ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ του δράματος που έζησε η χώρα την τελευταία εβδομάδα, με τη δολοφονία του 15χρονου Αλέξη και το τετραήμερο της καταστροφής που ακολούθησε, αποκαλύπτουν ο καθένας από
την πλευρά του πώς σκέφτηκε και πώς έδρασε ένα πλήθος ανθρώπων. Πρωταγωνιστές ή θεατές, θύτες και θύματα, δημιουργοί και αποδέκτες των γεγονότων, ο δάσκαλος, ο αστυνομικός, ο μαθητής,
ο έμπορος, αλλά και ο κουκουλοφόρος, ο δράστης-ειδικός φρουρός και ο δικηγόρος είναι κομμάτια μιας ιστορίας, το τέλος της οποίας, όπως φαίνεται, δεν έχει ακόμη γραφεί.
Κεντρικό πρόσωπο του δράματος που εκτυλίχθηκε στην οδό Μεσολογγίου, στα Εξάρχεια, το βράδυ του περασμένου Σαββάτου, ο 37χρονος ειδικός φρουρός Επαμεινώνδας Κορκονέας είναι ο ιδανικός θύτης. Επιθετικός όσο ο «Ράμπο», σκληρός και κυνικός όσο ο «Βρώμικος Χάρι», τα πλέον δημοφιλή- και αγαπημένα του- προσωνύμια στο αστυνομικό σινάφι.
Αλεξιπτωτιστής, εκπαιδευμένος στις ειδικές δυνάμεις του Στρατού, με σωματοδομή σχεδόν απειλητική και έντονο θυμικό, ήταν πέρα και πάνω απ΄ όλα ένας ένστολος μάχιμος, με ικανότητες που θα μπορούσαν να ξεκληρίσουν εκπαιδευμένους αντιπάλους, όχι ένα δεκαπεντάχρονο- άοπλο- παιδί.
Εφέτος συμπλήρωνε οκτώ χρόνια σε ένα από τα πιο δύσκολα πόστα της ΕΛ.ΑΣ., στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων, και έξι- από το 2002- στα πληρώματα των περιπολιών στις γειτονιές της περιοχής. Ο χρόνος αρχίζει να μετρά από το 2000, μετά και την αποφοίτησή του από τη Σχολή Αστυφυλάκων Μεσολογγίου, όταν η είσοδός του στο σώμα των ειδικών φρουρών ήλθε να κατοχυρώσει τον ρόλο που ο ίδιος πάντα ονειρευόταν.
Ο Κορκονέας ήθελε πάση θυσία «να είναι άντρας». Το καλοκαίρι του 2007 δέχθηκε τον έπαινο του Σώματος, με απόφαση του διευθυντή Αστυνομίας Αθηνών, όταν καταδίωξε και συνέλαβε μέλος κυκλώματος εμπορίας ναρκωτικών. Σε αντιδιαστολή, το μοιραίο βράδυ, ανήμερα του Αγίου Νικολάου, στόχευσε άνανδρα έναν έφηβο.
Δεν υπάκουσε ούτε στην κοινή λογική ούτε στις εντολές του Κέντρου Επιχειρήσεων της Αστυνομίας που τον είχε παροτρύνει να απομακρυνθεί από το επεισόδιο με ομάδα νεαρών στη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Ναυαρίνου.
Μπέρδεψε τα Εξάρχεια με την Αγρια Δύση και ως άλλος ιχνηλάτης- για να προστατεύσει, όπως ο ίδιος καταθέτει στο υπόμνημα του, τη διμοιρία των ΜΑΤ που ακολουθούσε- παρκάρισε το περιπολικό και, μαζί με τον επίσης ένστολο Βασίλη Σαραλιώτη, γύρισε πίσω για να καθαρίσει…
Γεννημένος στην Καλαμάτα, γιος μαραγκού, ο Κορκονέας έλκει την καταγωγή του από το Εξωχώρι της μεσσηνιακής Μάνης- της αποσκιερής Εξω Μάνης, όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι. Μοιάζει να ταιριάζει γάντι στο παρωχημένο στερεότυπο του νταή, που δεν ανέχεται πολλά και ξέρει από βεντέτες.
Και κυρίως ξέρει πώς να τις διεκπεραιώνει μέχρι τέλους. Αμετανόητος και προκλητικός, ακόμη και προσβλητικός στη μνήμη του νεκρού παιδιού, διέγραψε μεμιάς ότι είναι κι αυτός πατέρας τριών ανηλίκων (επτά, πέντε και τεσσάρων ετών). Ο Κορκονέας ξέχασε να ζητήσει «συγγνώμη», έστω για το γεγονός ότι δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω του μετά τους πυροβολισμούς.
Διεκδικεί ωστόσο μερίδιο από τη συμπάθεια της κοινής γνώμης τονίζοντας ότι ζει στο Ιλιον, είναι παντρεμένος με συντοπίτισσά του που δεν εργάζεται προκειμένου να μεγαλώνει τα παιδιά τους, και συντηρεί τη μία από τις δύο αδελφές του με νοητική στέρηση, που νοσηλεύεται σε κλινική της Καλαμάτας (η άλλη έχει αποβιώσει).
Επιχειρεί τον εξαγνισμό του αναζητώντας λαϊκά ερείσματα μέσα από ένα δίπολο ταξικό και τουλάχιστον συμπλεγματικό: θύμα-κάτοικος Π. Ψυχικού, θύτης-παιδί της Δυτικής Αθήνας. Γόνος εύπορης οικογένειας- φτωχός βιοπαλαιστής.
Είναι το σημείο στο οποίο ο κατηγορούμενος συναντά τον συνήγορο υπεράσπισής του, τον (με επίσημες δηλώσεις ταύτισής του) «λαϊκό» Αλέξη Κούγια – μάλιστα έπειτα από έντονο παρασκήνιο, την παραίτηση του δικηγόρου Βασίλη Καπερνάρου, και το σενάριο που δεν ευοδώθηκε ποτέ, για ανάληψη της νομικής εκπροσώπησής του από τον Πέτρο Μαντούβαλο.