Εγκαταλειμμένα κτίρια που καταρρέουν και δημιουργούν κινδύνους για τους διερχομένους βρίσκονται σε αρκετά σημεία της Αθήνας. Τα περισσότερα είναι νεοκλασικά που χαρακτηρίστηκαν «κόκκινα» μετά τον καταστροφικό σεισμό της Αθήνας του 1999, δηλαδή επικίνδυνα για κατοίκηση. Αρκετά από αυτά είχαν ήδη χαρακτηριστεί διατηρητέα, πράγμα που σημαίνει ότι οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούσαν να τα γκρεμίσουν. Μπορούσαν μόνο να τα επισκευάσουν. Ωστόσο οι ειδικοί αναφέρουν ότι το κόστος αποκατάστασης ενός νεοκλασικού- διατηρητέου ή μη- κτιρίου υπολογίζεται στο διπλάσιο της αξίας κατασκευής ενός νεόδμητου, δηλαδή πρόκειται για πολύ ακριβή λύση για τους ιδιοκτήτες, που δεν καλύπτεται από την πολιτεία.
Σήμερα, 10 χρόνια μετά, τα κτίρια αυτά δεν έχουν επισκευαστεί, αλλά ούτε έχουν γκρεμιστεί. Απλώς καταρρέουν και αποτελούν απειλή για τη δημόσια ασφάλεια.
Το κυριότερο όμως είναι ότι κανείς δεν φαίνεται να καθορίζει την τύχη τους, η οποία εξαρτάται από τους ιδιοκτήτες- άλλωστε μπορεί να υπάρχει και μπερδεμένο καθεστώς ιδιοκτησίας-, την Πολεοδομία και το υπουργείο Πολιτισμού. Δηλαδή κανείς δεν ελέγχει αν έγινε αυτό που έπρεπε στα επικίνδυνα κτίρια.
Η σεισμική έξαρση των τελευταίων ημερών σε διάφορα σημεία της χώρας και της γειτονικής πΓΔΜ υπενθυμίζει ότι η Ελλάδα ως σεισμογενής χώρα πρέπει να μεριμνήσει για την ασφάλεια των κτιρίων της, ιδιαίτερα στα πυκνοδομημένα κέντρα των πόλεων, όπως της Αθήνας. Και αυτό γιατί το κέντρο της πόλης έχει λίγους ελεύθερους χώρους όπου μπορούν να καταφύγουν οι πολίτες και πολλές παγίδες, όπως αυτές των εγκαταλειμμένων κτιρίων που καταρρέουν.
ΤΑ ΚΑΤΕΔΑΦΙΣΤΕΑ
Περίπου 5.000 κτίρια της Αττικής επλήγησαν ανεπανόρθωτα από τον καταστροφικό σεισμό της 7ης Σεπτεμβρίου 1999 και κρίθηκαν κατεδαφιστέα από τον δευτεροβάθμιο έλεγχο των συνεργείων του ΥΠΕΧΩΔΕ. Αλλα 60.000 κτίρια περίπου χρειάζονταν σοβαρές επισκευές, ενώ ελαφρότερες επισκευές χρειάζονταν περίπου 140.000 κατοικίες στο Λεκανοπέδιο. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι οι ζημιές των κτιρίων ξεπέρασαν κάθε αρχικό υπολογισμό, αφού υπήρξαν σοβαρές ζημιές και στο κέντρο της Αθήνας.
Τα συνεργεία του ΥΠΕΧΩΔΕ πραγματοποίησαν περισσότερους από 200.000 ελέγχους σε κτίρια της πρωτεύουσας μετά τον σεισμό του 1999. Από τους πρωτοβάθμιους ελέγχους περίπου 14.000 σπίτια χαρακτηρίστηκαν «κόκκινα» και 50.000 «κίτρινα», χαρακτηρισμοί που σημαίνουν ότι όλα αυτά τα κτίρια δεν πρέπει να κατοικούνται. Ο δευτεροβάθμιος έλεγχος στα «κόκκινα» κτίρια έδειξε ότι περίπου 5.000 έπρεπε να κατεδαφιστούν. Τα υπόλοιπα μπορούσαν να επισκευαστούν.
Το κόστος για την εθνική οικονομία μόνο από την κατεδάφιση των ετοιμόρροπων και την ανέγερση των νέων σπιτιών υπολογίστηκε τότε σε 1,5 δισ. ευρώ. Μάλιστα η πολιτεία έδωσε και οικονομικά κίνητρα τότε, με τη μορφή κρατικής στεγαστικής συνδρομής, για την επισκευή των οικοδομών που επλήγησαν. Εκείνο που δεν έπραξε η πολιτεία ήταν ο επανέλεγχος των κτιρίων μετά την επισκευή τους. Κανείς δεν γνωρίζει σήμερα αν όντως τα κτίρια επισκευάστηκαν ή απλώς «μπαλώθηκαν», ούτε αν κατεδαφίστηκαν όσα έπρεπε.
ΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΚΤΙΡΙΑ
Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι το 2001 με εγκύκλιο του ΥΠΕΧΩΔΕ ζητήθηκε από τις περιφέρειες, τις νομαρχίες και τους δήμους της χώρας να προχωρήσουν σε ταχύ οπτικό προσεισμικό έλεγχο σε όλα τα δημόσια κτίρια της χώρας, που ανέρχονται περίπου σε 80.000. Ωστόσο δεν αναφερόταν ότι ο έλεγχος αυτός ήταν υποχρεωτικός. Στα χρόνια που ακολούθησαν ο Οργανισμός Αντισεισμικού Σχεδιασμού και Προστασίας (ΟΑΣΠ) έστειλε σειρά γραπτών υπομνημάτων προς τις περιφέρειες, τις νομαρχίες και τους δήμους της χώρας, υπενθυμίζοντας ότι πρέπει να κάνουν αυτόν τον προσεισμικό έλεγχο. Οκτώ χρόνια μετά, μόλις το 10% περίπου των κτιρίων αυτών έχει ελεγχθεί, καθώς η όλη διαδικασία προχωρεί με ρυθμούς χελώνας.
ΤΑ ΣΧΟΛΕΙΑ
Πέντε χιλιάδες σχολεία έχουν κτιστεί χωρίς αντισεισμικό κανονισμό. Ως τώρα έχουν ελεγχθεί οπτικά 1.877
σχολικά κτίρια σε 37 σεισμογενείς νομούς, στα οποία δεν φαίνεται να υπάρχουν προβλήματα στατικότητας. Θα χρειαστεί όμως και δεύτερος έλεγχος σε συνεργασία του ΟΣΚ και πανεπιστημιακούς φορείς.
Η πρώτη φάση του προσεισμικού ελέγχου (ταχύς οπτικός έλεγχος) διενεργήθηκε στα σχολικά κτίρια που σχεδιάστηκαν και κατασκευάστηκαν χωρίς αντισεισμικό κανονισμό σε διάφορους νομούς της χώρας.
Παράλληλα ο Δήμος Αθηναίων έχει ελέγξει τα σχολεία της Αθήνας, στα οποία δεν παρουσιάζονται προβλήματα.
ΤΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ
Την προσεισμική ενίσχυση των 2.300 δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων νοσοκομείων και κλινικών της χώρας πρότεινε πρόσφατα ο πρόεδρος του ΤΕΕ κ. Γιάννης Αλαβάνος.
Ηδη έχει ολοκληρωθεί ένα ερευνητικό πρόγραμμα από το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης για τον προσεισμικό έλεγχο κτιρίων σχολείων και νοσοκομείων της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, όπου εφαρμόστηκε ο ταχύς οπτικός έλεγχος σε 331 κτίρια νοσοκομείων και σε 167 κτίρια σχολείων.
ΤΑ ΙΔΙΩΤΙΚΑ ΚΤΙΡΙΑ
Το 80% των περίπου 4.000.000 κτιρίων όλης της χώρας, που έχουν κτιστεί πριν από το 1985, με τον παλιό αντισεισμικό κανονισμό, είναι εν δυνάμει τρωτά σε μελλοντικό ισχυρό σεισμό, γιατί δεν πληρούν τις σύγχρονες προδιαγραφές. Το κόστος της ενίσχυσής τους ποικίλλει, ανάλογα με την κατάσταση του κτιρίου, από 5% ως 50% σε σχέση με την αξία της κατασκευής τους.
Πρόκειται για τα πρώτα συμπεράσματα της 9ετούς μελέτης του ΤΕΕ, στο πλαίσιο του Εθνικού Προγράμματος Αντισεισμικής Ενίσχυσης Υφισταμένων Κτιρίων (ΕΠΑΝΤΥΚ), που υλοποιείται υπό τον ομότιμο καθηγητή του ΕΜΠ κ. Θ.Π. Τάσιο. Στη διάρκεια της μελέτης ελέγχθηκε στατιστικά σχεδόν το σύνολο των 3.990.512 κτιρίων της χώρας, εκ των οποίων 35% είναι πλινθόκτιστα ή λιθόκτιστα, παρουσιάζουν αυξημένη τρωτότητα και επομένως πρέπει να ενισχυθούν κατά προτεραιότητα. Οσο για τις οικοδομές με πιλοτή, που αντιπροσωπεύουν το 3% του συνόλου, αυτές θεωρούνται τρωτές. Αλλά και τα αυθαίρετα δεν κρίνονται περισσότερο ασφαλή από τα κτίρια που έχουν οικοδομική άδεια.
Οπως έχει τονίσει ο πρόεδρος του ΤΕΕ, οι σεισμοί κοστίζουν περί τα 600 εκατ. ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο για την αποκατάσταση των σεισμοπαθών και των περιοχών που πλήττονται. Το ΤΕΕ θέλει αυτά τα χρήματα να δίδονται για την πρόληψη, προκειμένου να περιοριστούν οι ζημιές και κυρίως τα θύματα. Το ΤΕΕ διαθέτει καταγραφές του κτιριακού πλούτου της χώρας, ώστε να σχεδιαστεί ένα πρόγραμμα επεμβάσεων με ορίζοντα 20ετίας. Στις προτεραιότητες ενίσχυσης περιλαμβάνονται τα δίκτυα υποδομών (ΟΤΕ, ΔΕΗ, φυσικό αέριο, οδικές γέφυρες).
Οπως έχει επισημάνει ο κ. Τάσιος , ανακύπτουν νομικά, διοικητικά και χρηματοδοτικά θέματα για την ενίσχυση των κτιρίων. Ενα από αυτά είναι και οι πολυκατοικίες με τους πολλούς συνιδιοκτήτες, όπου όλοι πρέπει να συμφωνήσουν για να προχωρήσουν οι όποιες εργασίες.
Σκέπτονται κίνητρα για αντισεισμική προστασία
Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης του ΤΕΕ, από τα 3.990.512 κτίρια της χώρας συνολικά, ποσοστό 77% χρησιμοποιείται για κατοικία. Στην Αθήνα το ποσοστό ανεβαίνει στο 83% και στη Θεσσαλονίκη στο 88%.
Από το σύνολο των κτιρίων της Αθήνας το 5% έχει πιλοτή, ενώ στη Θεσσαλονίκη το αντίστοιχο ποσοστό είναι 36%. Τα κτίρια αυτά χρειάζονται περαιτέρω ενίσχυση. Σύμφωνα με πληροφορίες, τα συναρμόδια υπουργεία δεν αποκλείουν τη χορήγηση οικονομικών κινήτρων για την αντισεισμική ενίσχυση των κτιρίων με πιλοτή που κατασκευάστηκαν πριν από το 1985, καθώς θεωρούνται ιδιαίτερα τρωτά.
Πάντως ο ΟΑΣΠ έχει ολοκληρώσει τον Κανονισμό Ενισχύσεων Κτιρίων (ΚΑΝΕΠΕ), ο οποίος σε περίπου 6 μήνες θα εφαρμόζεται υποχρεωτικά σε όλα τα κτίρια που θα ενισχυθούν αντισεισμικά.