Ηρθε στον κόσμο στο Ζευγολατιό Αρκαδίας μια παγωμένη νύχτα τον Γενάρη του 1895, που χιόνιζε ήρεμα και οι νιφάδες περνούσαν από τα κεραμίδια και έπεφταν στο κρεβάτι της λεχώνας μητέρας του. Η πιο παλιά του ανάμνηση είναι εκείνη του πατέρα του, που είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο του 1897 με τους Τούρκους: ένας πανύψηλος άντρας με στρατιωτική χλαίνη που τον αρπάζει από την αγκαλιά της μητέρας και τον σηκώνει ψηλά στον αέρα. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ζωής του και ο Μάρκος Βερέμης ευτύχησε να σπουδάσει και να κάνει οικογένεια, να περιπλανηθεί και να στήσει δουλειές σε διάφορα μέρη του κόσμου, να συνδεθεί με μερικούς σπουδαίους ανθρώπους της εποχής του. Πότισε με τον ιδρώτα του τα χώματα της αμερικανικής ηπείρου, από την Αλάσκα ως τη Νότια Χιλή, αλλά και της Ευρώπης, για να καταλήξει στην Ελλάδα που έγινε το τελευταίο του λιμάνι, νόστος και καταφυγή κάθε πολυμήχανου από την εποχή του Οδυσσέα. «Ηταν ένας οξυδερκής αυτοδημιούργητος άνδρας, με ισχυρή βούληση και αφοσίωση στους δικούς του. Αγαπούσε τη ζωή με εκρηκτική αισιοδοξία, αλλά ήταν εξαιρετικά πειθαρχημένο άτομο ώστε να υποτάσσει τις ορέξεις του στους σκοπούς που επέλεγε να υπηρετεί». Ετσι σκιαγραφεί τον Μάρκο Βερέμη ο γιος τους Θάνος, καθηγητής Πανεπιστημίου και πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας, που επιμελείται και προλογίζει το βιβλίο.
Ο καβγάς των νέγρων
Το 1912 ο Βερέμης φεύγει στις ΗΠΑ για να δουλέψει σε κατάστημα τροφίμων και να σπουδάσει. Η καθημερινή δουλειά είναι εξοντωτική. Παθαίνει σκωληκοειδίτιδα και σώζεται την ύστατη στιγμή. Μόλις όμως γυρίζει στο μαγαζί προσβάλλεται από κοίλη και κάνει ξανά εγχείρηση. Με αιματηρές οικονομίες κατορθώνει να συγκεντρώσει αρκετά λεφτά ώστε να μπει δυο χρόνια στο Πολυτεχνείο του Σικάγο, στο τμήμα μηχανικών-ηλεκτρολόγων. Αναγκάζεται πολλές φορές να διακόψει τις σπουδές του για να εργαστεί. Σε μια από εκείνες τις δουλειές, στο σφαγείο του Σικάγο όπου απασχολήθηκε ως ηλεκτροτεχνίτης, είδε και τον πρώτο του… αποκεφαλισμό. Δυο έγχρωμοι εκδοροσφαγείς ήρθαν στα χέρια την ώρα που εκείνος διόρθωνε έναν ηλεκτρικό πίνακα ανεβασμένος σε μια σκάλα. Ο ένας από αυτούς σήκωσε σε μια στιγμή τον μπαλτά που κρατούσε και με μια κίνηση αποκεφάλισε τον άλλο που το ακέφαλο σώμα του σφάδαζε στο πάτωμα για ώρα, ενώ ο Βερέμης είχε πετρώσει από τον τρόμο. Το 1918 μπαίνει στον αμερικανικό στρατό και εκπαιδεύεται στο ηλεκτροκίνητο βαρύ πυροβολικό, κερδίζοντας μάλιστα και τον βαθμό του ανθυπολοχαγού. Ωστόσο λίγο προτού η μονάδα του φύγει για την Ευρώπη υπογράφεται η ανακωχή. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος έχει τελειώσει. Θα πάρει το πτυχίο του από το Πολυτεχνείο μετ΄ επαίνου και θα επιλεγεί από ένα λαγωνικό της General Εlectric, της μεγαλύτερης ηλεκτρικής εταιρείας των ΗΠΑ για να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του εκεί. Η τύχη τού χαμογελά.
Ψαρεύοντας στον πάγο
Δεν επαναπαύεται όμως, έχει τα μάτια του ανοιχτά. Αρπάζει μια ευκαιρία και φεύγει για πέντε μήνες στα ορυχεία χρυσού της Αλάσκας για να εγκαταστήσει μηχανήματα και κινητήρες της General Εlectric με μισθό 1.000 δολάρια. Το καλοκαίρι στην Αλάσκα είναι γλυκύτατο. Τον χειμώνα όμως για να μπορέσουν να σκάψουν αναγκάζονται να διοχετεύουν ατμό με σωλήνες μέσα στο έδαφος ώστε να λιώνουν οι πάγοι. Στο τέλος της σεζόν ο διευθυντής του λέει: «Μια και δεν υπάρχει πλέον κυνήγι, πάρε έναν Εσκιμώο και πήγαινέ τον να ψαρέψετε, να φάμε κανένα ψάρι». Του είπα, σημειώνει ο Βερέμης, ότι δεν έχω ψαρέψει ποτέ στη ζωή μου, και δεν γνωρίζω αυτή τη δουλειά. Μου απάντησε: «Είναι πολύ εύκολο. Ο Εσκιμώος θα σου δείξει». Ξεκινήσαμε με ένα τσεκούρι και ένα σακί και πήγαμε στον ποταμό Solomon να ψαρέψουμε. Το ποτάμι ήταν παγωμένο και διερωτόμουν πώς θα ψαρέψουμε. Ο πεπειραμένος Εσκιμώος άρπαξε το τσεκούρι, έσπασε τον πάγο, άνοιξε μια τρύπα περίπου 50Χ50 εκ. και μου λέει: «Τραβήξου πίσω». Περίμενα να δω τι θα συμβεί. Σε 5-10 λεπτά, είδα τον πρώτο σολομό να πετάγεται από το νερό 1-2 μέτρα ψηλά και να πέφτει στον πάγο. Σε λίγο 2ος και 3ος και 4ος. Ηταν καταπληκτικό να βλέπεις τους σολομούς να πηδούν στον αέρα και να πέφτουν στον πάγο σπαρταρώντας. Σε λίγο είχαμε 15-20 σολομούς. Το ευκολότερο ψάρεμα που είχα δει στη ζωή μου. Βάλαμε τους σολομούς στο σακί και φύγαμε. Είχαμε πλούσιο φαγητό για όλους τη βραδιά εκείνη.
Τα κομμένα καλώδια
Με την οικονομική κρίση του 1922 τον απολύουν από την εταιρεία. Ενας φίλος όμως του προσφέρει 4ετές συμβόλαιο στη Χιλή. Δέχεται ευχαρίστως. Προκόβει και εδώ και διορίζεται από τους Γονατά- Πλαστήρα, αρχηγούς της «επαναστάσεως του 1922», Πρόξενος της Ελλάδας στο Σαντιάγο. Εδώ θα στήσει το Ράδιο-Τσιλένα. Οταν επισκέπτεται τη Χιλή ο πρόεδρος των ΗΠΑ Χούβερ ο Βερέμης αναλαμβάνει να εκφωνήσει τους δύο προέδρους, εκείνον και τον πρόεδρο της Χιλής Αρτούρο Αλεσάντρι, από το μικρόφωνο του σταθμού. Στήθηκαν οι εγκαταστάσεις στο Προεδρικό Μέγαρο, δοκιμάστηκαν τα μικρόφωνα… Ομως λίγο πριν από την άφιξη των επισήμων τον ειδοποιούν ότι δεν υπάρχει σήμα, το κύκλωμα των καλωδίων έχει διακοπεί. Οι σκεπές όπου ήταν απλωμένα είχαν μεγάλη κλίση και το σκαρφάλωμα πάνω στους τσίγκους δύσκολο και επικίνδυνο. Ομως εκείνος δεν διστάζει. Μπροστά στον κίνδυνο να αποδειχθεί φιάσκο η αναμετάδοση της τελετής ο Βερέμης βγάζει τα παπούτσια του και σκαρφαλώνει με το σμόκιν για να αποκαταστήσει το κύκλωμα. «Στην απέναντι πλευρά από το Προεδρικό Μέγαρο» θυμάται «είχε κοπεί η γραμμή από κάποιον, ασφαλώς κακοήθη ανταγωνιστή. Δεν είχα εργαλεία μαζί μου. Ενωσα κατά πρόχειρο αλλά ασφαλή τρόπο τα καλώδια και άφησα κάποιον βοηθό εκεί να φυλάει. Ετρεξα, πλύθηκα, φόρεσα τα παπούτσια μου και επέστρεψα στο μικρόφωνο λαχανιασμένος, παρακαλώντας ενδόμυχα τον Θεό να μην υπήρχε άλλη διακοπή στη γραμμή. Ενωσα το μικρόφωνο και άρχισα την εκπομπή μου, οπότε μού τηλεφώνησαν από το Ράδιο-Τσιλένα ότι όλα λειτουργούσαν κανονικά. Ηρέμησα μεν, αλλά είχα τον τρόμο μέσα μου μήπως ξανακόψουν τη γραμμή σε άλλο σημείο».
Μετά τα έξι χρόνια της Χιλής τον περιμένει η Ευρώπη. Γερμανία μέσω Πορτογαλίας και Γαλλίας, Αυστρία, Ιταλία. Και τελικά Ελλάδα. Θα ξαναφύγει όμως για να επιστρέψει, οριστικά πια, το 1930. Εδώ θα ζήσει την Κατοχή και τις μαύρες μέρες του εμφυλίου σπαραγμού, που στα Δεκεμβριανά λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή. Τον είχαν πιάσει όμηρο οι Ελασίτες και αφού τον μετέφεραν στο Περιστέρι δεν εννοούσαν να τον αφήσουν ελεύθερο. Ωσπου κάποια στιγμή βλέπει τον ηθοποιό Γιώργο Παππά, με τον οποίο είχαν γνωριστεί εντελώς τυχαία λίγες μέρες πριν. «Ο Παππάς πήρε τα χαρτιά μου και εξαφανίστηκε. Πέρασαν δύο ακόμη ώρες και δεν φαινόταν πουθενά. Σε λίγο τον είδα έξω από τον περίβολο να κρατάει χαρτιά στα χέρια του και να μιλάει χειρονομώντας με τον Κομισάριο, ο οποίος φαινόταν σαν να του έλεγε: “Δεν μπορώ να κάνω τίποτα”. Ο Παππάς επέμενε. Αποχωρίστηκαν. Ο Παππάς ήρθε σε μένα, μου επέστρεψε τα χαρτιά και μου είπε να κάνω υπομονή. Τότε απελπίστηκα και, έχοντας πάντα άγνοια του κινδύνου, πλησίασα τον Κομισάριο και του είπα: “Δεν με λυπάσαι; Κάθομαι εδώ τώρα στην είσοδο κοντά 6 με 7 ώρες. Το κρύο δριμύ, πούντιασα. Γιατί δεν με ανακρίνεις, να φύγω…”. Σηκώθηκε σαν οργισμένος, άνοιξε την πύλη, μου έδωσε μια γερή κλωτσιά και με έσπρωξε έξω λέγοντας: “Πήγαινε στον διάβολο! Ξεφορτώσου με να κάνω τη δουλειά μου”».
Από το Ζευγολατιό στην Αλάσκα
Ηρθε στον κόσμο στο Ζευγολατιό Αρκαδίας μια παγωμένη νύχτα τον Γενάρη του 1895, που χιόνιζε ήρεμα και οι νιφάδες περνούσαν από τα κεραμίδια και έπεφταν στο κρεβάτι της λεχώνας μητέρας του. Η πιο παλιά του ανάμνηση είναι εκείνη του πατέρα του, που είχε μόλις επιστρέψει από τον πόλεμο του 1897 με τους Τούρκους: ένας πανύψηλος άντρας με στρατιωτική χλαίνη που τον αρπάζει από την αγκαλιά της μητέρας και τον σηκώνει ψηλά στον αέρα. Από τότε κύλησε πολύ νερό στο αυλάκι της ζωής του και ο Μάρκος Βερέμης ευτύχησε να σπουδάσει και να κάνει οικογένεια, να περιπλανηθεί και να στήσει δουλειές σε διάφορα μέρη του κόσμου, να συνδεθεί με μερικούς σπουδαίους ανθρώπους της εποχής του.
Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.