«Οι άνθρωποι δεν μπορούν ακόμη να του συγχωρήσουν το γεγονός ότι, από τόσο νωρίς , ήταν μια πραγματική μεγαλοφυΐα» δήλωνε πριν από μόλις λίγες ημέρες ο διάσημος βιολοντσελίστας Στίβεν Ισερλις αναφερόμενος στον Φέλιξ Μέντελσον. Με δεδομένο το γεγονός ότι οι δυο τους «μοιράζονται» έναν κοινό πρόγονο, δεν θα πρέπει κανείς να βιαστεί να θεωρήσει την παραπάνω κρίση ως μια απλή έξαρση συναισθηματισμού. Εν προκειμένω, μιλούν τα γεγονότα. «Παιδί-θαύμα» στο πιάνο, ο Μέντελσον έκανε την πρώτη δημόσια εμφάνισή του σε ηλικία εννέα ετών, ενώ, ήδη παραγωγικότατος συνθέτης στα 12 του, ανέπτυξε θερμή φιλία με τον- 72χρονο τότεΓκαίτε. Προσωπικότητα πολύπλευρη, υπήρξε επίσης καλός ζωγράφος, διέθετε ευρύτατη φιλολογική μόρφωση, έγραφε σπουδαία, ενώ είχε και καταπληκτική μουσική μνήμη.

Διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, στις 3 Φεβρουαρίου του 1809, συμπληρώνονται την προσεχή Τρίτη και, παρά το ότι η θέση του ανάμεσα στους σημαντικότερους συνθέτες της ρομαντικής περιόδου είναι σήμερα αναμφισβήτητη, ο δρόμος προς την πλήρη ανασύνθεση της προσωπικότητας αλλά και της δημιουργίας του Μέντελσον – Γιάκομπ Λούντβιχ Φέλιξ Μέντελσον Μπαρτόλντι επί το ακριβέστερον- φαίνεται πως είναι ακόμη μακρός.

Ωστόσο σημαντικό βήμα προς αυτή την κατεύθυνση στάθηκε η εκδήλωση η οποία διοργανώθηκε την περασμένη Τετάρτη στο Μουσείο Εβραϊκής Κληρονομιάς της Νέας Υόρκης υπό τον τίτλο «Χαμένοι θησαυροί και η κατάπνιξη από τον Βάγκνερ», το πρόγραμμα της οποίας συμπεριέλαβε 13(!) παγκόσμιες πρεμιέρες έργων του Μέντελσον. Πρόκειται για τους «καρπούς» μιας σοβαρής και επίπονης ερευνητικής εργασίας την οποία ξεκίνησε το 1996 ο 44χρονος αρχιμουσικός Στίβεν Σόμαρι με τίτλο «Σχέδιο Μέντελσον».

Καίτοι ο Σούμαν τον είχε αποκαλέσει «Μότσαρτ του 19ου αιώνα», η επιτυχία, η δημοτικότητα αλλά και οι εβραϊκές ρίζες του γερμανού συνθέτη είχαν προκαλέσει το μίσος του Βάγκνερ, ο οποίος- μόλις τρία χρόνια μετά τον πρώιμο θάνατο του Μέντελσον σε ηλικία 38 ετών- κήρυξε σταυροφορία «καταδίκης μνήμης» του έργου του μέσα από το σύγγραμμά του με τίτλο «Ο ιουδαϊσμός στη μουσική». Επρόκειτο για την αρχή ενός κινήματος υποβιβασμού των επιτευγμάτων του το οποίο διήρκεσε έναν ολόκληρο, σχεδόν, αιώνα και τα απομεινάρια του μπορούν να ανιχνευθούν ακόμη και σήμερα σε ορισμένους θεωρητικούς της μουσικής. Αργότερα η άνοδος των ναζιστών στην εξουσία είχε ως αποτέλεσμα την απαγόρευση τόσο της ερμηνείας όσο και της έκδοσης των έργων του. Υπό αυτές τις συνθήκες, κύκλοι φιλικά διακείμενοι στον συνθέτη κατόρθωσαν να φυγαδεύσουν εκατοντάδες μουσικά χειρόγραφα, επιστολές και υδατογραφίες του Μέντελσον από την Κρατική Βιβλιοθήκη του Βερολίνου, στη Βαρσοβία και στην Κρακοβία. Ωστόσο, όταν και αυτές οι πόλεις έπαψαν να είναι πλέον ασφαλείς, φυγαδεύτηκαν εκ νέου και σκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Στο πλαίσιο αυτό τα τελευταία χρόνια ο Σόμαρι έχει επιδοθεί σε έναν «μέχρις εσχάτων» αγώνα να συλλέξει τα χαμένα έργα. Σε ορισμένα από αυτά, όπως αποκαλύπτει, τον οδήγησαν υπαινιγμοί τους οποίους εντόπισε μελετώντας 9.000 επιστολές του συνθέτη. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του, 270 επί συνόλου 770 μουσικών χειρογράφων παραμένουν ανέκδοτα. Ουδέποτε ερμηνεύθηκαν σε αίθουσα συναυλιών ενώ ούτε καν αναφέρονται σε βιογραφίες. Ηταν ο θάνατός του αυτοκτονία;

Ρίχαρντ Βάγκνερ

Το 1996 εν τούτοις φαίνεται ότι ήταν μια χρονιά καθοριστική και για την ανασύνθεση της προσωπικότητας του Μέντελσον. Εναν αιώνα νωρίτερα ο μαθητής του Οτο Γκόλντσμιντ κατέθεσε στο αρχείο του Ιδρύματος Υποτροφιών Μέντελσον μια μαρτυρία σύμφωνα με την οποία ομολογούσε πως ο ίδιος είχε καταστρέψει μια επιστολή-ντοκουμέντο που, αν δημοσιευόταν, θα έπληττε σοβαρά την υστεροφημία της δικής του συζύγου- της σουηδέζας υψιφώνου Τζένι Λιντ – αλλά και του συνθέτη. Επρόκειτο για μια μακροσκελή επιστολή του 1847- χρονιά θανάτου του Μέντελσον- στην οποία ο συνθέτης, παντρεμένος και πατέρας πέντε παιδιών, δήλωνε το παράφορο πάθος του για τη Λιντ παρακαλώντας τη να φύγει μαζί του στην Αμερική και απειλώντας να αυτοκτονήσει σε περίπτωση άρνησής της. Η υψίφωνος τω όντι αρνήθηκε και μερικούς μήνες αργότερα ο Μέντελσον πέθανε.

Ωστόσο το αν ο θάνατός του θα μπορούσε να οφείλεται σε αυτοκτονία- αυτόπτες μάρτυρες και ιατρικές γνωματεύσεις τον απέδωσαν σε σειρά εγκεφαλικών επεισοδίων- απέχει ακόμη πολύ από το να αποτελεί βάσιμο ισχυρισμό. Σύμφωνα με την κατεστημένη πεποίθηση ετών, η Λιντ ήταν ερωτευμένη με τον Μέντελσον- με ή χωρίς ανταπόκριση- αλλά δεν «κυνήγησε» τον έρωτά της γιατί εκείνος ήταν παντρεμένος. Χαρακτηριστική η μαρτυρία κάποιου κοινού γνωστού και των δύο ο οποίος είχε συναντήσει τη Λιντ στο σπίτι του συνθέτη το 1846: «Είναι τόσο θαυμάσιος χαρακτήρας.Ωστόσο δεν είναι ευτυχισμένη.Θα έδινε τα πάντα για λίγη οικογενειακή χαρά.Αυτή τη χαρά έβλεπε στο σπίτι του Μέντελσον με τη σύζυγο και τα παιδιά του». Οταν ο Μέντελσον πέθανε, η Λιντ τον πένθησε: «Ηταν ο μόνος άνθρωπος που πρόσφερε πληρότητα στο πνεύμα μου και,σχεδόν όταν τον βρήκα,τον έχασα και πάλι». Η ίδια ήταν άλλωστε αυτή η οποία σύστησε το Ιδρυμα Υποτροφιών Μέντελσον δύο χρόνια μετά τον θάνατό του ενώ το 1869, από κοινού με τον Γκόλντσμιντ τον οποίο είχε παντρευτεί το 1852, τοποθέτησε αναμνηστική πλάκα στο μέρος όπου γεννήθηκε ο συνθέτης στο Αμβούργο, έστω κι αν καταστράφηκε από τους ναζιστές το 1936. Καίτοι το «εμπάργκο» των 100 ετών το οποίο είχε θέσει ο Γκόλντσμιντ στην αποκάλυψη της μαρτυρίας του έληξε το 1996, αυτή δεν έχει ακόμη δοθεί στη δημοσιότητα. Διακεκριμένοι βρετανοί μουσικολόγοι αναφέρθηκαν πρόσφατα στην εν λόγω ομολογία- επ΄ ευκαιρία, ίσως, της εφετινής επετείου- υπογραμμίζοντας την ανάγκη άμεσης εμπεριστατωμένης μελέτης.

Σύμφωνα με τον Ισερλις πάντωςκαι αντίθετα από την κυρίαρχη άποψη – είναι προφανές ότι ο διαπρεπής πρόγονός του δεν ήταν ένας άνθρωπος «λουσμένος» στο φως και στη χαρά, ο οποίος τη μόνη τραγωδία που γνώρισε ήταν ο θάνατος της αγαπημένης του αδελφής Φάνι, μόλις λίγους μήνες πριν από τον δικό του.

«Ολοι αρέσκονται στο να τον θεωρούν έναν ευτυχισμένο και “γεμάτο” συνθέτη» δήλωνε πρόσφατα ο βιολοντσελίστας· «Ωστόσουπάρχει μια τραγική πλευρά στα ύστερα έργα του.Νομίζω ότι έζησε μια θεμελιώδη αλλαγή στην προσωπικότητά του την τελευταία χρονιά της ζωής του».