OΠαναγιώτης Γράββαλος σπούδασε ζωγραφική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών και συνέχισε τις σπουδές του στη χαρακτική, ενώ δίδαξε στο Εργαστήρι Γραφικών Τεχνών της Σχολής Δοξιάδη. Εχει φιλοτεχνήσει πληθώρα γραμματοσήμων, για τα περισσότερα από τα οποία έχει τιμηθεί με διεθνείς βραβεύσεις. Εργα του εκτέθηκαν σε πολλές εκθέσεις, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό.
Γεννήθηκα στη Λαμία και έμεινα εκεί έως ότου τελείωσα το σχολείο.
Ζωγράφιζα από παιδί. Ημουν μαθητής στο γυμνάσιο όταν έκανα πορτρέτα ηθοποιών για έναν κινηματογράφο. Τρεις Λαμιώτες, που σπούδαζαν στη Σχολή Καλών Τεχνών, ρώτησαν ποιος φτιάχνει τα πορτρέτα, με βρήκαν και μου έδωσαν οδηγίες πώς να προετοιμαστώ για τη σχολή. Οι γονείς μου με άφησαν τελείως ελεύθερο να επιλέξω αυτό που ήθελα να κάνω και αυτό ήταν πολύ σημαντικό. Εκείνη την εποχή ήταν «της μόδας» το Πολυτεχνείο και πολλοί πήγαιναν εκεί να σπουδάσουν, ακόμη και αν δεν τους άρεσε.
Οι γονείς μου δεν είχαν ιδιαίτερη σχέση με την τέχνη, αλλά ο πατέρας μου ήταν εκπληκτικός καλλιγράφος.
Οταν υπήρχε ανάγκη για επίσημα έγγραφα, τα έδιναν σε εκείνον. Αυτή την ικανότητα νομίζω μου τη μετέδωσε.
Δεν θεωρώ ότι η σχολή είναι απαραίτητη για να γίνει κάποιος καλλιτέχνης.
Προσφέρει βέβαια συμπυκνωμένες γνώσεις, που διαφορετικά μπορεί να χρειαζόταν πολύ περισσότερος χρόνος για να αποκτηθούν. Και σου δίνει την ευκαιρία να έρθεις σε επαφή με σημαντικούς καλλιτέχνες, που είναι δάσκαλοί σου.
Υπήρξα τυχερός που είχα καθηγητές δύο σπουδαίους καλλιτέχνες, τον Γιάννη Μόραλη και τον Σπύρο Παπαλουκά.
Από τον πρώτο πήρα τις βάσεις για μια καλή παιδεία στο σχέδιο και από τον δεύτερο τις βάσεις για το χρώμα. Ενα ολόκληρο καλοκαίρι ο Παπαλουκάς μάς έβαζε να ζωγραφίζουμε ένα γκρίζο σκαμνί, πάνω στο οποίο είχε βάλει έναν γκρίζο κύβο. Με αυτή την άσκηση μας έμαθε να βλέπουμε. Το σπουδαιότερο στην τέχνη δεν είναι να μπορείς να κάνεις αλλά να μπορείς να δεις: να δεις σωστά και με καλλιτεχνικό μάτι.
Μόνο με τη δουλειά μπορεί κανείς να προχωρήσει.
Με τη δουλειά απελευθερώνονται τα χέρια, που είναι οι εντολοδόχοι του εγκεφάλου. Η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος είναι παραμύθι. Αν δουλεύεις συνέχεια, σου έρχονται ιδέες. Δεν υπάρχει έμπνευση. Ιδέες υπάρχουν.
Η γκαλερί Ζυγός στην οδό Βουκουρεστίου, κατά τη δεκαετία του ’60, είχε μια έκθεση με θέμα τα λουλούδια, όπου το κοινό ψήφιζε το έργο που του άρεσε περισσότερο.
Η ψήφος έπρεπε να είναι αιτιολογημένη. Τα βραβεία ήταν δύο: ένα για το έργο που θα έπαιρνε τις περισσότερες ψήφους και ένα για εκείνο που θα δεχόταν την καλύτερα διατυπωμένη κριτική. Το δικό μου πήρε βραβείο για την καλύτερη ανάλυση. Και πράγματι, εκείνος ο απλός άνθρωπος που το έκρινε είχε δει πράγματα που τα είχα κάνει με το υποσυνείδητό μου, δεν τα είχα συνειδητοποιήσει.
Η τέχνη έχει την αποστολή να κάνει τον άνθρωπο καλύτερο.
Και τον κάνει καλύτερο, αρκεί εκείνος να σταθεί ειλικρινά απέναντι στο έργο τέχνης, απαλλαγμένος από κάθε άλλο όραμα ή προκατάληψη. Αυτό βέβαια δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά μόνο τότε μπορεί κάποιος να καταλάβει πραγματικά το έργο.
Είμαι ερωτευμένος με το σχέδιο και δεν το έχω εγκαταλείψει ποτέ.
Είναι το παν στην τέχνη, όχι μόνο στη ζωγραφική. Ακόμη και μια πινελιά να κάνεις επάνω στο τελάρο, πρέπει να είναι σχεδιασμένη. Ο Μόραλης μας έλεγε ότι από ένα έργο τελειωμένο πρέπει κάθε τετραγωνικό εκατοστό να είναι πάντα ένα άλλο έργο. Αν απομονώσεις δηλαδή από κάποιον πίνακα ένα οποιοδήποτε κομμάτι, αυτό να είναι ζωγραφική. Ηθελε να πει ότι κανένα σημείο του έργου δεν πρέπει να εγκαταλείπεται στην τύχη του.
Ο Πιέρο ντέλα Φραντσέσκα ήταν από τους αγαπημένους μου ζωγράφους.
Μια φορά επισκέφτηκα την Ιταλία και πήγα στην Πάντοβα, όπου υπάρχει μια εκκλησία γεμάτη με έργα του. Οταν μπήκα μέσα υπήρχαν παντού σκαλωσιές, γιατί καθάριζαν τα έργα. Επειδή ήμουν στην Καλών Τεχνών, με άφησαν να ανέβω. Οταν είδα από τόσο κοντινή απόσταση τα έργα εκείνα, έβαλα τα κλάματα. Ηταν το άκρον άωτον της ζωγραφικής, αυτό ακριβώς που μας έλεγε ο Μόραλης. Κάθε τετραγωνικό εκατοστό ήταν ζωγραφική.
Η Σαντορίνη έχει παίξει πολύ σημαντικό ρόλο στο έργο μου.
Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα. Μόλις έστριψε το πλοίο στο σημείο που αρχίζει να φαίνεται η καλντέρα «έμεινα» από το θέαμα. Τη Σαντορίνη την ανακάλυψα σιγά σιγά. Στην αρχή σε ξεγελάει, δίνοντάς σου επιπόλαιες εντυπώσεις που σε θαμπώνουν, αλλά εγώ είχα τη χαρά να ξυπνάω πολύ πρωί και διένυα μεγάλες αποστάσεις με τα πόδια. Εκείνη την ώρα, που κοιμόντουσαν ακόμη όλοι, έμοιαζε με έρημη πόλη. Είχε μια ατμόσφαιρα που με γοήτευε πολύ. Η καλντέρα, για παράδειγμα, δεν είναι μόνο βράχια, είναι κάτι άλλο, που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Πιστεύω ότι στα έργα μου κατάφερα να «πιάσω» το πνεύμα της Σαντορίνης.
Στο ταλέντο πιστεύω εν μέρει.
Περισσότερο πιστεύω σε αυτό που έλεγε ο Λεονάρντο ντα Βίντσι: «Αλίμονο στον καλλιτέχνη που το ταλέντο του είναι μεγαλύτερο από το μυαλό του». Στη σχολή γνώρισα ανθρώπους με φοβερό ταλέντο, που όμως εξαφανίστηκαν γιατί δεν είχαν το μυαλό να το χρησιμοποιήσουν.– Δέσποινα Λάδη
Δημοσιεύθηκε στο BHMAMEN, τεύχος 39, σελ. 118-119, Ιούνιος 2009.