Η υπόθεση του Βοτανικού έφερε για πολλοστή φορά στο προσκήνιο το μεγάλο ερώτημα: ποια είναι η σχέση της δικαιοσύνης με την πολιτική;

Το Σύνταγμα, βέβαια, δεν καταλείπει καμία αμφιβολία: η δικαιοσύνη είναι μια ανεξάρτητη εξουσία, εξοπλισμένη με ισχυρές εγγυήσεις προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας, η οποία όχι μόνον δεν δικαιούται να «πολιτεύεται» αλλά οφείλει, αντίθετα, να συμπεριφέρεται ουδέτερα, με μόνο κριτήριο τον σεβασμό της νομιμότητας, ώστε να αποτελεί ένα πειστικό και ισχυρό αντίβαρο απέναντι στις πολιτικές παρεκτροπές των άλλων εξουσιών.

Γιατί λοιπόν υπάρχει τέτοια κατακραυγή κατά των αποφάσεων και της εν γένει στάσης της;

Θα επιχειρήσουμε μια πρώτη απάντηση, η οποία πάντως δεν είναι ούτε απλή ούτε μονοσήμαντη:

Η εικόνα της δικαιοσύνης, σήμερα, ασφαλώς δεν είναι η καλύτερη. Αυτό δεν οφείλεται μόνον στις τραγικές καθυστερήσεις, που συχνά αγγίζουν τα όρια της αρνησιδικίας, ή στα «παραδικαστικά κυκλώματα», που αντανακλούν τις ευρύτερες παθογένειες του ελληνικού κράτους. Απογοητευτικές είναι και οι ουκ ολίγες περιπτώσεις οσφυοκαμψίας απέναντι στην εκτελεστική εξουσία, ιδίως των πλέον ευάλωτων ηγεσιών της (προέδρων και αντιπροέδρων), ή των επιδόξων διαδόχων τους. Ειδικότερα: Είναι γνωστό ότι η δικαιοσύνη είναι σαν την γυναίκα του Καίσαρα: πρέπει και να είναι αλλά και να φαίνεται τίμια. Αυτό όμως δεν συμβαίνει όταν η κύρια μέριμνα ορισμένων ηγεσιών της φαίνεται να είναι είτε η συγκάλυψη πολιτικών ευθυνών για σκάνδαλα είτε η άσκηση πιέσεων προς ακέραιους δικαστές είτε οι συνεχείς και επιτηδευμένες αναβολές πολιτικά κρίσιμων υποθέσεων… Οπως επίσης δεν περιποιεί τιμήν στη δικαιοσύνη το ότι ορισμένοι- συνήθως θεσιθήρες- δικαστές επιδεικνύουν κραυγαλέο κομματικό ή/και θρησκευτικό πατριωτισμό, μεροληπτώντας ασύστολα, χωρίς να κρατούν ούτε τα προσχήματα, είτε υπέρ των υποψηφίων συγκεκριμένου κόμματος, σε υποθέσεις βουλευτικών και δημοτικών εκλογών, είτε υπέρ των θέσεων της επίσημης εκκλησίας… Αν στα ανωτέρω προσθέσουμε και το ότι κάποιοι δικαστές δεν διστάζουν να υποκαταστήσουν, με ακραίες εκδηλώσεις δικαστικού ακτιβισμού, είτε τη νομοθετική είτε την εκτελεστική εξουσίαεπισύροντας έτσι δικαιολογημένα επικρίσεις για «κράτος δικαστών»- έχουμε πλήρες το παζλ μιας δικαιοσύνης που συχνά υπηρετεί, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, πολιτικές σκοπιμότητες. Απέναντι δε σε μια τέτοια δικαιοσύνη η δημόσια κριτική είναι όχι μόνο θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη, διότι σε τελευταία ανάλυση δεν πρέπει κανείς να λησμονεί ότι οι δικαστικές αποφάσεις εκδίδονται στο όνομα του ελληνικού λαού…

Ωστόσο η κριτική στη δικαιοσύνη επιβάλλεται να είναι σοβαρή και τεκμηριωμένη, ώστε να μην υποκύπτει σε έναν εύκολο και ανέξοδο λαϊκισμό. Ιδίως, δε, δεν πρέπει να παραβλέπουμε ότι ένα μεγάλο μέρος των επικρίσεων οφείλεται στην έντονη δυσανεξία των άλλων εξουσιών- ιδίως της εκτελεστικής- ως προς τον δικαστικό έλεγχο των πολιτικών αποφάσεών τους, που οδηγεί συχνά σε υποβολιμαία και πολλαπλά διατεταγμένη κριτική (την οποία θαυμάσαμε σε όλο της το μεγαλείο στην υπόθεση του Βοτανικού, από εκπροσώπους τόσο της πολιτικής όσο και της οικονομικής εξουσίας…). Η στάση αυτή υποτιμά και υποβαθμίζει σκόπιμα το ότι στο πολίτευμά μας εξ ίσου σημαντική με τη δημοκρατική είναι και η δικαιοκρατική συνιστώσα του, η οποία υποτάσσει τη λειτουργία του κράτους στο δίκαιο και εγγυάται τα συνταγματικά δικαιώματα απέναντι στις πολιτικές αυθαιρεσίες φατριαστικών πλειοψηφιών. Με άλλα λόγια, η επίκληση της πλειοψηφίας δεν αρκεί για να νομιμοποιήσει, εν είδει κολυμβήθρας του Σιλωάμ, ούτε τις σκανδαλώδεις πελατειακές εξυπηρετήσεις ούτε τα αδικαιολόγητα θρησκευτικά προνόμια ούτε την αδίστακτη προώθηση στυγνών οικονομικών συμφερόντων σε βάρος του δημόσιου συμφέροντος, που συνθέτουν μια ζοφερή εικόνα πατρωνείας, διαφθοράς και διαπλοκής. Πολλώ δε μάλλον δεν νοείται καν σαν δικαιολογία των απροκάλυπτων μεθοδεύσεων ορισμένων εκλογικών συστημάτων, μέσω των οποίων επιχειρείται η υφαρπαγή και της μελλοντικής πλειοψηφίας (όπως συνέβη με τους- κομμένους και ραμμένους στα μέτρα του κυβερνώντος κόμματος- τελευταίους εκλογικούς νόμους, για τις δημοτικές και βουλευτικές εκλογές…).

Απέναντι λοιπόν σε τέτοιες πολιτικά παρεκτρεπόμενες πλειοψηφίες η δικαιοσύνη είναι το τελευταίο καταφύγιο. Υπάρχουν δε ορισμένα εξαιρετικά ενθαρρυντικά παραδείγματαμερικά μάλιστα πολύ πρόσφατα- που δείχνουν ότι στη μεγάλη πλειονότητά τους οι δικαστές έχουν πλήρη συνείδηση αυτού του ρόλου: ασκούν με θάρρος, συνέπεια και αξιοπρέπεια το καθήκον τους και κλείουν τα ώτα στις σειρήνες τόσο των άμεσων πολιτικών επηρεασμών όσο και ενός ιδιότυπου δικαστικού κομφορμισμού…

Με βάση αυτά τα δεδομένα, η κριτική προς τη δικαιοσύνη πρέπει να είναι μεν σκληρή αλλά και δίκαιη, χωρίς άκριτους ισοπεδωτισμούς και επικίνδυνες δαιμονοποιήσεις. Η δικαιοσύνη πράγματι «πολιτεύεται» μερικές φορές, «κάνοντας τα στραβά μάτια» σε κραυγαλέες πολιτικές αυθαιρεσίες ή/και κύπτοντας υποτακτικά το γόνυ στα κελεύσματα της εκτελεστικής εξουσίας. Ωστόσο αυτό δεν είναι, ευτυχώς, ο κανόνας. Υπάρχουν δικαστές (και) στην Ελλάδα, θα λέγαμε χωρίς καμία επιφύλαξη, παραφράζοντας μια γνωστή παλαιά ρήση για την αξία της ανεξάρτητης δικαιοσύνης. Θα ήταν δε ακόμη περισσότεροι αν το πολιτικό σύστημα αποφάσιζε επιτέλους να επιχειρήσει μια βαθιά τομή, για να αποκόψει τον ομφάλιο λώρο της ηγεσίας της δικαιοσύνης από την εκτελεστική εξουσία, αντί να αναλώνεται σε μικροκομματικές μεθοδεύσεις, προκειμένου να αποτρέψει τον δικαστικό έλεγχο των παρεκτροπών του…

Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.