Πού εντοπίζεται η πιθανή θέση του αρχαίου θεάτρου των Φερών; Ποια είναι η αρχιτεκτονική μορφή του αρχαίου θεάτρου της Δημητριάδος; Σε αυτά τα ερωτήματα απάντησαν η Δρ Aργυρούλα Δουλγέρη – Iντζεσίλογλου Διευθύντρια της IΓ΄ Eφορείας Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων Bόλου και ο κ. Μπάμπης Γ. Ιντζεσίλογλου Αρχαιολόγος -Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου, σε εκδήλωση – συζήτηση με θέμα «Αρχαία Θέατρα στη Θεσσαλία» που πραγματοποιήθηκε στο Βόλο.
Στη θέση του σημερινού Βελεστίνου, αναφέρει στο Αθηναϊκό Πρακρορείο Ειδήσεωνη Δρ Aργυρούλα Δουλγέρη – Iντζεσίλογλου βρίσκεται η αρχαία πόλη των Φερών, μια από τις πιο σημαντικές της Θεσσαλίας, που ιδρύθηκε ως γνωστόν στα τέλη της Νεολιθικής Εποχής και διήνυσε μια τρισχιλιετή και πλέον λαμπρή πορεία μέχρι το τέλος της αρχαιότητας.
Σπουδαίο κέντρο της περιοχής ήδη από τη μυκηναϊκή περίοδο, έφθασε στο απόγειο της ακμής της κατά το πρώτο ήμισυ του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή της διακυβέρνησής της από τους τυράννους Λυκόφρονα, Ιάσονα και Αλέξανδρο.
Τη σημαντικότερη θέση μεταξύ τους κατέχει ο Ιάσων, ο οποίος εξελέγη ταγός ολόκληρης της Θεσσαλίας, επικεφαλής του Κοινού των Θεσσαλών (371 π.Χ.), επεδίωξε την ηγεμονία όλων των ελληνικών πόλεων και οραματίστηκε πρώτος μια πανελλήνια εκστρατεία κατά των Περσών, σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό» του.
Μια πόλη με αυτή την ιστορική διαδρομή- τονίζει η ίδια- δεν είναι δυνατόν να μην διέθετε θέατρο. Πράγματι, την παρουσία αρχαίου θεάτρου στην πόλη των Φερών μαρτυρούν φιλολογικές πηγές.
Σύμφωνα με τον Πλούταρχο (Πελοπίδας, ΧΧΙΧ, 5), ο τύραννος των Φερών Αλέξανδρος (369-359 π.Χ.) παρακολουθούσε την τραγωδία «Τρωάδες» του Ευριπίδη στο θέατρο της πόλης.
Η μαρτυρία αυτή θεωρείται ενδεικτική για την κατασκευή του θεάτρου πιθανότατα στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., εποχή της μέγιστης ακμής της πόλης.
Χαρακτηριστική είναι, επίσης, η ανεύρεση ενός μολύβδινου σφραγίσματος («συμβόλου») ελληνιστικής εποχής με παραστάσεις της θεάς Ενοδίας, που ίσως χρησίμευε ως εισιτήριο σε θεατρική παράσταση.
Η πιθανή θέση του αρχαίου θεάτρου των Φερών, σύμφωνα με τη Διευθύντρια της IΓ΄ Eφορείας Προϊστορικών και Kλασικών Aρχαιοτήτων Bόλου, εντοπίζεται στη ΒΑ πλαγιά του χαμηλού λόφου «Καστράκι», εκτός Σχεδίου Πόλης του Βελεστίνου του Ν. Μαγνησίας, αλλά σε επαφή σχεδόν με το βόρειο όριό του.
Εμπίπτει σε κεντρικό σημείο της αρχαίας πόλης των Φερών, όπου τοποθετείται η «Ελευθέρα Αγορά», της οποίας η ταύτιση βασίζεται σε αρκετά ισχυρά αρχαιολογικά δεδομένα.
«Θα πρέπει με την ευκαιρία αυτή να υπενθυμίσουμε- εξηγεί η αρχαιολόγος- ότι σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (Πολιτικά, 7, 2, 1331 α-β), στις θεσσαλικές πόλεις υπήρχε η Ελευθέρα Αγορά, όπου ασκούντο οι δημόσιες λειτουργίες και η οποία βρισκόταν σε διαφορετική θέση από την «των ωνίων αγοράν ή αναγκαίαν», όπου λάβαιναν χώρα οι καθημερινές εμπορικές δραστηριότητες».
Για την πρόταση ταύτισης της «Ελευθέρας Αγοράς» καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισε η αποκάλυψη τμήματος στοάς ελληνιστικής εποχής με ημίεργους κίονες δωρικού ρυθμού στη θέση τους πάνω στο στυλοβάτη, πολύ κοντά στην πιθανή θέση του θεάτρου, το οποίο είναι εύλογο να εντάσσεται σε ένα χώρο δημόσιων λειτουργιών.
Ο χώρος, επισημαίνει η αρχαιολόγος, είναι απαλλοτριωμένος και ανήκει στην ιδιοκτησία του Υπουργείου Πολιτισμού.
Στην χαρακτηριστική κοίλη διαμόρφωση της πλαγιάς του λόφου διαγράφεται το κοίλο του θεάτρου, ενώ ένας παλιός δρόμος που βρίσκεται ακόμη σε λειτουργία φαίνεται να ακολουθεί την καμπύλη πορεία του διαζώματος.
Στους πρόποδες του λόφου, στο σημείο της κοιλότητας, διαμορφώνεται επίπεδος χώρος που θα μπορούσε να ταυτισθεί με την ορχήστρα.
Η πιθανή θέση του θεάτρου των Φερών, παρατηρεί η αρχαιολόγος, ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές που θέτει ο Βιτρούβιος (Περί Αρχιτεκτονικής, 5, 3, 1-2, 5-8) και συγκεκριμένα βρίσκεται σε υγιεινή περιοχή, μακριά από έλη, δεν είναι εκτεθειμένη στο Νότο, αλλά στραμμένη προς ΒΑ, προς την ανατολική θεσσαλική πεδιάδα και τη λίμνη Βοιβηϊδα, σε χώρο ανοιχτό, όπου δεν εμποδίζεται η διάδοση του ήχου και δεν δημιουργείται ηχώ.
Πρόσφατες, μικρής κλίμακας δοκιμαστικές γεωφυσικές διασκοπήσεις έδωσαν ενθαρρυντικά αποτελέσματα, αλλά απαιτείται η διενέργεια δοκιμαστικών ανασκαφικών τομών για να επιβεβαιωθεί η ύπαρξη του θεάτρου στο σημείο αυτό.
Έτσι, θα κερδίσουμε ένα ακόμη μνημείο που θα ενταχθεί στο δημιουργούμενο Αρχαιολογικό – Ιστορικό Πάρκο Φερών – Βελεστίνου, αλλά και έναν ακόμη χώρο πολιτισμού όχι μόνο για το σημερινό Βελεστίνο, αλλά και για το Νομό Μαγνησίας και για ολόκληρη τη Θεσσαλία, καταλήγει η ίδια.
Το θέατρο της Δημητριάδος
Το θέατρο της Δημητριάδος, σύμφωνα με τον Μπάμπη Γ. Ιντζεσίλογλου Αρχαιολόγο-Αρχαιολογικό Μουσείο Βόλου κατασκευάστηκε το 294-2 π.Χ. ταυτόχρονα με την ίδρυση της πόλης.
Για κάποια χρονικά διαστήματα (το μεγαλύτερο ήταν μεταξύ του 1ου αι. π.Χ. και του 1ου αι. μ.Χ.) περιέπεσε σε αχρηστία λόγω καταστροφών του και τελικά εγκαταλείφθηκε τον 4ο αι. μ.Χ., όταν με την επικράτηση του Χριστιανισμού και την ανάπτυξη των νέων κοινωνικοπολιτικών δομών στις πόλεις, το θέατρο σταμάτησε να φιλοξενεί εκδηλώσεις της δημόσιας ζωής και όχι μόνον δεν χρησιμοποιείτο, αλλά μεταβλήθηκε σε ένα μεγάλο λατομείο γωνιασμένων λίθων που ήταν έτοιμοι να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των νέων χριστιανικών Βασιλικών, οι οποίες αποτελούσαν τους λατρευτικούς χώρους της νέας θρησκείας.
Το θέατρο της Δημητριάδος, όπως αναφέρει στοΑθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεωνο αρχαιολόγος, ως αρχιτεκτονική μορφή έχει όλα τα βασικά χαρακτηριστικά των ελληνιστικών θεάτρων, δηλαδή το κοίλο, την ορχήστρα και τη σκηνή.
Το κατώτερο τμήμα του κοίλου, έχοντας ύψος 18 μ. και κατά πάσα πιθανότητα εννέα κλίμακες και οκτώ κερκίδες, αγκαλιάζει την ορχήστρα που είχε μορφή πετάλου.
Ψηλότερα, το επιθέατρο εκτείνεται σε μικρότερη έκταση και καταλαμβάνει τα δυο τρίτα του εύρους του κάτω τμήματος του κοίλου.
Από τη λίθινη επένδυση του κοίλου με τα εδώλια σώθηκαν μόνο δυο ομάδες εδωλίων πάνω στους βατήρες. Το υλικό κατασκευής των εδωλίων της πρώτης ομάδας είναι ο μαλακός πωρόλιθος. Τα εδώλια αυτά αποτελούν τα μόνα δείγματα των αρχικών εδωλίων που βρίσκονται ακόμη στο κοίλο, πα’ ρόλο που στη θέση που βρίσκονται σήμερα αποτελούν δείγμα μιας επιδιόρθωσης που έγινε κατά τη ρωμαϊκή περίοδο.
Κομμάτια εδωλίων- συνεχίζει ο αρχαιολόγος- βρέθηκαν κατά την περίοδο ανασκαφών του Δ. Ρ. Θεοχάρη, αλλά αναγνωρίστηκαν μόνον πρόσφατα και μάλιστα σε ένα από αυτά τα κομμάτια υπάρχουν χαραγμένα δυο γράμματα που δείχνουν αυτό που ήταν σύνηθες σε πολλά θέατρα να αναγράφονται, ονόματα, συντεχνίες, ή και ονόματα πόλεων όταν το θέατρο χρησιμοποιήθηκε ως χώρος συνεδριάσεων των Κοινών, πράγμα που συνέβαινε στη Λάρισα με το Κοινό των Θεσσαλών και όπως φαίνεται γινόταν και στη Δημητριάδα με την περίπτωση του Κοινού των Μαγνήτων.
H πεταλόσχημη ορχήστρα, η οποία δεν έχει ιδιαίτερα διαμορφωμένο δάπεδο, έχει άνοιγμα 24.20 μ. Αποτελείται από πατημένο χώμα και ορίζεται περιμετρικά από έναν κτιστό αγωγό που περισυνέλεγε τα νερά της βροχής και τα απομάκρυνε νότια του θεάτρου. Tα νερά έμπαιναν στον αγωγό από κυκλικά ανοίγματα που υπήρχαν κατά διαστήματα στα καλύμματα του αγωγού, τα οποία ήταν απλές ακανόνιστες πλάκες από πράσινο σχιστόλιθο.
Το τμήμα της σκηνής που είναι σήμερα ορατό (μήκους 23.75 μ., πλάτους 8.75 μ.) ανήκει στη περίοδο των αυτοκρατορικών χρόνων που κατασκευάστηκε μετά την περίοδο βασιλείας του αυτοκράτορα Tιβερίου (14-37 μ.X.).
Στο συμπέρασμα αυτό, διαπιστώνει ο αρχαιολόγος, μας οδηγεί ένας ενεπίγραφος λίθος που είναι εντοιχισμένος στη σκηνή και αναγράφει Σεβαστώ Τιβερίω.
Η σκηνή είχε τρία δωμάτια στη σειρά κάθε ένα από τα οποία είχε πρόσβαση προς την ορχήστρα. Την περίοδο αυτή είχε τουλάχιστον ένα όροφο, όπως συμπεραίνεται από τα σωζόμενα πρώτα τρία κτιστά σκαλοπάτια μιας σκάλας στη NA γωνία του βόρειου δωματίου.
Κατά τις ανασκαφές των τελευταίων ετών διαπιστώθηκε ότι, υπήρχαν αναλήμματα για τη συγκράτηση των χωμάτων στο πίσω μέρος, στην πλάτη του κοίλου, τουλάχιστον από τη βόρεια πλευρά, τα οποία αποτελούσαν ταυτόχρονα και το όριο του θεάτρου.
Κατά μήκος των αναλημματικών αυτών τοίχων, εξωτερικά, το φυσικό έδαφος ισοπεδώθηκε πιθανόν για να δημιουργηθεί πρόσβαση προς το επιθέατρο εξωτερικά του θεάτρου ή ακόμη για να δημιουργηθεί ένα μονοπάτι από το οποίο θα μπορούσε να φθάσει κανείς στην κορυφή του λόφου πάνω από το θέατρο, όπου βρισκόταν το ηρώο των αρχηγετών και κτιστών της πόλεως.