Η μεγαλύτερη πληγή της ελληνικής οικονομίας, την οποία ανέδειξε η τρέχουσα διεθνής κρίση, είναι αυτή του δημόσιου χρέους. Η ανάδειξη αυτή σηματοδοτήθηκε από την εκτόξευση του κόστους δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου στις 160 μονάδες βάσης πάνω από τα αντίστοιχα ομόλογα του γερμανικού Δημοσίου, σε επίπεδα δηλαδή που υπήρχαν μόνον όταν ήμασταν εκτός ευρωζώνης. Η διαφορά είναι τεράστια αν σκεφτεί κανείς ότι τα πρώτα χρόνια μετά την ένταξη στην ΟΝΕ ήταν γύρω στις 20 μονάδες βάσης. Αν αυτή η αύξηση εφαρμοστεί σε ολόκληρο το δημόσιο χρέος, οι τόκοι για την εξυπηρέτησή του αυξάνονται κατά 35%-40%. Δηλαδή, δυνητικά, ποσά πάνω από 4 δισ. ευρώ επιπλέον σε τόκους κάθε χρόνο, αντί να δαπανώνται για άσκηση κοινωνικής και άλλων πολιτικών. Η σύγκριση επίσης με τις λίγες εκατοντάδες εκατομμυρίων ευρώ που ξοδεύονται για την επιπλέον στήριξη των αδυνάτων στην τρέχουσα κρίση είναι άνιση. Γιατί όμως έχουμε αυτή την εξέλιξη και πώς μπορεί να αντιμετωπιστεί ριζικά το πρόβλημα του υψηλού δημόσιου χρέους στην Ελλάδα (το υψηλότερο μαζί με την Ιταλία στην ΕΕ);
Ηαντίδραση των αγορών στην τρέχουσα συγκυρία πρέπει να θεωρηθεί φυσιολογική. Οταν υπάρχει στενότητα στη διεθνή ρευστότητα, οι δανειστές δανείζουν εκεί όπου υπάρχει μεγαλύτερη σιγουριά. Τι είδαν λοιπόν οι δανειστές, σε αντίθεση με την κυβέρνηση η οποία προσπαθεί να παρουσιάσει μια θετική εικόνα; Κατ΄ αρχάς είδαν ότι η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει σοβαρά το δημοσιονομικό πρόβλημα και δεν αξιοποίησε την εποχή της γρήγορης ανάπτυξης και των χαμηλών επιτοκίων για να μειώσει το πρόβλημα. Το χρέος της κεντρικής κυβέρνησης, το οποίο αντιπροσωπεύει τις δανειακές ανάγκες του Ελληνικού Δημοσίου, αυξάνεται συνεχώς, ακόμη και ως ποσοστό του ΑΕΠ. Μάλιστα, αν τα σημαντικά χρέη των νοσοκομείων ενσωματωθούν στο δημόσιο χρέος (όπως έκανε με την «απογραφή» η σημερινή κυβέρνηση), η αύξηση του χρέους γίνεται μεγαλύτερη. Λογιστικές τακτοποιήσεις αντιστρέφουν την αυξητική τάση του χρέους για τα μάτια των Βρυξελλών. Αφαιρώντας το ενδοκυβερνητικό χρέος (ουσιαστικά τα ομόλογα του Ελληνικού Δημοσίου που έχουν αγοράσει τα ασφαλιστικά ταμεία και οι δημόσιοι οργανισμοί) προκύπτει το χρέος της γενικής κυβέρνησης το οποίο παρακολουθούν οι Βρυξέλλες.
Το πρόβλημα του δημόσιου χρέους χρειάζεται ένα μακροχρόνιο σχέδιο αντιμετώπισης. Πολλοί πιστεύουν ότι η θεραπεία βρίσκεται στη μείωση του μεγέθους του δημόσιου τομέα. Και όμως, σε όρους δημόσιων δαπανών η Ελλάδα βρίσκεται πίσω από τις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ενωσης των 15 κρατών μελών (ΕΕ-«15»). Η σύγκριση με τις σκανδιναβικές χώρες είναι ιδιαίτερα καταλυτική. Το πρόβλημα του δημόσιου τομέα δεν βρίσκεται στο μέγεθός του αλλά στην αναποτελεσματικότητά του και έχει τουλάχιστον τρεις όψεις:
Πρώτον, το αναποτελεσματικό κράτος είναι σπάταλο: περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι απ΄ ό,τι χρειάζεται, καμία σύνδεση αμοιβών και παραγωγικότητας, απαρχαιωμένες οργανωτικές δομές, υποχρησιμοποίηση των σύγχρονων τεχνολογιών κτλ. Δεύτερον, και ίσως σπουδαιότερο, ένα αναποτελεσματικό κράτος δεν παράγει την ποσότητα και την ποιότητα εκείνη των υπηρεσιών που θα κάνει τους πολίτες λιγότερο απρόθυμους να το χρηματοδοτήσουν μέσω της φορολογίας. Η φορολογική συνείδηση δεν δημιουργείται με τηλεοπτικά σποτάκια αλλά με τη βελτίωση της ανταποδοτικότητας των εσόδων του προϋπολογισμού. Δεν είναι δυνατόν να πεισθεί ο μέσος Ελληνας να αποκτήσει φορολογική συνείδηση όταν χρειάζεται φροντιστήρια παράλληλα με το δημόσιο σχολείο και «φακελάκι» για να… βρει την υγειά του. Τρίτον, ο φοροεισπρακτικός μηχανισμός είναι μη αποτελεσματικός. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αύξηση των εσόδων από τον ΦΠΑ τα τελευταία χρόνια βρίσκεται μόνο στο μισό της ονομαστικής αύξησης του ΑΕΠ. Τα παραπάνω προβλήματα αναποτελεσματικότητας ενισχύονται και από τις αδικίες του φορολογικού συστήματος (π.χ., ο φορολογικός συντελεστής των εργαζομένων είναι μεγαλύτερος από αυτόν των κερδών).
Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι να έχουμε τεράστιο δημόσιο χρέος αλλά να δίνουμε μόνο 3% στην Παιδεία και να έχουμε τις μεγαλύτερες αναλογικά ιδιωτικές δαπάνες Υγείας στον ΟΟΣΑ. Συνεπώς, αυτό που χρειαζόμαστε είναι μια κυβέρνηση με σχέδιο για τη μείωση του δημόσιου χρέους και αποφασισμένη να κάνει τις απαραίτητες αλλαγές στη λειτουργία του κράτους ώστε και τα έσοδα να αυξηθούν και οι δαπάνες να παράγουν περισσότερο και καλύτερο προϊόν.