Τα τελευταία δύο χρόνια λέξεις όπως «εξειδίκευση», «σύνθεση», «να ξεφύγουμε από το μονοσήμαντο» κυριαρχούν στην καθημερινότητα, στο πλαίσιο της διαμόρφωσης της τουριστικής πολιτικής και των «προϊόντων» που θα αποτελέσουν ένα ελκυστικό «πακέτο» της χώρας για την προσέλκυση επισκεπτών. Από την άλλη, ολοένα περισσότερο ανάμεσα σε αυτά τα «προϊόντα» προβάλλει η σημασία της ανάπτυξης του τουρισμού πόλεων («city break») σε μεγάλα αστικά κέντρα, με πρωταγωνιστές την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη, αν και αυτό φαίνεται ιδιαίτερα δύσκολο μετά τα πρόσφατα επεισόδια που έπληξαν τόσο την εικόνα τους όσο και την τουριστική τους κίνηση για το άμεσο αλλά και το προσεχές μέλλον. Σημαντικός παράγοντας στην ανάπτυξη του τουριστικού μοντέλου είναι η σύνδεση του τουρισμού κυρίως με τον πολιτισμό, που αποτελεί βασικό «κεφάλαιο» της ελληνικής πρωτεύουσας, αλλά και η ενίσχυσή του με άλλα στοιχεία, όπως η τέχνη, οι αγορές και η διασκέδαση. Εκτός όμως από την προσέλκυση ξένων επισκεπτών, μεγάλο ρόλο στην κίνηση των πόλεων έχει και ο εσωτερικός τουρισμός, ενώ και η επέκταση των αστικών κέντρων οδηγεί στην αξιοποίηση περιοχών που «υστερούν», οι οποίες προφέρονται για τη φιλοξενία πιο «πρωτοποριακών» ειδών ψυχαγωγίας.
▅ Τέχνη στις υπό ανάπτυξη περιοχές
«Η τάση σε όλες τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες ήταν ανέκαθεν η δημιουργία σε περιοχές υπό ανάπτυξη χώρων τέχνης, πολιτισμού και διασκέδασης» λέει η κυρία Μαριλένα Μαμιδάκη-Κοκκινέα, αντιπρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος του ομίλου εταιρειών Μ. Γ. Μαμιδάκη, που το 2000 εισήγαγε μια νέα ιδέα συνδυάζοντας τη λέξη «πολυχώρος» με το όνομα «Αθηναΐς». «Τέτοιους χώρους μπορεί κανείς να συναντήσει στο Λονδίνο, στο Παρίσι, στο Βερολίνο, αλλά και στη Νέα Υόρκη, στο Λος Αντζελες» συμπληρώνει. Αυτό ήταν και το αρχικό ερέθισμα για τη δημιουργία του Πολυχώρου Πολιτισμού Αθηναΐς, που θέλησε «να συμπληρώσει ένα κενό, καθώς έως τότε δεν υπήρχε κάτι αντίστοιχο στην Ελλάδα».
Η ίδια η λέξη «πολυχώρος» δίνει το στίγμα, αφού κάτω από την ίδια στέγη γίνονται ταυτόχρονα πολλά και διαφορετικά πράγματα. Συνδυάζεται ο πολιτισμός με τη γαστρονομία, τη διασκέδαση, την κοινωνική ή την εταιρική εκδήλωση. Η αρχική επένδυση της κυρίας Μαμιδάκη έφθασε στα 12 εκατ. ευρώ για τον χώρο, ο οποίος σήμερα αποτελείται από δύο εστιατόρια, ένα καφέ, μία μουσική και μία θεατρική σκηνή, ένα μουσείο και εκθεσιακές αίθουσες στις οποίες μπορούν να φιλοξενηθούν εταιρικές ή κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς και πολιτιστικά δρώμενα.
Η επιχειρηματική αξιοποίηση ενός πολυχώρου «εξαρτάται από το πώς είναι διαρθρωμένος και τι προσφέρει» εξηγεί. Στην περίπτωση της Αθηναΐδος το επιχειρηματικό ενδιαφέρον εστιάζεται στις εταιρικές και κοινωνικές εκδηλώσεις, καθώς και στο κομμάτι της διασκέδασης που αφορά τη μουσική σκηνή, το θέατρο και τους χώρους εστίασης. Αυτή είναι και η πιο κερδοφόρα πλευρά της επένδυσης, όπως σημειώνει η κυρία Μαμιδάκη. Ανάλογα με τους χώρους διαφοροποιείται και το ηλικιακό κοινό, με αφετηρία τα 23 χρόνια ως και μεγαλύτερες ηλικίες.
Σήμερα ο πολυχώρος βρίσκεται υπό ανακαίνιση, αφού ο όμιλος επεκτείνει την Αθηναΐδα κατά 9.000 τ.μ., δημιουργώντας ένα συνολικό σύμπλεγμα περίπου 14.000 τ.μ. ανάμεσα στο Γκάζι, στον Κεραμεικό και στο καινούργιο επιχειρηματικό κέντρο της Αθήνας στη λεωφόρο Αθηνών, όπου εκτός από τις υπάρχουσες δραστηριότητες κατασκευάζονται 72 κατοικίες τύπου «loft», καθώς και καινούργιοι κοινόχρηστοι χώροι. «Οι κάτοικοι των Αthinais Τower Lofts θα έχουν τη δυνατότητα να συμμετέχουν στο ζωντανό κύτταρο του Πολυχώρου Πολιτισμού Αθηναΐς, αλλά παράλληλα θα τους παρέχονται προαιρετικά, εφόσον το επιθυμούν, υψηλές υπηρεσίες, ώστε να κερδίζουν πολύτιμο χρόνο χωρίς να ασχολούνται με τα καθημερινά και φθοροποιά που απαιτεί η διαχείριση μιας κατοικίας» εξηγεί η κυρία Μαμιδάκη. Η ολοκλήρωση του πολυχώρου με αυτόν τον τρόπο δημιουργεί «νέα δεδομένα στην έννοια του πολιτισμού και του κατοικείν» στην Ελλάδα, αν και η ιδέα υπάρχει ήδη στη Νέα Υόρκη ή στο Λονδίνο, συμπληρώνει. Χαρακτηριστικό παράδειγμα μάλιστα του συγκροτήματος είναι οι κάθετοι κήποι του διεθνούς φήμης αρχιτέκτονα-βοτανολόγου Πάτρικ Μπλαν.
▅ Με έμφαση στον σύγχρονο πολιτισμό
Το 2001 ξεκίνησε ως φεστιβάλ νέων μέσων και αργότερα απέκτησε μορφή με την ονομασία Βios, λέει ο κ. Β. Χαραλαμπίδης, καλλιτεχνικός διευθυντής του πολιτιστικού κέντρου που λειτουργεί από τότε στο διατηρητέο, ιστορικό, βιομηχανικό κτίριο της οδού Πειραιώς, το παλιό εργοστάσιο χρωμάτων συνολικής έκτασης 1.500 τ.μ. το οποίο μισθώθηκε για αυτόν τον σκοπό. Σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα πολυμορφικό κτίριο που στεγάζει δύο πολυχρηστικούς χώρους όπου πραγματοποιούνται συναυλίες, εικαστικές εκθέσεις, ομιλίες, οπτικοακουστικές εγκαταστάσεις και θεατρικά δρώμενα, δύο αίθουσες για ψηφιακές- θεματικές προβολές, αφού διατηρείται και μια ταινιοθήκη από τον χώρο του θεάτρου και του χορού, αλλά και διαλέξεις και εργαστήρια και, τέλος, το φουαγέ που λειτουργεί ως καφέμπαρ. Παράλληλα στο κτίριο υπάρχουν και ξενώνες για τη φιλοξενία ατόμων που συνεργάζονται με το κέντρο (artists in residence).
Από την έναρξη της λειτουργίας του Βios ως σήμερα η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία αποτελείται από μια ομάδα ανθρώπων η οποία επιμελείται όλες τις δράσεις με έμφαση στη σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία και στον αστικό τρόπο ζωής, μετρώντας περισσότερες από 300 εκδηλώσεις με τη συνεργασία και φορέων όπως το Βρετανικό Συμβούλιο και το Ινστιτούτο Goethe, ο Δήμος Αθηναίων, η Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, το υπουργείο Ανάπτυξης και η Βουλή των Ελλήνων. Από την άλλη, ο κ. Χαραλαμπίδης διαχωρίζει τη λειτουργία του από μια «αμιγώς επιχειρηματική ιδέα», μια και αυτή θα αποσκοπούσε στην κερδοφορία και όχι τόσο στην πολιτιστική δραστηριοποίηση, όπως συμβαίνει σε αυτή την περίπτωση. Η χρηματοδότηση, εξάλλου, που στο πέρασμα των χρόνων υπολογίζεται σε 2 εκατ. ευρώ, προέρχεται από «ίδιους πόρους» αφού η ομάδα που το αποτελεί διατηρεί γραφείο σχεδιασμού, ενώ υπάρχουν και μικρές χρηματοδοτήσεις, με εξαίρεση το κράτος, καθώς και τα έσοδα από το φουαγέ και τα εισιτήρια.
Ενα πρότυπο μπαρ-εστιατόριο με αίθουσα προβολής
«Η αρχική ιδέα ήταν να λειτουργήσει ένα σινεμά με μπαρ -εστιατόριο σαν φουαγέ, με στόχο να επαναφέρει την παλιά αίγλη του κινηματογράφου» λέει ο κ. Λ.Τριφύλλης συνιδιοκτήτης του Νixon στον Κεραμεικό από τον Μάιο του 2006 μαζί με τον κ. Αλ.Αδρακτά. Πιστεύει μάλιστα ότι «υπάρχουν προοπτικές σε αυτόν τον χώρο, αφού συνδυάζει δραστηριότητες που είναι κοινές σε πολύ κόσμο και συστεγάζονται». Το Νixon αποτελείται από μία αίθουσα προβολής 55 ατόμων και ένα μπαρ-εστιατόριο. Οι ξένες επιρροές, αν και δεν είναι κυρίαρχες στο εγχείρημα, βρίσκουν τις ρίζες τους στο Εlectric Cinema στο Νότινγκ Χιλ του Λονδίνου ή σε ορισμένα πιο «εκλεπτυσμένα μπαρ ή diners» τα οποία οι δύο συνεταίροι έχουν επισκεφθεί στην Αμερική, στη Γερμανία και στην Αγγλία. Εξάλλου προτεραιότητά τους ήταν να συνδυάσουν τις βασικές ασχολίες τους: κινούνται ήδη στον χώρο του κινηματογράφου, ο κ. Αδρακτάς ως κινηματογραφικός σκηνοθέτης και ο κ. Τριφύλλης ως κινηματογραφικός παραγωγός. «Με τον καιρό όμως ο χώρος έχει εξελιχθεί αποκτώντας και μια νέα χρήση» σημειώνει ο κ. Τριφύλλης. Εκτός από τις προβολές ταινιών μικρού μήκους και τα αφιερώματα σε φεστιβάλ, πλέον χρησιμοποιείται και για εταιρικές εκδηλώσεις κατά τη διάρκεια της ημέρας (παρουσιάσεις διαφημιστικών εταιρειών ή εταιρειών τεχνολογίας) όπου απαιτείται ένας διαφορετικός χώρος από μια αίθουσα ξενοδοχείου ή ένα συνεδριακό κέντρο, «αφού η τεχνολογική κάλυψη είναι πλήρης, αλλά και το κόστος χαμηλότερο». Αυτές οι εκδηλώσεις δίνουν και μια πιο «επιχειρηματική» διάσταση στον χώρο, αν και τα κινηματογραφικά αφιερώματα και οι προβολές λειτουργούν συμπληρωματικά και σαν ένας πρόσθετος λόγος «για να αναζωογονήσουμε το ενδιαφέρον των πελατών», μια και ένα εστιατόριο μπορεί να χάσει κάποτε το ενδιαφέρον του κόσμου. Το «επιχειρηματικό κίνητρο ήταν η δημιουργία του εστιατορίου», δίνοντας έμφαση στην «πολύ καλή σχέση μεταξύ ποιότητας και τιμής». Από την άλλη, η λειτουργία του κινηματογράφου είχε αφετηρία την ανάγκη να υπάρχει «ένας ποιοτικός χώρος» για να προβληθεί η δουλειά κάποιου. Το εγχείρημα χαρακτηρίζεται κερδοφόρο, ωστόσο είναι νωρίς για την απόσβεση της επένδυσης, που είναι μεγάλη κυρίως λόγω της κατασκευής της αίθουσας προβολής η οποία ακολούθησε τα πρότυπα σύγχρονων πολυκινηματογράφων. Εξάλλου ακόμη δεν λειτουργεί «ολοκληρωμένα», αφού «η νομοθεσία που αφορά τον κινηματογράφο είναι πολύ παλιά και δυσκολεύει κάποιον να κάνει έναν πιο σύνθετο χώρο», όπως σημειώνει ο κ. Τριφύλλης, κάτι που οφείλεται κυρίως σε προβλήματα στην έκδοση των σχετικών αδειών.