Μια τεσσαρακονταετής διαμάχη γύρω από την τύχη του διχοτομημένου αρχείου του ΚΚΕ έρχεται στην επιφάνεια με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου των κκ. Αλ. Δάγκα και Γ. Λεοντιάδη σχετικά με τις απίστευτες διαδρομές και εμπλοκές που είχε το τμήμα εκείνο του αρχείου που απέσπασε το 1968, μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ (12η Ολομέλεια), η αποκαλούμενη «αναθεωρητική ομάδα». Πρόκειται για την πλευρά των Δ. Παρτσαλίδη, Ζ. Ζωγράφου και Π. Δημητρίου, των τριών μελών του Πολιτικού Γραφείου που διαγράφηκαν κατά τη 12η Ολομέλεια, οι οποίοι με όσα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής τούς ακολούθησαν συγκρότησαν έναν χρόνο αργότερα το ΚΚΕ εσωτερικού. Από τα πρώτα θύματα της διάσπασης, σε πρακτικό επίπεδο, ήταν το σημαντικό κομματικό αρχείο, το οποίο βρισκόταν στην πόλη Sibiou, 282 χιλιόμετρα βορειοδυτικώς του Βουκουρεστίου, πρωτεύουσας της σοσιαλιστικής τότε Ρουμανίας, όπου ήταν η έδρα της Κεντρικής Επιτροπής του διωγμένου- μετά την ήττα του εμφυλίου πολέμου- ΚΚΕ. Το καθεστώς Τσαουσέσκου με τη «φιλοξενία» που επεφύλαξε στο «αδελφό» κόμμα κατέστη μοιραίο για τους σοβιετόφιλους έλληνες κομμουνιστές, οι οποίοι διαπίστωσαν με έκπληξη ότι από ρουμανικής πλευράς παρείχετο πλήρης κάλυψη- αν όχι συγκεκαλυμμένη συνέργεια- στην κινηματογραφικού τύπου «απαλλοτρίωση» σημαντικού μέρους του κομματικού αρχείου. Υστερα από πολυετείς περιπέτειες και πολιτικές αντιπαραθέσεις, το θέμα του αρχείου επανέρχεται, αναμοχλεύοντας τα αποκαΐδια από τα μίση και πάθη που συνόδευσαν τη μυστηριώδη και ταραχώδη διαδρομή του.
Για τον Περισσό ανέκαθεν το θέμα του αρχείου, το οποίο είχε στα χέρια του το ΚΚΕ εσωτερικού και κατόπιν η διάδοχη ΕΑΡ, για να καταλήξει το 1991 με πλήρες δικαίωμα κυριότητας στην αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ) που εδρεύει στο κτίριο των γραφείων του ΣΥΝ στην πλατεία Κουμουνδούρου, ήταν casus belli με την «αντίπερα όχθη». Τον Μάρτιο του 1968, έναν μήνα δηλαδή μετά τη σημαδιακή για το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα 12η Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ στη Βουδαπέστη, η οποία οδήγησε στη διάσπαση του κόμματος και στη διαμόρφωση δύο πολιτικών και ιδεολογικών ρευμάτων- του «ορθόδοξου» μαρξιστικού-λενινιστικού και του «ευρωκομμουνιστικού»- που αντιπαρατέθηκαν μέχρις εσχάτων, η ομάδα κρούσης που εισέβαλε στο κτίριο όπου βρισκόταν το αρχείο κατάφερε, βάσει ενός καλά καταρτισμένου σχεδίου, να αιφνιδιάσει την ηγεσία Κολιγιάννη, παίρνοντας σημαντικό- από όγκο, αλλά και περιεχόμενο- μέρος του αρχείου.
Είχε προηγηθεί, μόλις λίγο διάστημα πριν, η κατάληψη από πλευράς των «αναθεωρητών», όπως τους αποκαλούσε πάντα το ΚΚΕ, του ραδιοσταθμού «Η Φωνή της Αλήθειας», που εξέπεμπε από το Βουκουρέστι (ήταν ένα χτύπημα στρατηγικής σημασίας εις βάρος του προπαγανδιστικού δικτύου που είχε στήσει το ΚΚΕ στις Λαϊκές Δημοκρατίες για να απευθύνεται στους έλληνες πολίτες), καθώς και του Τμήματος Διαφώτισης και Προπαγάνδας στα περίχωρα της ίδιας πόλης. Η ηγεσία Κολιγιάννη κινήθηκε- κατόπιν εορτής- με επιστολές της προς το ρουμανικό Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο ωστόσο έβλεπε με καλό μάτι τις διαφωνίες της ομάδας Παρτσαλίδη- Ζωγράφου- Δημητρίου, στο φόντο των δικών του διαφωνιών με τους Σοβιετικούς.
Ιστορικές πηγές αναφέρουν σχετικώς ότι οι διαθέσεις του καθεστώτος Τσαουσέσκου διεφάνησαν και όταν οι «Κολιγιαννικοί» προέβησαν σε παράσταση έναντι του γενικού εισαγγελέα στο Βουκουρέστι, ο οποίος ενώ έδωσε αρχικώς εντολή για διερεύνηση της υπόθεσης, στη συνέχεια σταμάτησε κάθε ενέργεια, προφανέστατα κατ΄ εντολήν του κόμματος. Το ΚΚΕ ειδοποίησε τη Μόσχα, η οποία κινητοποιήθηκε υπέρ της φιλοσοβιετικής ηγεσίας ζητώντας από τους Ρουμάνους να παραδοθεί το αρχείο στον νόμιμο κάτοχό του, το ΚΚΕ (το εναπομείναν τμήμα του αρχείου στάλθηκε την ίδια χρονιά στο Ιβάνοβο, 300 χλμ. βορειοανατολικά της Μόσχας, ενώ η έδρα της ΚΕ του ΚΚΕ μεταφέρθηκε στη Βουδαπέστη). Η ρουμανική πλευρά φέρεται να διεμήνυσε στους διαγραμμένους να φυγαδεύσουν το αρχείο από τη χώρα εντός 10 ημερών, ειδάλλως θα ήταν αναγκασμένοι, λόγω των σοβιετικών πιέσεων, να το παραδώσουν οι ίδιοι στην αντίπαλη πλευρά. ? Απώλειες ντοκουμέντων
Ετσι το αρχείο βρέθηκε στα Σκόπια ύστερα από σχετικές επαφές και διαβουλεύσεις που είχαν οι «αναθεωρητές» με την Ενωση Κομμουνιστών Γιουγκοσλαβίας, η οποία δεν δίστασε να τους παράσχει βοήθεια, παραπέμποντάς τους στην (ομόσπονδη) Ενωση Κομμουνιστών Μακεδονίας. Οι διαφωνίες του Τίτο με την ΕΣΣΔ, άλλωστε, λειτουργούσαν ως κοινός τόπος με τους «αντιφρονούντες» του φιλοσοβιετικού ΚΚΕ. Για τους συγγραφείς του βιβλίου, ωστόσο, στην πτυχή αυτή υπάρχει μια πρωτοφανής «πολιτική αφέλεια». Μάλιστα ο κ. Λεοντιάδης, μιλώντας στο «Βήμα», αποδίδει «καιροσκοπισμό» εκ μέρους της ομάδας των διαφωνούντων στην απόφαση να εγκατασταθεί το αρχείο στα Σκόπια, καθώς, όπως λέει, «γνώριζαν ότι θα γινόταν αντικείμενο εκμετάλλευσης από πλευράς τους» όσον αφορά το λεγόμενο «μακεδονικό ζήτημα» και τις παλαιότερες θέσεις του ΚΚΕ επ΄ αυτού, των δεκαετιών 1920-1930 (περί «ενιαίας και ανεξάρτητης Μακεδονίας και Θράκης»), που αργότερα ανατράπηκαν, σε συνάρτηση με την ύπαρξη σλαβομακεδονικού προσφυγικού στοιχείου, η παρουσία του οποίου ήταν έντονη στις τάξεις του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ). Οπως αναφέρεται στο βιβλίο, υπήρξαν σημαντικές απώλειες ντοκουμέντων με ευαίσθητο περιεχόμενο, τα οποία και παρακρατήθηκαν, για να παραδοθεί και μεταφερθεί τελικώς το αρχείο στην Αθήνα το 1988 (επί ΕΑΡ), ύστερα από επίμονες διαβουλεύσεις μεταξύ των δύο εμπλεκομένων πλευρών. Λέγεται μάλιστα ότι είχε μεσολαβήσει και το ΠαΣοΚ ώστε να έχουν επιτυχή έκβαση οι προσπάθειες αυτές. ? Ανακοχή χωρίς αποτέλεσμα
Αν και η σύγκλιση της ΕΑΡ με το ΚΚΕ υπό την σκέπη του ενιαίου Συνασπισμού το 1989 κήρυξε σιωπηρά ανακωχή των δύο «αιωνίων αντιπάλων» όσον αφορά την τύχη του αρχείου, για τον Περισσό παρέμενε πάντα το «κλεμμένο με γκανγκστερικό τρόπο», που του ανήκε. Ο Χαρίλαος Φλωράκης, όπως προκύπτει από εξιστορήσεις του, είχε θέσει προσωπικά το θέμα στον Φίλιππο Ηλιού- εκ των συμμετασχόντων στη 12η Ολομέλεια και κατοπινό επικεφαλής, ως τον θάνατό του, των ΑΣΚΙ- όταν ο τελευταίος του παρέδωσε τον προσωπικό κομματικό φάκελό του, ζητώντας του τουλάχιστον να παραδοθεί στο ΚΚΕ αντίγραφο του αρχείου, κάτι που δεν έγινε (χονδρικά το τμήμα που αποσπάστηκε το 1968 από το ενιαίο αρχείο καλύπτει το 1/3, ενώ τα 2/3 παρέμειναν στο ΚΚΕ). Η ιστορικός κυρία Ελένη Μπιμπίκου-Αντωνιάδου, η οποία προλογίζει το εν λόγω βιβλίο (επίσης έλαβε μέρος στη 12η Ολομέλεια), εγείρει ζήτημα ενότητας του αρχείου «υπό την κυριότητα του μοναδικού νόμιμου ιδιοκτήτη του», όπως αναφέρει, εννοώντας το ΚΚΕ, καλώντας «να κρατήσουν τα ΑΣΚΙ αντίγραφα των πρωτοτύπων». Από την πλευρά τους τα ΑΣΚΙ δεν σχολιάζουν προς το παρόν την άποψη αυτή, όπως και εκείνες των συγγραφέων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι «οι τότε κάτοχοι όφειλαν να επιστρέψουν τα πρωτότυπα έγγραφα στον φυσικό ιδιοκτήτη, το ΚΚΕ», για το οποίο ωστόσο επισημαίνουν ότι «το αρχείο, ως εργαλείο στα χέρια του αχρησιμοποίητο, απαξιώνεται». Οι συγγραφείς μάλιστα δεν φείδονται επικριτικών σχολίων για τη στάση των ΑΣΚΙ και της «Αυγής» στην προσπάθειά τους να εκδώσουν παλαιότερα ένα βιβλίο προάγγελο του παρόντος, το οποίο παρά ταύτα εκδόθηκε το 2007. Πάντως από την πλευρά των ΑΣΚΙ εθεωρείτο ανέκαθεν ότι καθώς το τμήμα του αρχείου που βρίσκεται στην κατοχή τους είναι ανοιχτό σε όλους τους μελετητές και ερευνητές, εκείνο που απομένει είναι να ανοίξει και ο Περισσός το δικό του, το οποίο κρατά κλειστό ως επτασφράγιστο μυστικό στη βάση μιας ελεγχόμενης ανάγνωσης της ιστορίας κατά τις εκάστοτε πολιτικές επιδιώξεις της ηγεσίας του.
Το «Σπίτι του Αρχείου»
Η ΣΥΖΗΤΗΣΗ συμπίπτει με το φιλόδοξο (οικονομικά και αρχιτεκτονικά) σχέδιο του κόμματος για την ανέγερση τριώροφου «Κτιρίου Αρχείων της ΚΕ του ΚΚΕ» δίπλα στο υπάρχον κτίριο στον Περισσό, συνολικής έκτασης 3.500 τ.μ. (πλέον του διώροφου πάρκινγκ), στο οποίο θα περιλαμβάνονται χώροι αρχείων- αρχειοστάσια 300 τ.μ. σε κάθε όροφο (σύνολο 1.200 τ.μ.) και επιπλέον ανά όροφο εκθεσιακοί χώροι, υπερσύγχρονα εργαστήρια συντήρησης- αποκατάστασης και ταξινόμησης (φωτογράφιση, βιβλιοδετείο, χημική επεξεργασία, μικροβιολογικό, στεγνωτήριο, εργαστήριο διαχείρισης, εργαστήριο αποκατάστασης), χώρος διαλογής και ταξινόμησης, αίθουσα διαλέξεων, βιβλιοθήκη- αναγνωστήριο, γραφεία κτλ. Στόχος είναι να ολοκληρωθεί και η πολύχρονη και επίπονη προσπάθεια αναγέννησης του αρχείου, το οποίο υπέστη βαρύτατες φθορές από την πλημμύρα του 1994. Σημειώνεται ότι το διασωθέν αρχείο βάσει των διεθνών προτύπων υπολογισμού των διαστάσεών του καταλαμβάνει 2,3 χιλιόμετρα ραφιών, όταν τα Γενικά Αρχεία του Κράτους στο Ψυχικό έχουν ράφια για 21 χιλιόμετρα αρχείου.