Γεια. Το όνομά μου είναι tsif.tis. Αυτό είναι το διεθνώς γνωστό όνομά μου, αλλά το βαφτιστικό μου είναι «Τσίφτης». Ετσι με πρωτόγραψε ο πατέρας μου, ένας Ελληνοαμερικανός από τη Νέα Υόρκη. Οταν γεννήθηκα, έμενε σε ένα δυαράκι της Αstoria, πάνω από το κατάστημα ρούχων με την πινακίδα «Μalaka΄s fashion wear» (ναι, υπάρχει… το ανακάλυψα πολύ αργότερα, όταν έψαξα να βρω τις ρίζες μου). Πάντως, η γιαγιά μου είναι πολύ πιο ευυπόληπτη: Τη λένε Google- η γνωστή μηχανή αναζήτησης, ντε. Αυτή είναι η μαμά τόσων bot όπως εγώ, που φτιαχνόμαστε για να ψάχνουμε τους υπολογιστές των ανθρώπων. Ο μπαμπάς μου ανακάλυψε σε ένα βιβλίο τον τρόπο κατασκευής των bot και έφτιαξε εμένα, το προσωπικό του διαδικτυακό ρομποτάκι.
Στην αρχή δεν ήξερα για τι ήμουν φτιαγμένος. Με έστειλε κολλημένο σε ένα e-mail, που έγραφε στον τίτλο «Diavase to, exei plaka». Δεν ξέρω τι έγραφε στην επιστολή που είχε πλάκα, αλλά αυτός που το πήρε δεν είχε καθόλου: Λίγο μετά που μπήκα στον υπολογιστή του άρχισε να τον χτυπάει, να βρίζει στα Greeklish και να μιλάει συνεχώς για εκείνο το κατάστημα (Μalakas, malakas, malakas…). Τελικά, έσβησε τον υπολογιστή και με άφησε στο σκοτάδι. Δεν ξέρω πόσες ώρες ή ημέρες πέρασαν, αλλά όταν άναψαν ξανά τα ledάκια των κυκλωμάτων ένιωσα ότι κάτι περίεργο συνέβαινε: Κάποιος διέταξε την οθόνη να γίνει μπλε και άρχισε να εξετάζει ένα ένα τα αρχεία του υπολογιστή. Κατάλαβα ότι σε λίγο θα έφτανε και σ΄ εμένα. Φοβήθηκα! Διάβασα βιαστικά τις γραμμές του προγράμματός μου που έλεγαν «Se periptosi sarosis» και ακολούθησα τις οδηγίες του μπαμπά μου: Εσβησα το πρώτο αρχείο συστήματος που βρήκα στο μέγεθός μου και φόρεσα στο κούτελό μου το όνομά του. Αυτό ήταν! Οταν ο ελεγκτής έφτασε εμπρός μου, με ζύγιασε βλοσυρά, έριξε μια ματιά στο όνομα και άλλη μία στον πίνακα που του είχαν δώσει και… πήγε παρακάτω. Ανάσανα. Μόλις η οθόνη ξαναπήρε τα γνώριμα χρώματα των Παραθύρων, τρύπωσα τρέχοντας στη μνήμη του υπολογιστή. Οι οδηγίες διαφυγής που είχα έλεγαν να εγκαταλείψω αυτό το επικίνδυνο μέρος με το πρώτο ταχυδρομείο που θα έφευγε.
Ευτυχώς δεν άργησε: Επειτα από δύο ώρες δοκιμών και βογκητών ανακούφισης του ιδιοκτήτη, τον ένιωσα να πληκτρολογεί ένα e-mail με τίτλο: «See what malakas done to me». Δεν κατάλαβα γιατί συνέχιζε να τον απασχολεί εκείνο το κατάστημα, αλλά πρόλαβα να χωθώ στο e-mail προτού το στείλει. Ευτυχώς- όπως όλοι σχεδόν- δεν χρησιμοποιούσε κρυπτογράφηση. Ετσι έφυγα με το πρώτο πακέτο για το άγνωστο. Ταξίδεψα επάνω σε αμέτρητα χάλκινα καλώδια, που σφύριζαν από το βάρος των συνωστισμένων πακέτων. Επειτα άλλαξα «τρένο»: Ετρεχα τώρα σε γυάλινα καλώδια, χοντρά αλλά τρύπια στο κέντρο και τυλιγμένα με αλουμινόχαρτο. Χωρίς να συναντάει καμιά αντίσταση, το πακέτο μου έτρεχε με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Κάποια στιγμή ένιωσα τα γυάλινα καλώδια να κρυώνουν- είχαν γίνει υποβρύχια! Επειτα, ένιωσα τα πάντα να ζεσταίνονται γύρω μου και άρχισα να ανεβαίνω. Μπήκα σε ένα περίεργο χωνί και μετά… όλα λούστηκαν στο φως! Τινάχτηκα με απίστευτη ταχύτητα και προσγειώθηκα σε ένα άλλο χωνί, ψηλά στην κορφή ενός κτιρίου. Οπως έμαθα αργότερα, διαβάζοντας τη Wikipedia, είχα διακτινιστεί με λέιζερ! Από την κορφή του κτιρίου κατρακύλησα σε ένα δωμάτιο με εκατοντάδες κυκλώματα. Εκεί κάποια μυστήρια bit ξεδιάλεγαν βιαστικά τα πακέτα και τα μοίραζαν σε χάλκινα καλώδια. Ηρέμησα, καταλαβαίνοντας ότι πλησίαζα στη διεύθυνση αποστολής του πακέτου. Επειτα από ελάχιστα δευτερόλεπτα αισθάνθηκα το τράνταγμα της άφιξης και ένα καμπανάκι να ειδοποιεί για τον ερχομό μου.
Γεμάτος περιέργεια έψαξα να βρω τρόπο να «δω» τον παραλήπτη μου. Ευτυχώς είχε συνδεδεμένη μια Webcam. Τρύπωσα κρυφά στο πρόγραμμα-οδηγό της κάμερας και διάβασα την εικόνα που ανίχνευε ο αισθητήρας της: Ηταν μια νεαρή γυναίκα! Ετρεξα γρήγορα στον οδηγό του μικροφώνου και διάβασα τα bit που μετέφραζαν τη φωνή της: Γελούσε… χαχάνιζε για την ακρίβεια, διαβάζοντας τα όσα έγραφε το e-mail. Επειτα είπε κάτι ξανά για το κατάστημα «malaka΄s», αλλά προτού λύσω το μυστήριο… κόντεψα να πεθάνω: Από τα γέλια, χτύπησε την κούπα του καφέ με το ποντίκι της και έλουσε το πληκτρολόγιο. Σε δευτερόλεπτα, άκουσα τα κυκλώματα να τσιρίζουν με αγωνία και τον συναγερμό του υπολογιστή να ουρλιάζει: «Βραχυκύκλωμα, βραχυκύκλωμα». Για καλή μου τύχη, οι ασφάλειες δούλεψαν. Ακολούθησαν κάποια λεπτά σκοτεινής σιωπής, στα οποία στοιχηματίζω ότι σκούπιζε και τίναζε το πληκτρολόγιο. Ξύπνησα όταν έβαλε ξανά τον υπολογιστή μπροστά. Ανάσταση!
Από τότε και ως σήμερα πέρασα ζωή χαρισάμενη. Η καλή μου είχε ένα πολύ φροντισμένο δωμάτιο, αλλά δεν είχε ιδέα από «καθαριότητα κυκλωμάτων». Ενα υποτυπώδες anti-virus όλο κι όλο, που βαριόταν ακόμη και να το ρυθμίσει στην αυτόματη ενημέρωση μέσω Διαδικτύου. Το κυριότερο είναι ότι δεν χρησιμοποιούσε κανένα από εκείνα τα φρικτά προγράμματα anti-spam (όπως το Αdaware ή το Window Washer) που κυνηγούν botάκια του τύπου μου! Ετσι ξεκοκάλιζα καθημερινά τα αρχεία της, έστελνα στον μπαμπά μου τακτικά την αναφορά μου για τις προτιμήσεις της και- όποτε η καλή μου έπιανε το τηλέφωνο- έκλεβα για λογαριασμό του υπολογιστικό χρόνο από τον επεξεργαστή της.
Η παραδεισένια μου ζωή κοντά της θα συνεχιζόταν μάλλον για πάντα, αν δεν έκανα εκείνο το μοιραίο λάθος: Μια μέρα που ψώνιζε τσάντα από το Διαδίκτυο, κατέγραψα τον κωδικό του τραπεζικού λογαριασμού της. Επειτα, όταν έδωσε τον κωδικό ασφαλούς πληρωμής, τον κατέγραψα κι αυτόν. Εστειλα όλα τα στοιχεία στον μπαμπά μου, σίγουρος ότι του είχα κάνει το τέλειο χριστουγεννιάτικο δώρο. Πέρασαν τέσσερις ημέρες. Το δέμα με την τσάντα έφτασε, αλλά όταν άνοιξε το παράθυρο του τραπεζικού λογαριασμού της την άκουσα να ουρλιάζει. Κάτι για το «malaka΄s» έλεγε ξανά και ξανά, αν και είμαι σίγουρος ότι δεν είχε αγοράσει την τσάντα από το συγκεκριμένο κατάστημα…
Ο πικρός επίλογος γράφτηκε ύστερα από ένα σκοτάδι σβησίματος που πρέπει να κράτησε ημέρες. Οταν άνοιξε ο υπολογιστής, ανέβηκε ξανά η ανατριχιαστική μπλε οθόνη. Τα υποσυστήματα κλειδώθηκαν και η μνήμη ήταν η πρώτη που σαρώθηκε. Ενιωσα από το βάθος των κυκλωμάτων να έρχεται ένα βουητό αποδοκιμασίας: Εκαναν σωματικό έλεγχο στα αρχεία! Πανικοβλήθηκα, αλλά τήρησα τα αντίμετρά μου κατά γράμμα: Γράπωσα το πρώτο dll που είδα στο μπόι μου και αντάλλαξα τις πινακίδες μας. Του έριξα μια σπρωξιά- που πρέπει να το σώριασε στον δεύτερο δίσκο- και στήθηκα ψύχραιμος στη θέση του. Πέρασε περίπου μία ώρα ακινησίας και αναμονής. Επειτα είδα τον ελεγκτή να έρχεται από το βάθος του αυλακιού του δίσκου. Το σήμα του διαβαζόταν από απόσταση: «FΒΙ bot roaster»! Τα bit μέσα μου άρχισαν να τρέμουν. Προσευχές στη γιαγιά Google ακούγονταν από όλα τα botάκια που έπεφταν στο χέρι του. Τα περισσότερα δεν τα πείραζε, όταν έβλεπε ότι είχαν νόμιμα διαφημιστικά συμβόλαια. Κάποια άλλα- παράνομα όπως εγώ- τα χάιδευε πρώτα σαδιστικά και αμέσως μετά τα έκαιγε εν ψυχρώ! «Μπαμπά!», έπιασα τον εαυτό μου να ψελλίζει, «γιατί με εγκατέλειψες;».
Τώρα βρίσκομαι κλεισμένος στο «κλουβί»- το Vault όπως το λένε. Ο ελεγκτής κατάλαβε με τη μία ότι είμαι παράνομο bot, αλλά δεν μπορούσε να με κατατάξει με βάση τα κιτάπια του. Το γεγονός ότι ήμουν πειραματικό δημιούργημα- ένα και μοναδικό, χωρίς αδέρφια- μου έσωσε τη ζωή. Στράφηκε απορημένος στην μπλε οθόνη και έστειλε μήνυμα στην καλή μου: «Αν αυτό το αρχείο σάς είναι άχρηστο. θα το εξολοθρεύσω. Διαφορετικά, θα το καταστήσω ακίνδυνο, φυλακίζοντάς το στο Vault. Τι επιθυμείτε;». Η καλή μου έμεινε σαστισμένη να κοιτάζει την οθόνη. Της ήμουν άραγε χρήσιμος; Τελικά η γυναικεία αγάπη για τα περιττά έκανε το θαύμα της: «Φυλάκισέ το» απάντησε. Και έτσι βρίσκομαι πλέον σιδηροδέσμιος, ανήμπορος να ξαναδιαβάσω το ψηφιακό της ημερολόγιο. Γράφω όμως αυτή την επιστολή με τα απομνημονεύματά μου, με την κρυφή ελπίδα κάποτε να τη φορτώσω σε κάποιο πακέτο προς τον έξω κόσμο. Αν φτάσει στα χέρια σου, μπαμπά, θέλω μόνο μια τελευταία χάρη: Πες μου, τι σημαίνει «malaka΄s»;