Η πράσινη οικονομία και το μέλλον της απασχόλησης

Η «πράσινη» ανάπτυξη δεν είναι εχθρός της απασχόλησης. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΔΟΕ) προσπάθησε να καταγράψει με τον πιο εξαντλητικό τρόπο τις θέσεις εργασίας και τη δυναμική τους από τη μεταστροφή της σημερινής οικονομίας προς μια οικονομία με λιγότερη ρύπανση. Η έκθεσή του, με τίτλο «Για μια αξιοπρεπή εργασία σε έναν βιώσιμο κόσμο με χαμηλές εκπομπές άνθρακα», που ετοιμάστηκε από κοινού με το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και το Worldwatch Ιnstitute, εκτιμά, με ορίζοντα το 2030, ότι η εφαρμογή μιας πολιτικής μείωσης των ρύπων αερίων με επιπτώσεις θερμοκηπίου θα μεταφραστούν σε μια ανάπτυξη πιο πλούσια σε θέσεις απασχόλησης.

Η «πράσινη» ανάπτυξη δεν είναι εχθρός της απασχόλησης. Ο Διεθνής Οργανισμός Εργασίας (ΔΟΕ) προσπάθησε να καταγράψει με τον πιο εξαντλητικό τρόπο τις θέσεις εργασίας και τη δυναμική τους από τη μεταστροφή της σημερινής οικονομίας προς μια οικονομία με λιγότερη ρύπανση. Η έκθεσή του, με τίτλο «Για μια αξιοπρεπή εργασία σε έναν βιώσιμο κόσμο με χαμηλές εκπομπές άνθρακα», που ετοιμάστηκε από κοινού με το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για το Περιβάλλον και το Worldwatch Ιnstitute, εκτιμά, με ορίζοντα το 2030, ότι η εφαρμογή μιας πολιτικής μείωσης των ρύπων αερίων με επιπτώσεις θερμοκηπίου θα μεταφραστούν σε μια ανάπτυξη πιο πλούσια σε θέσεις απασχόλησης. Ηδη φαίνεται ότι ο κλάδος των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας δημιουργεί, σε παγκόσμιο επίπεδο, περισσότερες θέσεις απ΄ όσες δημιουργούν ετησίως οι κλάδοι παραγωγής ενέργειας ορυκτής προέλευσης.

Αν, όπως σε κάθε μετάβαση, θα υπάρξουν κερδισμένοι και χαμένοι, ο τελικός ισολογισμός ωστόσο θα είναι θετικός, λέει η έκθεση. «Αυτή είναι η συμβολή μας στη διεθνή διαπραγμάτευση για το κλίμα» συμπυκνώνει ο Πέτερ Πόσεν, σύμβουλος για τη Βιώσιμη Ανάπτυξη στον ΔΟΕ. «Η έκθεση αποδεικνύει ότι μια μεταλλαγή προς μια οικονομία χαμηλού άνθρακα δεν αποτελεί κίνδυνο για την απασχόληση». Με άλλα λόγια, οι κυβερνήσεις δεν μπορούν να χρησιμοποιούν το επιχείρημα αυτό για να εμποδίσουν τη συλλογική προσπάθεια που απαιτεί η πάλη ενάντια στην κλιματική αλλαγή και στην επιδείνωση της κατάστασης του περιβάλλοντος.

Ολες οι έρευνες που έχουν γίνει στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας καταγράφουν μεγαλύτερη ένταση εργασίας, με πρωτοπόρο την παραγωγή φωτοβολταϊκής ηλιακής ενέργειας. Η τεχνολογία αυτή έχει, κατά τον ΔΟΕ, επιπλέον το πλεονέκτημα να είναι προσβάσιμη και στους πιο φτωχούς πληθυσμούς χωρίς ηλεκτρισμό. «Εδώ και 20 χρόνια προσπαθούμε να ξεπεράσουμε το εξαιρετικό κόστος που αντιπροσωπεύει, στις απόκληρες περιοχές, μια σύνδεση με τα κλασικά ηλεκτρικά δίκτυα. Οι ανανεώσιμες πηγές μάς δίνουν το κλειδί της λύσης.Και αφαιρούν έτσι ένα από τα κύρια εμπόδια της ανάπτυξης» παρατηρεί ο Πέτερ Πόσεν.

Οπως γράφει η Λοράνς Καραμέλ της γαλλικής εφημερίδας «Le Μonde», κάπου 100 εκατομμύρια θέσεις απασχόλησης σήμερα έχουν δημιουργήσει οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι δραστηριότητες της ανακύκλωσης και της επεξεργασίας αποβλήτων, οι νέοι τρόποι οικοδόμησης… Δεν είναι πολλές σε σχέση με τα 3 δισεκατομμύρια ενεργού πληθυσμού που κατοικούν στον πλανήτη, αλλά όλες αυτές οι δραστηριότητες βρίσκονται σε μεγάλη ανάπτυξη. Η αγορά των περιβαλλοντικών προϊόντων και υπηρεσιών εκτιμάται σήμερα σε 1.370

δισ. δολάρια ετησίως και αναμένεται να διπλασιαστεί ως το 2020. Στη Γερμανία ο κλάδος των τεχνολογιών περιβάλλοντος αναμένεται να τετραπλασιαστεί φθάνοντας στο 16% της βιομηχανικής παραγωγής ως το 2030. Τότε θα απασχολεί περισσότερους εργαζομένους απ΄ όσο η αυτοκινητοβιομηχανία και οι εργαλειομηχανές μαζί, που είναι οι δύο βιτρίνες της γερμανικής βιομηχανίας. Τα κίνητρα και η αγορά για όλη αυτή την οικονομία, τη λεγόμενη πράσινη, προσκρούει ωστόσο σε τρία προβλήματα. Το πρώτο είναι ότι η λογική μιας οικονομικής ανάπτυξης, έστω «πράσινης», για να την επεκτείνει χρειάζεται να μειώσει, όχι να αυξήσει, την ένταση εργασίας, στην οποία βασίζεται το επιχείρημα του ΔΟΕ. Και από αυτή τη σκοπιά δεν είναι πειστικό ότι η «πράσινη» οικονομία θα μπορέσει μακροχρόνια να αυτοτροφοδοτηθεί. Το δεύτερο είναι ότι μια ad hoc και εκ των άνω δημιουργούμενη αγορά, κυρίως των μηχανισμών δικαιωμάτων ρύπανσης όπως αυτοί που έχει εφαρμόσει η Ευρωπαϊκή Ενωση εδώ και τρία χρόνια, δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι θα μπορέσει συνολικά να πετύχει τους στόχους τηςκυρίως να αντιμετωπίσει την κλιματική αλλαγή.

Ακόμη περισσότερο που οι οδηγίες στις οποίες κατέληξε η κοινή διακυβερνητική επιτροπή ειδικών (ΙΡCC) μεταφράζονται σε ανάγκη τεράστιας και επείγουσας αλλαγής, που μπορεί να συρρικνωθεί στο εξής: Οι εκβιομηχανισμένες χώρες να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 80% με 95% ως το 2050, περνώντας από μια ενδιάμεση μείωση κατά 25% με 40% ως το 2020 (σε σχέση με το 1990), ενώ οι αναπτυσσόμενες χώρες θα πρέπει να «απομακρυνθούν ουσιαστικά» (κατά 15% με 30%) από τη σημερινή τους κατεύθυνση ήδη από το 2020. Οι συνολικές εκπομπές του πλανήτη θα πρέπει να αρχίσουν να μειώνονται το αργότερο το 2015, οι μειώσεις θα πρέπει να συνεχιστούν και μετά το 2050 ακόμη και με «αρνητικές εκπομπές» (δηλαδή τρόποι απορρόφησης του CΟ 2 ) για να σταθεροποιηθεί το κλίμα (και πάλι χωρίς να αποφευχθεί μια θέρμανση του πλανήτη 2 βαθμών πάνω από τα επίπεδα πριν από τη βιομηχανική κοινωνία). Το πρόβλημα είναι ότι, ως τώρα, οι μηχανισμοί και οι πολιτικές δεν ήταν και τόσο αποδοτικές, με αποτέλεσμα σήμερα τα επίπεδα ρύπων να βρίσκονται πάνω και από τα πιο απαισιόδοξα σενάρια της επιτροπής ΙΡCC. Οπως λέει ο Ντανιέλ Τανούρο, ένας άλλος ειδικός, «τρέχουμε κατευθείαν πάνω στον τοίχο».

Και στο επείγον της σημερινής αυτής κατάστασης έρχεται να προστεθεί η τρίτη αντιξοότητα, η κατ΄ αρχήν πιο «συγκυριακή». Γιατί η προώθηση της όποιας «πράσινης» οικονομίας βασίζεται στην εξασφάλιση πόρων με βάση τους οποίους να μεταστραφεί ολόκληρη η οικονομική παραγωγή σε τελείως διαφορετικούς τύπους οργάνωσης και, τελικά, στην απεξάρτηση απ΄ όλες τις μορφές ορυκτής ενέργειας. Εν μέσω κρίσης τέτοιοι πόροι συρρικνώνονται και αφιερώνονται στη διάσωση της καθόλου «πράσινης» οικονομίας.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.