Στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας, εκεί όπου ο Ιάσων έφθασε κάποτε αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας που η φήμη για την ύπαρξή του πυροδοτούσε τη φαντασία και φούσκωνε τα πανιά των καραβιών, πολλούς αιώνες αργότερα ο μύθος για τον πολύτιμο χρυσό θα αποδεικνυόταν αληθινός. Αλλωστε οι μύθοι κρύβουν πάντα στον πυρήνα τους μια αληθινή ιστορία και στην περίπτωση της Κολχίδας ουδείς μπορεί να την αρνηθεί. Οταν αστράφτει ο χρυσός θαμπώνοντας τα μάτια και η τέχνη με την ομορφιά της προκαλεί τις αισθήσεις, περιθώρια για αμφισβητήσεις δεν υπάρχουν. Πόσο μάλλον που οι συνάφειες, τυπολογικές και τεχνικές, ανάμεσα στους θησαυρούς της Κολχίδας που ήλθαν στο φως από τις ανασκαφές και σε αντίστοιχα έργα του ελλαδικού χώρου είναι ξεκάθαρες και μιλούν για τις εμπορικές και οικονομικές επαφές μεταξύ των δύο περιοχών στην αρχαιότητα. Και είναι αυτή ακριβώς η ανάδειξη των ισχυρών πολιτισμικών δεσμών ανάμεσα στην αρχαία Ελλάδα και στην Κολχίδα, στην οποία στοχεύει η έκθεση «Από τη χώρα του χρυσόμαλλου δέρατος: Θησαυροί της αρχαίας Κολχίδας» που εγκαινιάζεται στις 20 Ιανουαρίου στο Μουσείο Μπενάκη.
Ενα χρυσό σφραγιστικό δακτυλίδι με την ελληνική επιγραφή «ΔΕΔΑΤΟΣ» (325-300 π.Χ.) που βρέθηκε στον τάφο πολεμιστή στην Κολχίδα αποτελεί αδιάψευστο μάρτυρα των σχέσεων και αλληλεπιδράσεων μεταξύ των δύο λαών. Πρόκειται για ένα μόνο από τα 140 αρχαία αντικείμενα, στην πλειονότητά τους κοσμήματα (100), αλλά και σκεύη, χρυσά, ασημένια ή χάλκινα τα οποία χρονολογούνται από τον 5ο ως τον 2ο αιώνα π.Χ. και περιλαμβάνονται στην έκθεση.
Ολα προέρχονται από τις ανασκαφές στο Βάνι, μια θέση στους πρόποδες του Μικρού Καυκάσου και νοτίως του ποταμού Ριόνι, δηλαδή του αρχαίου Φάση, η οποία θεωρείται σήμερα ότι συμπίπτει με το θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Κολχίδας. Ολα βρέθηκαν σε πλούσιες ταφές και ιερά κτίρια. Και όλα ανήκουν στο Εθνικό Μουσείο της Γεωργίας στην Τιφλίδα από όπου άρχισαν το μακρό ταξίδι τους σε μεγάλα μουσεία της Ευρώπης (Κρατικά Μουσεία του Βερολίνου, Μουσείο Ασιατικών Τεχνών της Νίκαιας, Νομισματικό Μουσείο Παρισίων) και των ΗΠΑ (Ινστιτούτο Σμιθσόνιαν της Ουάσιγκτον, Ινστιτούτο Μελέτης του Αρχαίου Κόσμου του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης, Μουσείο Καλών Τεχνών του Χιούστον) ενώ ως τις 4 Ιανουαρίου φιλοξενούνταν στο Μουσείο Φιτζγουίλιαμ του Κέιμπριτζ.
Ο εκθαμβωτικός κόσμος της Ανατολής μπολιασμένος με χαρακτηριστικά στοιχεία του αρχαίου ελληνικού κόσμου, σε μια συνύπαρξη εξόχως γοητευτική.
Η τέχνη
«Η τεχνική αρτιότητα και η απαράμιλλη καλλιτεχνική ποιότητα αυτών των έργων αποδεικνύουν όχι μόνο το υψηλό οικονομικό επίπεδο,αλλά και τη σαφή διαστρωμάτωση της κολχικής κοινωνίας» λέει άλλωστε χαρακτηριστικά η επιμελήτρια Προϊστορικών, Αρχαίων Ελληνικών και Ρωμαϊκών Συλλογών του Μουσείου Μπενάκη κυρία Ειρήνη Παπαγεωργίου. Εξάλλου οι ανασκαφές στο Βάνι της Γεωργίας, που άρχισαν ήδη από τα τέλη του 19ου αιώνα, έχουν δώσει ευρήματα τέτοια ώστε η χρυσοχοϊκή τέχνη της Κολχίδας να τοποθετείται σήμερα δίπλα στα μεγάλα αντίστοιχα κέντρα της Ελλάδας, της Κύπρου, της Αιγύπτου, της Λυδίας, της Βακτριανής και του Ιράν.
Το αρχαίο όνομα του Βάνι δεν είναι ωστόσο διαπιστωμένο, καθώς άλλοι ταυτίζουν τη θέση με το αρχαίο Σούριουμ, όπως αναφέρεται σε ένα χωρίο του Πλίνου, και άλλοι με τη Λευκοθέα, ένα ιερό για το οποίο μιλάει ο Στράβων. Ανεξαρτήτως του ονόματος πάντως και βάσει των αρχαιολογικών δεδομένων, το Βάνι φαίνεται ότι κατά τον 8ο αι. π.Χ. υπήρξε λατρευτικό κέντρο. Εν συνεχεία από τον 6ο ως τον 4ο αι. π.Χ. μετασχηματίστηκε σε πολιτικό και διοικητικό κέντρο με την άρχουσα τάξη όχι μόνο να κατοικεί σε αυτό, αλλά και να ενταφιάζεται (όπως δείχνουν οι πλούσιοι τάφοι της εποχής), ενώ ανάμεσα στον 3ο και τον 1ο αι. π.Χ. επανήλθε η αποκλειστική θρησκευτική του χρήση. Είναι η εποχή, άλλωστε, που τα αντικείμενα μεταλλοτεχνίας δείχνουν τις σαφείς επιρροές από τον ελληνικό κόσμο, ο οποίος πλέον έχει εισχωρήσει βαθιά στην Ανατολή. Στέρεα τείχη, πύργοι και οχυρωμένες πύλες προστάτευαν αυτή την πόλη με τα ιερά κατά την τελευταία περίοδο, χωρίς όμως να εμποδίσουν την καταστροφή της τον 1ο αι. π.Χ. Οι ταφές
Οι πλούσιες ταφές του 5ου και του 4ου αιώνα π.Χ. στο Βάνι είναι αυτές που έχουν δώσει τα περισσότερα ευρήματα στους ανασκαφείς. Διότι ο νεκρός τοποθετούνταν στον τάφο μαζί με πλήθος χρυσών και ασημένιων κοσμημάτων, τα οποία συχνά ήταν και ραμμένα επάνω στο ένδυμά του, όπως χρυσά κουμπιά, ψήφοι και άλλα διακοσμητικά στοιχεία. Κι αν τα πολυάριθμα κοσμήματα τα οποία συνόδευαν τον νεκρό στη μετά θάνατον ζωή συνθέτουν το λαμπρό μέρος των αρχαιολο γικών ερευνών, τα έθιμα είναι εκείνα που μιλούν περισσότερο για τους ανθρώπους της Κολχίδας. Το γεγονός, δηλαδή, ότι ο νεκρός δεν πήγαινε πάντα μόνος στον άλλο κόσμο καθώς συχνά τον συνόδευαν σκλάβοι, υπηρέτες και άλογα, αφού πρώτα τους θυσίαζαν, αποτελεί μια ξένη προς τους Ελληνες συνήθεια. Γνωστή αντίθετα ήταν στους Σκύθες που ζούσαν βορείως του Μεγάλου Καυκάσου, αλλά και σε άλλες περιοχές της Γεωργίας.
Οι Αργοναύτες
«Τα μοναδικής αισθητικής αξίας κοσμήματα επιβεβαιώνουν τη ρευστότητα των ορίων ανάμεσα στον μύθο και στην πραγματικότητα» λέει η κυρία Ειρήνη Παπαγεωργίου, επαναφέροντας την ιστορία στη γέννησή της. Εγινε ή όχι η αργοναυτική εκστρατεία; Και ποιο ήταν το κίνητρό της;
Η αλήθεια είναι ότι από πολύ νωρίς είχε υποτεθεί ότι πίσω από τον μύθο του χρυσόμαλλου δέρατος διακρίνονταν οι προσπάθειες των Ελλήνων κατά τη Μυκηναϊκή εποχή για την εκμετάλλευση του ορυκτού πλούτου της Μαύρης Θάλασσας (Στράβων, 1ος αι. π.Χ.-1ος αι. μ.Χ.). Πράγμα αληθές. Ενας άλλος Ρωμαίος, εξάλλου, ο ιστορικός Αππιανός (2ος αι. μ.Χ.), επιχειρώντας να αιτιολογήσει τον σχετικό μύθο, αναφέρει ότι ακόμη και στην εποχή του χρησιμοποιούσαν στη χώρα της Μήδειας προβιές για να συλλέξουν τη χρυσοφόρο άμμο την οποία μετέφεραν τα νερά των ποταμών που πήγαζαν από τον Καύκασο. Ενας ακόμη μύθος; Ο Στράβων και πάλι, περιγράφοντας τον τρόπο περισυλλογής της χρυσής σκόνης από τα ποτάμια της Γεωργίας, μιλάει για δέρματα προβάτων που τοποθετούνταν στο νερό, κόντρα στο ρεύμα, προκειμένου η λανολίνη τους να μαγνητίσει τους κόκκους του μετάλλου!
Οι σύγχρονες μελέτες, βέβαια, θεωρούν ότι το άνοιγμα των Ελλήνων προς τη Μαύρη Θάλασσα υπήρξε ζήτημα ζωτικής σημασίας. Ετσι, ο μύθος των Αργοναυτών αντικατοπτρίζει τις διαδοχικές προσπάθειες των κατοίκων του ελλαδικού χώρου για να αποκτήσουν πολύτιμα μέταλλα και στη συνέχεια τα πολύτιμα επίσης σιτηρά. Απόδειξη, το μεγάλο αποικιακό ρεύμα του 8ου και 7ου αι. π.Χ. σε όλη τη Μαύρη Θάλασσα.
Η έκθεση θα διαρκέσει ως τις 6 Απριλίου. Χορηγοί είναι ο Ομιλος Επιχειρήσεων Λαυρεντιάδη και η ασφαλιστική εταιρεία Lloyds- Γ. Καραβίας & Συνεργάτες.
Η άμπελος και ο Διόνυσος
Με έκπληξη αντίκρισαν οι Αργοναύτες φθάνοντας στη μυθική Κολχίδα κληματαριές να περιβάλλουν το παλάτι του βασιλιά Αιήτη αλλά και μία κρήνη από την οποία έρεε κρασί! Αυτά περιγράφει πολύ αργότερα, τον 3ο αι. π.Χ., ο Απόλλων ο Ρόδιος ενισχύοντας μαζί με άλλες γραπτές πηγές και αρχαιολογικά κατάλοιπα την άποψη για την εξ ανατολών προέλευση της αμπέλου. Η πιθανότητα όμως, λένε σήμερα οι αρχαιολόγοι, να ήταν η Γεωργία ο τόπος όπου πρώτα παράχθηκε κρασί είναι μεγάλη. Το μαρτυρούν εξάλλου αρχαιολογικά και γλωσσολογικά ευρήματα. Οπως τα απομεινάρια που εντοπίστηκαν στα εσωτερικά τοιχώματα πιθαριών, τα οποία βρέθηκαν πριν από λίγα χρόνια στο Σουλαβέρι, 96 χιλιόμετρα από την Τιφλίδα και κατόπιν εξαντλητικών αναλύσεων αποδείχθηκε ότι επρόκειτο για ρητινωμένο κόκκινο κρασί. Η ηλικία του; Περί το 6000 π.Χ. Αλλωστε ήδη από το 7000-5000 π.Χ. χρονολογούνται τα κουκούτσια σταφυλιών από καλλιεργημένα αμπέλια που έχουν βρεθεί στη Γεωργία. Ενδιαφέρον έχει και η γλωσσολογική ανάλυση της λέξης «οίνος» (vinum, vino, vin, wein, vine σε άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες), η οποία δεν ανήκει στις ινδοευρωπαϊκές. Οπως δεν ανήκει ούτε η γεωργιανή γλώσσα, η οποία χρησιμοποιεί για το κρασί τη λέξη «gvino».
Και βεβαίως από την έκθεση δεν λείπει ο θεός του κρασιού, ο Διόνυσος, ο οποίος εκπροσωπείται από τη συνοδεία του: Είναι οι μορφές της Αριάδνης, του Πάνα, Σατύρων και Μαινάδων, μικρά, χάλκινα, ανάγλυφα κεφάλια που αποτελούσαν κάποτε τα διακοσμητικά ενός αγγείου. Προφανώς για το κρασί.
Ειδώλια εν τάφω
Είναι μόνον τρία.Τα δύο από χαλκό και το άλλο από σίδηρο.Είναι άσχημα.
Είναι,όμως,πολύτιμα.
Πρόκειται για ειδώλια σαν αυτά που χρησιμοποιούνταν σε όλον τον αρχαίο κόσμο ως λατρευτικά αντικείμενα και ως κτερίσματα στις ταφές των νεκρών.Μόνον που τα συγκεκριμένα είχαν ταφεί αυτά τα ίδια! Με όλες τις τιμές.Σαν να ήταν άνθρωποι.Τα ευρήματα αυτά του 3ου αι.π.Χ.θεωρούνται μοναδικά,αφού απαντώνται μόνο στην περιοχή της Μαύρης Θάλασσας και τα στοιχεία τους εντυπωσιάζουν.
Ολα τα ειδώλια αποδίδουν γυναικείες μορφές,όρθιες, γυμνές,με επίμηκες σχήμα,ασυνήθιστες αναλογίες και με τα χέρια προτεταμένα.Βρέθηκαν στολισμένα με χρυσά κοσμήματα (διαδήματα, περιδέραια,σκουλαρίκια και βραχιόλια) όπως συνέβαινε και στις ταφές των ανθρώπων.Ιχνη υφάσματος ή τα υπολείμματα χρυσής κλωστής εντοπίστηκαν δίπλα τους.Και μαζί χρυσά διακοσμητικά στοιχεία τα οποία κάποτε φαίνεται ότι ήταν ραμμένα επάνω σε αυτό το χρυσοποίκιλτο ύφασμα που τύλιγε κάθε ειδώλιο.Οι ανασκαφείς μάλιστα τα βρήκαν θαμμένα επιμελώς εντός ή πλησίον ιερών κτιρίων μέσα σε μικρούς ορθογώνιους τάφους που είχαν λαξευτεί στον φυσικό βράχο και είχαν καλυφθεί με κεράμους,δίνοντας την εικόνα λάρνακας. Σε άλλη περίπτωση ένα χάλκινο ειδώλιο σατύρου της ίδιας εποχής,το οποίο επίσης παρουσιάζεται στην έκθεση,βρέθηκε θαμμένο με τον ίδιο τρόπο μέσα σε ένα ιερό κτίριο.
Μόνο που αυτό ήταν αντεστραμμένο,με το πρόσωπο δηλαδή προς το έδαφος,φέροντας όμως χρυσό περιλαίμιο και χρυσό βραχιόλι.Η ουρά του σατύρου ωστόσο και τα συνοδευτικά του σύμβολα έλλειπαν,αφήνοντας τους ερευνητές να υποθέτουν ότι η αφαίρεσή τους είχε γίνει σκόπιμα ώστε να χάσει το αντικείμενο την αρχική του υπόσταση.
Επρόκειτο για αντικείμενα κάποιας μυστηριακής λατρείας χθόνιων θεοτήτων; Απεικόνιζαν ίσως ιερείς; Μήπως το τελετουργικό της ταφής τους ήταν υποκατάστατο πραγματικών θυσιών; Ή μήπως συνδέονταν με τη λατρεία των νεκρών; Η απάντηση αναζητείται.
Οι φωτογραφίες είναι του Μirian Κiladze