Ενενήντα χρόνια συμπληρώνονται το 2009 από την υπογραφή της Συνθήκης των Βερσαλλιών που επισημοποιούσε το τέλος του Μεγάλου Πολέμου, του «πολέμου που τελειώνει όλους τους πολέμους», όπως πίστευαν και διαλαλούσαν εκείνη την εποχή οι ιδεαλιστές στην Ευρώπη και στην Αμερική. Με την υπογραφή, στις 28 Ιουνίου, ενός κειμένου σχεδόν 450 σελίδων στη μεγαλοπρεπή Αίθουσα των Κατόπτρων του Ανακτόρου του Λουδοβίκου ΙΔ Δ τερματιζόταν η αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε μετά την ανακωχή της 11ης Νοεμβρίου 1919, τόσο στις χώρες της Μεγάλης Συμμαχίας (Γαλλία, Αγγλία, ΗΠΑ, Ιταλία κ.ά.) όσο και στις Κεντρικές Δυνάμεις (Γερμανία, Αυστροουγγαρία). Εξι μήνες διαπραγματεύσεων και διαβουλεύσεων μεταξύ των Συμμάχων- οι οποίοι διαπληκτίζονταν μεταξύ τους για τους όρους που έπρεπε να επιβληθούν στην ηττημένη Γερμανία και για το τι θα αποκόμιζε η καθεμία- κατέληξαν σε ένα ιστορικό κείμενο το οποίο συνέταξαν ουσιαστικά οι πρωθυπουργοί της Γαλλίας και της Αγγλίας, ο (εκδικητικός) Ζορζ Κλεμανσό και ο (ισορροπιστής) Ντέιβιντ Λόιντ Τζορτζ, αντιστοίχως, με τη σύμπραξη του (ιδεαλιστή) αμερικανού προέδρου Γούντρο Γουίλσον. Ο ιταλός πρωθυπουργός Βιτόριο Ορλάντο διαφώνησε για το μικρό μερτικό που πίστευε ότι έπαιρνε η χώρα του και αποχώρησε, ακολουθούμενος από τον ρουμάνο ομόλογό του Ιον Μπρετιάνου. Η Ρωσία, όπου το κομμουνιστικό καθεστώς δεν είχε ακόμη σταθεροποιηθεί, δεν εκλήθη στη διάσκεψη.
Η Συνθήκη (ειρήνης) των Βερσαλλιών τιμωρούσε τη Γερμανία- την κατονόμαζε ως «απολύτως υπεύθυνη» (Αρθρο 231) του πολέμου 1914-1918- και την υποχρέωνε να εγκαταλείψει εδάφη της στη Γαλλία και στην Πολωνία, «να παραχωρήσει» τις αποικίες της στην Αφρική
στις νικήτριες Γαλλία και Αγγλία και «να αποζημιώσει» το Βέλγιο και τη Γαλλία με 34 δισ. δολάρια, ποσό τεράστιο για την εποχή. Αρχικά το Βερολίνο αρνήθηκε να εγκρίνει τη Συνθήκη, αλλά έναν μήνα αργότερα η Βουλή συμφώνησε με 237 υπέρ και 138 εναντίον. Στη Συνθήκη περιελήφθησαν και οι συνθήκες ειρήνης των Συμμάχων με την Αυστρία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και την (τότε) Οθωμανική Τουρκία. Η Συνθήκη δημιουργούσε τον «νέο χάρτη της Ευρώπης», στη βάση του εθνικού κράτους, αλλά με πολλές ασάφειες και παραδοξότητες. Ετσι, τα σύνορα με τη Ρωσία έμειναν ακαθόριστα, καθώς δεν προσδιοριζόταν το μέλλον της Φινλανδίας, της Ουκρανίας και της Γεωργίας. Στο εθνικό κράτος της Γιουγκοσλαβίας, που δημιουργήθηκε τεχνητά και μόνο για να αποτελέσει φράγμα στον επεκτατισμό της κομμουνιστικής Ρωσίας, περιελήφθησαν 700.000 γερμανόφωνοι Σλοβένοι οι οποίοι δεν είχαν την παραμικρή σχέση με τους Σέρβους ή τους Κροάτες. Γενικά 30 εκατομμύρια άτομα έμειναν εκτός των εθνικών κρατών στα οποία, λόγω εθνότητος, έπρεπε να ανήκουν.
Το σοβαρότερο ίσως επίτευγμα της Συνθήκης ήταν η δημιουργία της Κοινωνίας των Εθνών και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας (και τα δύο στη Γενεύη). Η ΚτΕ, στην οποία μετείχαν αρχικά οι νικήτριες χώρες, ήταν- επέζησε εν απραξία ως το 1939- ένα είδος διαιτητικού οργανισμού ο οποίος θα μεσολαβούσε για να αποφεύγονται κρίσεις οι οποίες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε πόλεμο. Μολονότι εισηγητής της δημιουργίας της ήταν ο πρόεδρος Γουίλσον- ο οποίος υπέβαλε στη Διάσκεψη και τα ιστορικά «Δεκατέσσερα σημεία» του για εμπέδωση της ειρήνης – οι ΗΠΑ δεν έλαβαν μέρος, επειδή ουδέποτε η Γερουσία ενέκρινε τα σχετικά κείμενα. *