Πριν από λίγες εβδομάδες ανέβηκε το Μανιφέστο του κομμουνιστικού κινήματος σε μετάφραση, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Ελενας Πατρικίου. Πρόκειται για μια παράσταση που διευκολύνει τον θεατή να ξαναδεί από την αρχή, με πιο διαφορετικό τουλάχιστον μάτι, την πολιτική αξία ενός μαχητικού κειμένου του 1848. Τόσο από την άποψη των παραληπτών του που δεν εξαντλούνται στην παρουσία ενός κόμματος όσο και με γνώμονα την πρώτη κοινή εφαρμογή της «αυτογνωσίας» των συγγραφέων του. Τόσο, δηλαδή, με αφετηρία τη διαβεβαίωση ότι όσοι συμμερίζονται τις αντιλήψεις του Μανιφέστου «υποστηρίζουν παντού κάθε επαναστατικό κίνημα που στρέφεται εναντίον της υπάρχουσας κοινωνικής και πολιτικής κατάστασης» όσο και με στόχο να διακριβωθεί πώς ο Μαρξ και ο Ενγκελς ανάγονται στο πεδίο γένεσης και ανάπτυξης του κεφαλαιοκρατικού κοινωνικού σχηματισμού.
Η «θεατρικότητα» του πολυδιαβασμένου αυτού κειμένου, σε μια σκηνή που επιδιώκει να λειτουργεί «διαρκώς αφυπνιστική», συναντά τη χρηματοπιστωτική κρίση των ημερών μας, με ξεχωριστή μάλιστα αναφορά στις περιοδικές «κρίσεις» της κοινωνίας η οποία βασίζεται στην κυριαρχία του «παρελθόντος πάνω στο παρόν». Με άλλη αφόρμηση αλλά με παρόμοια αποβλεπτικότητα ανέβηκε, πριν από λίγα χρόνια, η παράσταση Σ΄ εσάς που με ακούτε. Δηλαδή ένα έργο της Λούλας Αναγνωστάκη με επίκεντρο την έμπνευση που ασκεί η «κόκκινη» Ρόζα στην αρχή του νέου αιώνα μας. Ειδικότερα, «επιστρέφει στη δική μας εποχή και φυσικά είναι αλλιώτικη». Προπαντός είναι «πολύ νέα» ή «φοράει τζιν αλλά της αρέσουν και τα κομψά φορέματα». Εμφανίζεται λοιπόν να «καπνίζει Μάρ λμπορο», να «αγαπάει τον κινηματογράφο,τα μικρά ατμοσφαιρικά μπαρ, την τζαζ». Επιπλέον, «θα μπορούσε να στέλνει e-mail,όμως της αρέσει να γράφει με μολύβι».
Ποια ήταν λοιπόν η Ρόζα Λούξεμπουργκ; Στις 6 Ιανουαρίου 1919 καταστέλλεται στο Βερολίνο η ολιγοήμερη απόπειρα να συσταθεί η «Γερμανική Σοβιετική Δημοκρατία» και η ίδια βρίσκεται δολοφονημένη μαζί με τα υπόλοιπα ηγετικά στελέχη του «Spartakusbund» που ήδη είχε μετονομασθεί «Κομμουνιστικό Κόμμα της Γερμανίας». Βρισκόμαστε στη λήξη του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου (η Γερμανία συνθηκολογεί τον Νοέμβριο του 1918) και στην απαρχή της εδραίωσης της σοβιετικής εξουσίας στη Ρωσία.
Ειδικά το τελευταίο σημείο είχε συνδυασθεί με τη θεωρητική και πολιτική ιδιοσυστασία της Λούξεμπουργκ. Γιατί αρκετά νωρίς είχαν διατυπωθεί, συχνά απερίφραστα, από δυτικοευρωπαίους μαρξιστές κριτικές επισημάνσεις ως προς τον τρόπο επιβολής και κυρίως αναπαραγωγής της σοβιετικής εξουσίας. Για τούτο αρνούνταν να προγραμματίσουν έναν παρόμοιο δρόμο για τη νικηφόρα διεκπεραίωση των κοινωνικών και πολιτικών αγώνων στις χώρες τους. Μια τέτοια περίπτωση αφορά την απόσταση που κρατούσε, από την απαρχή κιόλας της επανάστασης των Μπολσεβίκων, η Ρόζα. Οταν δηλαδή τους αντέτεινε ότι «η ελευθερία νοείται πάντα ελευθερία για εκείνον που σκέφτεται διαφορετικά». Στα ύστατα γραπτά της Λούξεμπουργκ, που αφορούν τη διαμόρφωση του «Σπάρτακου» και την ίδρυση του ΚΡD, αναδιατυπώνεται το δίλημμα «σοσιαλισμός ή πτώση στη βαρβαρότητα». Με την υπόμνηση μάλιστα ότι η «διαλεκτική της Ιστορίας» επαναφέρει τους επαναστάτες στην εποχή του Μανιφέστου, οπότε η εγκαθίδρυση του σοσιαλισμού είχε εμφανισθεί ως «άμεση αναγκαιότητα» που προέκυπτε από την «ίδια την ιστορική εξέλιξη». Οι εκτιμήσεις αυτές οδηγούσαν στην επανεξέταση των στόχων του προγράμματος της Ερφούρτης (1891), με το οποίο η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία παρουσιαζόταν να συγκεντρώνει το ενδιαφέρον της στις μίνιμουμ διεκδικήσεις. Δηλαδή κάνοντας τον σοσιαλισμό «απώτερο τελικό σκοπό». Κυρίως όμως υπονοούνταν η εγκατάλειψη του τρόπου με τον οποίο «ζούσε,ή ορθότερα πέθανε» το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα. Ο,τι ακριβώς αφορούσε την προσκόλληση στη νόμιμη οδό της κοινοβουλευτικής πάλης. Η επιστροφή λοιπόν στο Μανιφέστο σήμαινε την επανασύζευξη των άμεσων διεκδικήσεων με τον «τελικό σκοπό» και, συναφώς, τη διάλυση της «αυταπάτης» ότι η εργατική τάξη μπορούσε να επιτύχει τους στόχους της απλώς «κάνοντας την επανάσταση στους δρόμους». Ετσι ο «Σπάρτακος» αντιπαρατίθεται προς τον ηγέτη της γερμανικής Σοσιαλδημοκρατίας, τον Καρλ Κάουτσκι, που λειτουργούσε ως κέρβερος του «απόλυτου κοινοβουλευτισμού». Γιατί υποχρέωνε το εργατικό κίνημα να δρα με βάση τους όρους που του έθετε η κεφαλαιοκρατική κοινωνία, χωρίς να επιδεικνύει κάποια «σοβαρή διάθεση» να τους υπερνικήσει.
Στα διακηρυκτικά αυτά κείμενα, πέρα από τον πολεμικό τόνο, το δίλημμα που μόλις σημείωσα ενέχει σαφή μεθοδολογική σημασία για την κατανόηση της σκέψης της Λούξεμπουργκ. Δηλαδή το αν η ανθρωπότητα «ή βυθίζεται στη βαρβαρότητα ή σώζεται εγκαθιδρύοντας τον σοσιαλισμό» σημαίνει τον παραμερισμό του μονοδιάστατου οικονομικού καταστροφισμού και συνάμα την εξασφάλιση μιας διαζευκτικής έκβασης της Ιστορίας. Ο,τι δηλαδή συναρτάται με την αποτελεσματικότητα της επαναστατικής παρέμβασης της εργατικής τάξης. Από αυτήν άλλωστε την αίσθηση της Ιστορίας διαπιστώνεται πως αδυνατούμε να προβλέψουμε ό,τι «νομοτελειακά» θα επακολουθήσει. Και για τούτο η επαναστατική διαδικασία εκτυλίσσεται «από τα κάτω προς τα πάνω» ως ευρεία κοινωνική ανατροπή.
Οι συνεπαγωγές είναι περισσότερο από προφανείς. Για παράδειγμα, ότι ο σοσιαλισμός δεν εγκαθιδρύεται με «μερικά διατάγματα» που συντάσσονται στο «πράσινο τραπέζι μιας ντουζίνας διανοουμένων». Οπως έγραφε η Λούξεμπουργκ, αποτιμώντας ήδη την πρώτη ρωσική επανάσταση, «η Μαντάμ Ιστορία αποστρέφεται και με πλατύ χαμόγελο περιφρονεί τα γραφειοκρατικά στερεότυπα». Η νέα επαναστατική οργάνωση το μόνο που μπορεί να κάνει είναι να συμβάλει στον μετασχηματισμό του «αυθόρμητου στοιχείου σε συστηματικό». Για τούτο δεν αναμένεται να δράσει ως κόμμα που επιδιώκει να καταλάβει την εξουσία «παρά ή μέσω των εργατικών μαζών». Μόνο που η «κόκκινη» Ρόζα από το Ζάμοξ δεν πρόλαβε να αυτοεπιβεβαιωθεί ως αναγνώστρια του «υγιούς επαναστατικού ενστίκτου» , ούτε να διαπιστώσει τους τρόπους με τους οποίους η κοινωνική πρόοδος μετατρέπεται σε «τροχάδην»… *
Ο κ.Παναγιώτης Νούτσος είναι καθηγητής της Κοινωνικής και Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.