Mοιάζει απίθανο αλλά η καθιέρωση της γαλοπούλας ως κύριου πιάτου στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι οφείλεται σε ένα μυθιστόρημα, τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα του Καρόλου Ντίκενς. Εκεί, περί το τέλος του βιβλίου, ο μετανοημένος και μεταμορφωμένος πρωταγωνιστής του, ο μισάνθρωπος και τσιγκούνης Εμπενίζερ Σκρουτζ προσφέρει μια γαλοπούλα για το χριστουγεννιάτικο τραπέζι της οικογένειας του υπαλλήλου του Μπομπ Κράτσιτ η οποία ζούσε σε συνθήκες μεγάλης ένδειας. Ως τότε το καθιερωμένο χριστουγεννιάτικο πιάτο ήταν η ψητή χήνα. Από το 1843, όταν εκδόθηκε το μυθιστόρημα, η χήνα αντικαταστάθηκε από τη γαλοπούλα και έτσι θα έλεγε κανείς ότι ήταν σαν ο Ντίκενς να προέβλεπε τον μεταγενέστερο αφορισμό ενός εντελώς διαφορετικού συγγραφέα, του Οσκαρ Γουάιλντ, ότι «η ζωή αντιγράφει την τέχνη».
Χριστουγεννιάτικα κάλαντα
Ο Ολιβερ Τουίστ, οι Μεγάλες προσδοκίες, ο Ζοφερός οίκος και ο Δαβίδ Κόπερφιλντ είναι τα μεγάλα μυθιστορήματα στα οποία οφείλει τη φήμη του παγκοσμίως ο Ντίκενς, γι΄ αυτό και η μεγάλη πλειονότητα των αναλύσεων και των κριτικών κειμένων που έχουν γραφεί για τον διασημότερο βρετανό συγγραφέα του 20ού αιώνα αφορά τα παραπάνω έργα. Ο Λες Στάντιφορντ όμως (παλαιότερα συγγραφέας ιστοριών μυστηρίου που πέρασε πρόσφατα στη λαϊκή ιστοριογραφία) έχει διαφορετική άποψη. Τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, που εξακολουθούν να διαβάζονται από εκατομμύρια αναγνώστες σε όλο τον κόσμο, είναι, όπως υποστηρίζει, όχι μόνο εξαιρετικά δημοφιλές μυθιστόρημα αλλά και σπουδαίο λογοτεχνικό έργο, εφάμιλλο των παραπάνω. Θα αρκούσε ίσως το γεγονός ότι ο κεντρικός ήρωας, ο τραπεζίτης (ή τοκογλύφος) Εμπενίζερ Σκρουτζ, θεωρείται το αντιπροσωπευτικότερο σύμβολο του μονόχνοτου, του άκαρδου και του φριχτού τσιγκούνη που μας έχει δώσει η παγκόσμια λογοτεχνία- αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Κατά την άποψή του ο Ντίκενς δεν μας κληροδότησε απλώς έναν αθάνατο πεζογραφικό χαρακτήρα. Στην πραγματικότητα, όπως υποδεικνύει ο ευφυής και προκλητικός τίτλος του βιβλίου του, ο κορυφαίος συγγραφέας ήταν εκείνος που «εφηύρε» τα Χριστούγεννα, με άλλα λόγια που επανακαθόρισε το νόημά τους και άρα ως έναν βαθμό και το περιεχόμενό τους.
Τέτοιες απόψεις, θα υπέθετε κάποιος, συγκινούν τη λεγόμενη λογοτεχνική οικογένεια ή έστω και την ακαδημαϊκή κοινότητα. Δύσκολα εν τούτοις θα δεχόταν ότι έχουν πραγματική βάση. Ο Στάντιφορντ όμως έχει επιχειρήματα. Βασισμένος στα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα, ένα βιβλίο σύντομο αν το συγκρίνει κανείς με τα μεγάλα μυθιστορήματα του Ντίκενς, έγραψε μια διόλου σχοινοτενή και ωστόσο γεμάτη συναρπαστικές λεπτομέρειες βιογραφία του Ντίκενς η οποία διαβάζεται σαν αστυνομικό μυθιστόρημα, καλύπτοντας τη ζωή του από τότε που φτωχό παιδί αναγκάστηκε να διακόψει τις σπουδές του και να εργαστεί σκληρά επί δέκα ώρες κάθε μέρα (το ίδιο και αργότερα ως νεαρός ρεπόρτερ) ώσπου με τα Χαρτιά του Πίκγουικ η σταδιοδρομία του απογειώθηκε. Σε αυτά πολύ σύντομα θα έρχονταν να προστεθούν και τα μυθιστορήματα που θα τον έκαναν διάσημο σε όλο τον κόσμο.
Ως τον 19ο αιώνα τα Χριστού γεννα δεν ήταν τόσο χαρμόσυνη και μεγάλη εορτή όσο τη γνωρίζουμε σήμερα. Εκείνη λοιπόν την εποχή ο γερμανικής καταγωγής πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της βασίλισσας της Αγγλίας Βικτωρίας, μεταφέροντας τη γερμανική παράδοση για το χριστουγεννιάτικο δέντρο έπειτα από αρκετές προσπάθειες κατάφερε να το καταστήσει δημοφιλές και στα βρετανικά νησιά. Ας σημειωθεί επιπλέον πως η πουριτανική παράδοση τόσο στην Αγγλία όσο και στις ΗΠΑ λειτουργούσε αποτρεπτικά στο να εορτάζονται τα Χριστούγεννα ως λαμπερή λαϊκή εορτή με καθολική συμμετοχή. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής και βεβαίως τις απόψεις των αρχών, αν τα Χριστούγεννα εορτάζονταν ως μια μεγάλη εορτή με καθολική συμμετοχή του γενικού πληθυσμού οι λαϊκές τάξεις θα μεθοκοπούσαν ασύστολα και αυτό κατά συνέπεια θα οδηγούσε στον εκτραχηλισμό των ηθών με τις αναπόφευκτες σεξουαλικές καταχρήσεις.
Στο βιβλίο του Στάντιφορντ διαβάζουμε τρεις παράλληλες ιστορίες. Την ιστορία του μυθιστορήματος του Ντίκενς, τη ζωή του συγγραφέα και την ιστορία των Χριστουγέννων. Αυτές διαπλέκονται πολύ ωραία- και έτσι εξηγείται και ο τίτλος.
Τα τρία πνεύματα
Ας αναφερθώ εν συντομία στην υπόθεση του διάσημου μυθιστορήματος του Ντίκενς. Ο κεντρικός του χαρακτήρας Εμπενίζερ Σκρουτζ ζει στο Λονδίνο και αποφασίζει να περάσει μόνος τα Χριστούγεννα. Η μοίρα όμως έχει αποφασίσει διαφορετικά. Τρία πνεύματα τον επισκέπτονται. Είναι οι τρεις εκδοχές του πνεύματος των Χριστουγέννων. Πρώτο παρουσιάζεται το Πνεύμα του Παρελθόντος που του θυμίζει τα παιδικά του χρόνια και αποκαλύπτει το μίσος του Σκρουτζ για τη μεγάλη εορτή και τη φιλοχρηματία του η οποία αναγκάζει την αρραβωνιαστικιά του να τον εγκαταλείψει και να παντρευτεί κάποιον άλλο. Επειτα εμφανίζεται το Πνεύμα του Παρόντος που του δείχνει την ευτυχισμένη ζωή του ανιψιού του και το πώς ζει ο υπάλληλός του Κράτσιτ ο οποίος παρά τη φτώχεια και το ανάπηρο παιδί του καταφέρνει να γεύεται την οικογενειακή θαλπωρή, την ευτυχία των φτωχών. Το τρίτο πνεύμα, το Πνεύμα του Μέλλοντος οδηγεί τον Σκρουτζ μπροστά στον ίδιο τον άθλιο τάφο του, όπου ο φιλάργυρος και μισάνθρωπος ξεσπάει σε κλάματα φριχτά μετανιωμένος για όσα έχει διαπράξει, μεταμορφώνεται και υπόσχεται ότι από εκείνη τη στιγμή και έπειτα θα είναι καλός και γενναιόδωρος και θα διορθώσει όλα του τα σφάλματα, αν το πνεύμα τού δώσει τη δυνατότητα να προσπαθήσει. Το πνεύμα τού δίνει την ευκαιρία και ο Σκρουτζ από τότε γίνεται ένας εντελώς διαφορετικός άνθρωπος.
Ο Στάντιφορντ μας προσφέρει πλήθος πληροφορίες για το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτιστικό κλίμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας της εποχής. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι βρισκόμαστε στην ακμή της βιομηχανικής επανάστασης με όλα τα προβλήματα που δημιουργεί στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα. Οσο για τον ίδιο τον Ντίκενς βρίσκεται σε πολύ κρίσιμη καμπή της ζωής του. Παρά την επιτυχία των βιβλίων του αντιμετωπίζει τεράστια οικονομικά προβλήματα και βρίσκεται στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Χρειάζεται ένα νέο βιβλίο, μια νέα μεγάλη επιτυχία για να «ξελασπώσει». Και τότε αποφασίζει να γράψει τα Χριστουγεννιάτικα κάλαντα.
Τι άλλο ωστόσο μπορεί να σημαίνει το ότι ο Ντίκενς «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα»; Τη φράση δεν μπορούμε να τη θεωρήσουμε ως απλή μεταφορά. Το μυθιστόρημα εκείνη την εποχή ήταν το δημοφιλέστερο λαϊκό είδος τέχνης και κατείχε τηρουμένων των αναλογιών στη μαζική κουλτούρα της εποχής τη θέση που κατέχει στην αντίστοιχη δική μας ο κινηματογράφος. Ετσι λοιπόν δεν είναι παράξενο- αν σκεφτεί κανείς το πόσο δημοφιλής ήταν ο Ντίκενςπου με το βιβλίο του αυτό καθιέρωσε τη γαλοπούλα, κατά σύμπτωση βεβαίως, ως το βασικό πιάτο στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Κατά συνέπεια είναι απολύτως λογικό το συμπέρασμα πως έτσι αναπτύχθηκαν και τα μεγάλα αγροκτήματα όπου εκτρέφονταν εκατομμύρια γαλοπούλες- μια τεράστια και επικερδέστατη παραγωγική δραστηριότητα και μια εξίσου μεγάλη αγορά με πλήθος συναφή επαγγέλματα.
Σε συμβολικό επίπεδο, τα τρία πνεύματα των Χριστουγέννων θα πρέπει να τα θεωρήσουμε ως ένα είδος εκκοσμικευμένης μορφής του Αγίου Πνεύματος και αυτό λειτουργεί παράλληλα με έναν εξίσου ισχυρό συμβολισμό: την εμφάνιση και την περιγραφή του ανάπηρου παιδιού του Κράτσιτ, το οποίο είναι ένα είδος μικρού τραυματισμένου Χριστού στην εποχή της βιομηχανικής επανάστασης.
Μεγάλος ρεαλιστής
Μια τέτοια ερμηνεία- που βρίσκεται πολύ κοντά στην αλήθεια όπως την αντιλαμβανόταν ο συγγραφέας- εξηγεί και τις απόψεις του για την κοινωνία και για τον ρόλο της λογοτεχνίας. Δεν πρόκειται για τη λεγόμενη στράτευση (με τον τρόπο που αναπτύχθησύσε να αλλάξει την κοινωνία της εποχής του, αποκαθιστώντας τις αδικίες, δηλαδή αλλάζοντας όχι μόνο τις συνθήκες αλλά και τον χαρακτήρα και τη συμπεριφορά- επομένως και τη συνείδηση- όσων ήταν υπεύθυνοι για τις αδικίες. Η πρόθεση αυτή είναι εμφανέστατη στα εκτενή μυθιστορήματά του. Στα Κάλαντα των Χριστουγέννων ωστόσο η επίδρασή του είχε και άλλες παραμέτρους. Αν, λ.χ., το Αγιο Πνεύμα μεταφέρεται στο κοσμικό επίπεδο, τότε έχουμε μια δοξολόγηση και μια άλλη νοηματοδότηση της εορτής- γι΄ αυτό και κατά τον Στάντιφορντ ο συγγραφέας του Ολιβερ Τουίστ «ανακάλυψε τα Χριστούγεννα». Οχι την εορτή αλλά το νόημά της. Και είναι εκπληκτικό ότι αυτό συμβαίνει σε ένα βιβλίο που ο Ντίκενς έγραψε σε χρόνο-ρεκόρ (έξι εβδομάδες).
Αντιλαμβάνεται κανείς, όχι μόνο εξηγώντας την πρόθεση αλλά πρωτίστως κρίνοντας από το αποτέλεσμα, γιατί ο Λούκατς θεωρούσε τον Ντίκενς μεγάλο ρεαλιστή. Ο Ντίκενς δεν ήταν ρεαλιστής κατά το πνεύμα της εποχής- ή πιο σωστά δεν ήταν μόνο για αυτό. (Εξάλλου ο χαρακτηρισμός παραπέμπει σε μεταγενέστερες αναλύσεις.) Στόχευε στο να εμφανίσει την κοινωνική αδικία με τέτοιο τρόπο ώστε να φαντάζει πιο πραγματική από όσο ήταν στην πραγματικότηταγιατί πώς αλλιώς θα άλλαζε η κοινωνία και οι άνθρωποι; Η ιδιοφυΐα και η επιτυχία του δεν οφείλονται στο ότι οι κοινωνικές ιδέες του υπήρξαν αποκλειστικά δικές του αλλά στο ότι ακριβώς αυτές ήταν που απασχολούσαν και τα εκατομμύρια των αναγνωστών του.
Καλοί συγγραφείς είναι, καθώς λέμε, εκείνοι οι οποίοι παρουσιάζουν πιστά την εποχή τους ή που ανταποκρίνονται στα αιτήματά της, μεγάλοι όμως συγγραφείς είναι μόνο όσοι ενώ ανταποκρίνονται στις παραπάνω απαιτήσεις (στο πνεύμα της εποχής) δημιουργούν ταυτοχρόνως με το έργο τους και μια εποχή, ανακαλύπτουν δηλαδή εκείνο που έπεται, που το προτείνουν ή το προβλέπουν. Γι΄ αυτό θαυμάζει κανείς αλλά δεν απορεί με τη διαπίστωση του Στάντιφορντ πως μετά το τέλος του 20ού αιώνα και 165 χρόνια έπειτα από την πρώτη έκδοσή τους το αναγνωστικό κοινό των Καλάντων των Χριστουγέννων είναι δεύτερο σε μέγεθος μετά το αναγνωστικό κοινό της Βίβλου.