Το συγκεκριμένο έναυσμα δόθηκε από τον απρόκλητο φόνο του Αλέξανδρου Γρηγορόπουλου. Την αφορμή παρέσχε η αυτοτροφοδοτούμενη, επαναλαμβανόμενη και επισήμως υποθαλπομένη αλαζονική κτηνωδία ορισμένων οργάνων της τάξης. Τα αίτια αναζητούνται στην απόγνωση, την αποστροφή και την οργή αυξανόμενων ομάδων του πληθυσμού, κυρίως των νέων ανθρώπων, μπροστά στην περιρρέουσα αθλιότητα και στην ενδημική πλέον κρίση.
Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο. Το γεγονός ότι εν μια νυκτί οι «γνωστοί» και μη εξαιρετέοι κουκουλοφόροι φάνηκε να πλαισιώνονται ή ίσως και να υπερφαλαγγίζονται από ευρύτερους αριθμούς «άγνωστων» και εξαιρετέων συνοδοιπόρων, συνεργών και συγκαταστροφέων δεν εξηγείται ούτε από τη συγκυρία, ούτε από την αηδία, ούτε από την απελπισία. Αυτοσυγκροτούμενο σε σώμα, το πλήθος οφείλει πάντα να έχει τη δυνατότητα να πορεύεται, να διαδηλώνει, να διαμαρτύρεται, να διακόπτει τις επικοινωνίες, να παρακωλύει τις συγκοινωνίες, να κατακρημνίζει τα μισητά ή γελοία εξουσιαστικά ή χριστουγεννιάτικα σύμβολα, να «καταλαμβάνει» χώρους, να αψηφά τα όργανα της τάξης και να επιβάλλει τη φωνή και παρουσία του ενάντια στους εκπροσώπους της εξουσίας. Και δικαιούται πάντα να «υπερβάλλει». Ουσιαστική πολιτική δημοκρατία είναι μόνον εκείνη στην οποία οι πολίτες διαπραγματεύονται συνεχώς με τον εαυτό τους τα όρια των δημοκρατικών τους δικαιωμάτων.
Αυτό όμως δεν συνεπάγεται ότι μπορεί να μετατρέπεται άνευ ετέρου σε μαινόμενο όχλο. Διότι από ένα σημείο και πέρα, το πλήθος έγινε όχλος: οι φωτιές και το πλιάτσικο δεν προκλήθηκαν ούτε από ενσυνείδητους πολίτες, ούτε από πολιτικά διαμαρτυρόμενους, ούτε από πεπεισμένους αναρχικούς, ούτε από ανένδοτους αντιεξουσιαστές, ούτε καν από εγκάθετους προβοκάτορες. Τις άναψαν ανεξέλεγκτα άτομα που δεν πιστεύουν σε τίποτα και σε κανέναν, νέοι που δεν εμπιστεύονται κανέναν ενήλικο, ενήλικοι που δεν ήλπισαν τίποτε ως νέοι, άτομα που δεν προσβλέπουν ούτε στην άρση ούτε στην άμβλυνση των ατομικών ή συλλογικών αδιεξόδων τους, ή ακόμα και άτομα που στοχεύουν κατά κύριο λόγο στη λεηλασία. Ατομα δηλαδή που βρίσκονται πέραν της οποιασδήποτε ιδεολογίας, και κυρίως πέραν της οποιασδήποτε πολιτικής.
Δεν είναι βέβαια η πρώτη φορά που γίνεται κάτι τέτοιο. Αντίστοιχα ήταν τα επεισόδια στο Γουότς του Λος Αντζελες το 1992, που έφτασαν να πάρουν μορφή εμφυλίου πολέμου ανάμεσα στους διαδηλωτές και στους μαγαζάτορες, αντίστοιχα ήσαν και εκείνα που πριν από δύο χρόνια είχαν συνταράξει τα εξαθλιωμένα γκέτο των παρισινών προαστίων. Τέτοιες εξάλλου τείνουν πάντα να είναι οι τυφλές εξεγέρσεις δίχως στόχο, δίχως προοπτική, δίχως σχέδιο και δίχως αντικείμενο. Οταν κινούνται μόνον από την απελπισία, το μίσος, τον φθόνο ή ακόμα και την ιδιοτέλεια, οι εξεγερμένοι παύουν να λειτουργούν ως σώμα λαού. Συγκροτούνται σε πρωτόγονες αντιεξουσιαστικές ορδές, που θυμίζουν την αρχετυπική φροϋδική ανάλυση της αρχέγονης πατροκτονίας. Και είναι κρίμα. Οι ορδές δεν χάνουν απλώς το δίκιο τους. Αναστρέφουν επίσης τη συμβολική των ιστορικών στιγμών που καλούνται να νοηματοδοτήσουν με τη συλλογική τους πράξη.
Πρέπει να θυμηθούμε πως αυτό δεν έγινε ούτε στην Κατοχή, ούτε στο Εμφύλιο, ούτε επί χούντας, ούτε στη μεταπολίτευση. Ούτε όμως στις φοιτητικές εξεγέρσεις στο Μπέρκλεϊ, στο Βερολίνο ή στο Παρίσι του Μάη του ΄68, που για ενάμιση περίπου μήνα βρίσκονταν στα χέρια των διαδηλωτών. Εκεί, ούτε κουκούλες εμφανίστηκαν, ούτε φωτιές άναψαν, ούτε καταστήματα πλιατσικολογήθηκαν. Οι νέοι οχυρώνονταν πίσω από οδοφράγματα και πετούσαν πέτρες στις δυνάμεις ασφαλείας. Και σαν τον Γαβριά στους «Αθλίους» του Ουγκό τραγουδούσαν τη χαρά της απελευθέρωσής τους. Κάτω από τις πέτρες που αποσπούσαν από τα οδοστρώματα, οι εξεγερμένοι φοιτητές φαντασίωναν την αμμουδιά (sous les paves, la plage), τον «άλλο» και καλύτερο κόσμο που σχεδίαζαν και επιθυμούσαν να απολαύσουν. Ανεξάρτητα από την έκβασή τους, όλες οι γνήσιες επαναστατικές εξάρσεις, η πτώση της Βαστίλλης, η κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων, ο Μάης του ΄68 ή και το Πολυτεχνείο του 1973 ήταν ξεσπάσματα οργής και αγανάκτησης για αυτό που υπήρχε, αλλά και διονυσιακής χαράς για αυτό που δεν υπήρχε ακόμα. Ετσι μέσα από την αμφισβητητική πράξη γεννήθηκαν νέες μορφές ζωής, στοχασμού, λόγου και διαλόγου. Και με αυτήν την έννοια, ήσαν ένα ιστορικό γίγνεσθαι σε «καθαρή μορφή». Προανέκρουαν ένα άδηλο ελπιδοφόρο μέλλον που κανείς δεν μπορούσε, ούτε ήθελε, να εγκλωβίσει σε παραδεδεγμένα σχήματα. Ρητά ή σιωπηρά, η εξουσία καλούνταν να δώσει τη θέση της στη φαντασία. Η ιστορία φτιαχνόταν από έναν λαό και από έναν λόγο σε συνεχή κίνηση. Πίσω όμως από τα λοστάρια που έσπαζαν τις βιτρίνες δεν υπήρχε ούτε η αμμουδιά, ούτε το όραμα, ούτε η φαντασία, ούτε η κίνηση. Μόνον η δύναμη του ακίνητου κενού. Και πίσω από τις δηλώσεις, τις καταστροφές και τις «απαλλοτριώσεις» δεν υπήρχαν χαρές και τραγούδια, ούτε καν σπαράγματα ενός κινούμενου λόγου. Μόνο η ακίνητη σιωπή, η βουβαμάρα και η έλλειψη προοπτικής. Αν υπήρξε κάτι σε «καθαρή μορφή», είναι η απόγνωση εκείνων που πράττουν όχι επειδή διεκδικούν μιαν άλλη ζωή, αλλά επειδή δεν τους μένει τίποτε άλλο να κάνουν. Ζουν, σκέφτονται και δρουν μέσα στην περιρρέουσα καταστροφή και βουλιάζουν μέσα στο ένστικτο του θανάτου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η «σημασία» των μαζικών κινητοποιήσεων κινδυνεύει να εκφυλισθεί και να ανατραπεί. Σε μια περίοδο όπου όλο και περισσότεροι νέοι άνθρωποι φαίνεται να «αντιστέκονται» στην πολιτικοποίησή τους, σε μια περίοδο όπου οι σειρήνες της ατομοκεντρικής ιδιοτέλειας κατακλύουν όλους και όλα, σε μια περίοδο όπου το ίδιο το νόημα της πολιτικής και της Εκκλησίας βουλιάζει μέσα στη γενικευμένη λεηλασία, σε μια περίοδο όπου συστηματοποιείται η ενδημική βία όλων των εξουσιών, τεράστιες μάζες νέων ανθρώπων κινητοποιήθηκαν και κραύγασαν «δεν πάει άλλο». Αυτό είναι το μεγάλο πολιτικό μήνυμα των τελευταίων ημερών. Εχοντας διωχθεί από την πόρτα των κομμάτων, η πραγματική πολιτική είναι πάντα εκεί. Τα παράθυρα και οι ρωγμές του κοινωνικού δεν είναι δυνατόν να σφραγισθούν.
Αυτός ακριβώς είναι ο μεγάλος κίνδυνος για το εξουσιαστικό κατεστημένο. Στόχος του συστήματος είναι λοιπόν η πάση θυσία αποδυνάμωση όλων των πολιτικών σκιρτημάτων και μηνυμάτων. Οι μέθοδοι είναι παλιές και δοκιμασμένες. Βίαιη καταστολή, ιδεολογική παραπλάνηση, αποπροσανατολισμός, και διάφορες μορφές συνδυασμών ανάμεσά τους. Πρώτο μέλημα η συμβολική εμπλοκή όσων ορθώνουν το ανάστημά τους στη διάχυτη κοινωνική βία και στην κοινωνική λεηλασία σε διαδικασίες που αναγιγνώσκονται ως διαβλητές. Τίποτε δεν αποδυναμώνει ένα άμορφο κίνημα τόσο πολύ, όσο η ηθική του απαξίωση στα μάτια των άλλων και στα μάτια των ιδίων. Με αυτήν την έννοια λοιπόν, για μιαν ευρύτερα έμφοβη κοινή γνώμη. οι καταστροφείς είναι οι καλύτεροι αποπροσανατολιστές. Και όσο παραμένουν χρήσιμοι, μπορεί να γίνονται ανεκτοί. Δεύτερο μέλημα η άμεση αποθάρρυνση των ζωντανών και πολιτικοποιημένων νέων. Αυτοί ακριβώς είναι και εκείνοι που θα κατασταλούν κατά προτεραιότητα. Η οργή των ανήλικων μαθητών πρέπει να αντιμετωπιστεί πριν από τις ορδές των τραμπούκων. Εις πείσμα των φαινομένων, είναι λοιπόν πιθανό ότι η στρατηγική της εξουσίας υπακούει σε έλλογα σχήματα. Δεν μπορούμε να αποκλείσουμε ότι μετά από μια πρόσκαιρη έκλαμψη, η πολιτική θα μπει και πάλι στα χρονοντούλαπα. Αυτός ακριβώς είναι και ο στόχος. Εκτός και αν…
Ο κ. Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.