είχαμε καμία πιθανότητα για Βραβείο Νομπέλ, μιας και, εκτός από κομμουνιστές, ήμασταν και κάτοχοι του Βραβείου Λένιν. Και αυτό γιατί οι ηγετικές ομάδες της Σουηδίας και της Νορβηγίας διαπνέονται από έναν άκρατο αντικομμουνισμό».
– Ηταν μεγάλος ποιητής ο Ρίτσος; Αν ναι, γιατί βλέπουμε μεγάλες περιόδους με μερικές και ολικές εκλείψεις του; Το ΚΚΕ τον χρησιμοποίησε ή τον έχει ακόμη στο λαϊκό εικονοστάσιο, όπως κάποτε;
«Θα ήταν ίσως βαρετό και ψυχοφθόρο για την όποια μεγάλη προσωπικότητα να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο της καθημερινότητας. Αλλωστε δεν το έχει ανάγκη, γιατί γι΄ αυτή σημασία έχει το έργο της να υπάρχει ζωντανό μέσα στους ανθρώπους. Οσο για το ΚΚΕ, γιατί τόση σκληρότητα; Υπάρχουν πολλοί από μας που θυσιάσαμε τα νιάτα μας ακολουθώντας τα ματωβαμένα του λάβαρα. Κάτω από τη σκιά τους διδαχτήκαμε, ψηλώσαμε, ολοκληρωθήκαμε. Στο κάτω-κάτω, το ΚΚΕ είναι μια ιδέα που άλλαξε ριζικά τον λαό και τη χώρα μας, όπως άλλαξε βαθιά τον Γιάννη Ρίτσο, δημιουργώντας για τους απογόνους αυτό το πρότυπο του πολίτη-ποιητή».