ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ αρδευτικό έργο βαφτίζεται «μεταφορά νερού από τον Νέστο στις πεδιάδες Ξάνθης και Κομοτηνής για την αποκατάσταση των υπόγειων υδροφορέων» και απειλεί να «στεγνώσει» τον ποταμό και να καταστρέψει το πλούσιο οικοσύστημά του.
Οι περιβαλλοντικές οργανώσεις μιλάνε για έναν… νέο Αχελώο και προσφεύγουν στο ΣτΕ (Συμβούλιο της Επικρατείας),το οποίο, εν αναμονή της τελικής εκδίκασης τον ερχόμενο Μάιο,με προσωρινή διαταγή αναστέλλει την εκτέλεση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης με την οποία έχουν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι για το έργο.
Οπως καταγγέλλουν, το έργο που προωθήθηκε από τον ξανθιώτη πρώην υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης κ. Αλ. Κοντό – βρισκόταν στην κορυφή της ημερησίας διατάξεως στο υπουργείο από την πρώτη ημέρα που ανέλαβε- και στηρίζεται από τοπικούς παράγοντες θα υποβαθμίσει τους παράκτιους οικοτόπους και τα έλη,θα επηρεάσει
τους πληθυσμούς των υδρόβιων πουλιών,των ψαριών και των αμφιβίων.Επίσης,η συστηματική άρδευση της περιοχής του έργου θα οδηγήσει σε περαιτέρω εντατικοποίηση της γεωργίας,με συνέπεια τη μεγαλύτερη εισροή φυτοφαρμάκων και λιπασμάτων σε έναν τόπο ήδη επιβαρημένο με χημικά.

Το σχέδιο που προωθείται στην περιοχή του Νέστου για την άρδευση της πεδιάδας της Ξάνθης αφορά την απόληψη υδάτων από το φράγμα Τοξοτών και τη διάθεσή τους σε καλλιέργειες- συνολικής έκτασης μεγαλύτερης των 300.000 στρεμμάτων- μέσω ενός εκτεταμένου αρδευτικού δικτύου. Από τα 200 χιλιόμετρα αγωγών μεταφοράς και διανομής νερού τα 190 χιλιόμετρα θα έχουν διάμετρο από 0,40 ως και 2 μέτρα. Ακόμη, προβλέπεται η κατασκευή περίπου 30 δεξαμενών, 22 αντλιοστασίων και νέων δρόμων. «Αν και είναι σαφές ότι πρόκειται για αρδευτικό έργο,επισήμως παρουσιάζεται ως “έργο που αποβλέπει στην αποκατάσταση των υπόγειων υδροφορέων”» τονίζουν οι εκπρόσωποι της Ελληνικής Εταιρείας Προστασίας της Φύσης (ΕΕΠΦ), της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού (ΕΕΠΠ) και της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας (ΕΟΕ).

Αίτηση στο ΣτΕ για ακύρωση της απόφασης
Η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου πλαισίου ορθολογικής διαχείρισης των υδάτων, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη και τις ανάγκες των οικοσυστημάτων στο πλαίσιο της αρχής της αειφορίας, «είναι ανεπίτρεπτη», επισημαίνει ο δικηγόρος κ. Γ.Πολίτης, ο οποίος άσκησε στο ΣτΕ για λογαριασμό των τριών οργανώσεων την αίτηση ακυρώσεως της υπουργικής απόφασης, με την οποία έχουν εγκριθεί οι περιβαλλοντικοί όροι του έργου.

Σύμφωνα με τον υπεύθυνο των προγραμμάτων προστασίας της φύσης της ΕΕΠΦ κ. Μαρτίνο Γκαίτλιχ, το έργο θα επηρεάσει αρνητικά μια μεγάλη περιοχή με σημαντικό φυσικό περιβάλλον, μέσα στην οποία περιλαμβάνονται Ζώνες Ειδικής Προστασίας για τα Πουλιά και Τόποι Κοινοτικής Σημασίας του δικτύου Νatura 2000, ενώ οι εκβολές του Νέστου έχουν ενταχθεί από το 1974 στους υδροβιοτόπους διεθνούς σημασίας της Σύμβασης Ραμσάρ.

Από την πλευρά του ο νομάρχης Ξάνθης κ. Γ.Παυλίδης σε εισήγησή του στο Νομαρχιακό Συμβούλιο τον περασμένο Ιούνιο ανέφερε χαρακτηριστικά ότι ο βασικός στόχος του έργου είναι η χρήση επιφανειακών υδάτων του Νέστου, τα οποία «πήγαιναν αχρησιμοποίητα στη θάλασσα,για την αντικατάσταση των νερών που προέρχονται από χιλιάδες αρδευτικές γεωτρήσεις,ώστε να σταματήσει η ποιοτική και ποσοτική υποβάθμιση των υπόγειων υδάτων και να εξαλειφθεί σταδιακά το πρόβλημα της υφαλμύρινσης του υδροφορέα,που σήμερα ταλαιπωρεί την περιοχή».

Εν τούτοις η παγκόσμια τάση για την προστασία των πολύτιμων υδατικών πόρων τείνει προς μεθόδους εξοικονόμησης νερού και μέτρα καταπολέμησης της ρύπανσης και όχι προς τη μεταφορά ολοένα μεγαλύτερων ποσοτήτων νερού. «Η ακόμη διαδεδομένη άποψη ότι τα νερά πηγαίνουν χαμένα στη θάλασσα είναι ανακριβής και απλουστευτική» λέει ο πρόεδρος του ΔΣ της ΕΕΠΦ κ. Ν.Πέτρου. «Η συνεχής και σταθερή παροχή γλυκού νερού είναι απαραίτητη για τη διατήρηση των οικοσυστημάτων. Τα νερά του Νέστου όχι μόνο δεν πηγαίνουν χαμένα, αλλά συντηρούν τα δένδρα του Κοτζά Ορμάν,τις λιμνοθάλασσες,τα πουλιά,τα ψάρια και δίπλα σ΄ αυτά τους κατοίκους της περιοχής» εξηγεί.

Για την αποκατάσταση του υπόγειου υδροφορέα των πεδιάδων Ξάνθης και Κομοτηνής ως προαπαιτούμενα θεωρούνται, σύμφωνα με τον πρόεδρο του Συμβουλίου Φυσικού Περιβάλλοντος της Ελληνικής Εταιρείας και διευθυντή του Εργαστηρίου Οικολογίας και Προστασίας Περιβάλλοντος στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Γερ. Αράπη, η επάρκεια ύδατος και η ικανοποιητική ποιοτική του σύσταση. Ωστόσο, όπως επισημαίνει ο ίδιος, και οι δύο αυτές προϋποθέσεις «αμφισβητούνται ευθέως από την καταγραφή της υφιστάμενης κατάστασης και ιδιαίτερα στα σημεία 1 και 2 της σελίδας 53 της Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ)».

Σχετικά με τις μετρηθείσες παροχές και το ύψος της στάθμης για τα έτη 1998-2001, σύμφωνα με τον κ. Αράπη, παρατηρείται πλήρης απουσία δεδομένων. «Το γεγονός αυτό καθιστά ανεπίκαιρες τις εκτιμήσεις της ΜΠΕ σχετικά με την επάρκεια ύδατος» τονίζει.

Οσο για τον υπολογισμό της οικολογικής παροχής, αυτή ανάγεται στην Ειδική Διαχειριστική Μελέτη της ΔΕΗ για τα υδροηλεκτρικά έργα Θησαυρού, Πλατανοβρύσης και Τεμένους, η οποία, αν και εκπονήθηκε το 2001, δεν έχει ακόμη εγκριθεί. «Επιπλέον,ο υπολογισμός της οικολογικής παροχής για τα ΥΗΕ αναφέρεται στην περίοδο πλήρωσης του ταμιευτήρα μετά το πέρας της οποίας αποκαθίσταται η παροχή. Αντίθετα, στο προς κρίση έργο η διακοπή της παροχής θα είναι διαρκής και τυχόν αποκλίσεις από τις μέσες τιμές βάσει των οποίων υπολογίστηκε η οικολογική παροχήθα επιφέρει σημαντικές,μη αναστρέψιμες επιπτώσεις στα οικοσυστήματα» επισημαίνει ο κ. Αράπης.

Ρύπανση από αστικά λύματα
Στη ΜΠΕ αναγνωρίζεται η ρύπανση των υδάτων με αστικά λύματα, «γεγονός που καθιστά τα ύδατα αυτά ακατάλληλα για αρδευτική χρήση, ιδιαίτερα χωρίς να προβλέπεται κάποια εξυγίανση πριν από τη διάθεσή τους».

Οι τρεις περιβαλλοντικές οργανώσεις αξιολόγησαν τις μελέτες που υποστηρίζουν το έργο και μεταξύ άλλων σημειώνουν ότι:

* Δεν λαμβάνουν υπόψη τον μελλοντικό σχεδιασμό και τη μελλοντική κατασκευή έργων και από την πλευρά της Βουλγαρίας, ούτε σενάρια περισσοτέρων του ενός συνεχών ξηρών ετών.

* Δεν προτείνουν την αλλαγή καλλιεργειών με λιγότερο υδροβόρες (το 15% της αρδευόμενης έκτασης είναι βαμβάκι).

* Εξαιρετικά χαμηλές παροχές μπορεί να μεταβάλουν την υδρολογία του ποταμού, να μειώσουν τη μεταφορά φερτών υλών προς την παράκτια ζώνη, συντείνοντας στη διάβρωση των ακτών και επηρεάζοντας τα πελαγικά αποθέματα. Αν και η μελέτη αναφέρει ότι «δεν αναφέρθηκαν επιπτώσεις από τη λειτουργία του ποταμού με την οικολογική παροχή κατά τη διάρκεια της πλήρωσης του ταμιευτήρα», αυτό δεν είναι αληθές, καθώς έχουν παρατηρηθεί σημαντικές αλλαγές στην οικολογία των πελαγικών αποθεμάτων του Θρακικού Πελάγους.

* Χρησιμοποιούν απλουστευτικούς υδρολογικούς υπολογισμούς (βασισμένους σε «ιστορικά» στοιχεία παρωχημένα πλέον και αμφίβολης αξιοπιστίας) που δεν παρουσιάζουν τη σημαντική μείωση της παροχής του ποταμού τα τελευταία 20 χρόνια.

Κινδυνεύουν σπάνια είδη πουλιών
ΤΑ ΠΡΟΤΕΙΝΟΜΕΝΑαρδευτικά έργα στον Νέστο πρόκειται να έχουν αρνητικές συνέπειες και στα πουλιά της περιοχής, σύμφωνα με την αξιολόγηση της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, «πρωτίστως με τη μείωση της ροής των υδάτων που καταλήγουν στο δέλτα του Νέστου και την αύξηση της παράκτιας διάβρωσης, εξαιτίας της μείωσης των φερτών υλών,και δεύτερον με την εντατικοποίηση της γεωργίας, η οποία θα συντελέσει στη μείωση της βιοποικιλότητας στις γεωργικές εκτάσεις που αποτελούν σημαντικό βιότοπο για τα πουλιά».

Η μείωση της ροής του Νέστου θα έχει δυσμενείς συνέπειες και στους μικρούς παράκτιους υδροβιοτόπους και τα έλη που αποτελούν «κατοικία» για πολλά υδρόβια είδη αλλά κυρίως για την παγκοσμίως απειλούμενη νανόχηνα. Η υποβάθμιση του υδάτινου περιβάλλοντος του ποταμού, λόγω έλλειψης ροής, πρόκειται επίσης να επηρεάσει τους πληθυσμούς ψαριών, ερπετών και αμφιβίων, με μεσοπρόθεσμες αρνητικές συνέπειες στον πληθυσμό παγκοσμίως σημαντικών ειδών, όπως είναι ο αργυροτσικνιάς, η λαγγόνα και τα υπόλοιπα ψαροφάγα άγρια πουλιά της προστατευόμενης περιοχής. Αξίζει να αναφερθεί ότι πέντε είδη πτηνών- νανόχηνα, λεπτομύτα, αργυροπελεκάνος, κιρκινέζι και στικταετός- που παρατηρούνται στην περιοχή έχουν χαρακτηριστεί από τη ΙUCΝ (Ιnternational Union for Conservation of Νature) παγκοσμίως απειλούμενα.

Σύμφωνα με τους εκπροσώπους των οργανώσεων, «τα προτεινόμενα έργα θα οδηγήσουν στην εξάντληση του κύριου υδατικού φυσικού πόρου που είναι ακόμη διαθέσιμος στην περιοχή».