Μαρτυρίες

Oπως λέει ο ίδιος, το ποιητικό του έργο, αποτελούμενο από 800 ποιήματα που έγραψε από το 1938 ως το 1970, «στοχαζόταν με αυτή την εποχή και έξω από αυτήν, στοχαζόταν αυτή την εποχή ως τα έσχατα». Γεννημένος σε οικογένεια γερμανόφωνων εβραίων στην Μπουκοβίνα, η οποία λίγο πριν από τη γέννησή του, το 1920, περιήλθε στη Ρουμανία, ο Τσέλαν κατέφυγε αρχικά στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, για να εγκατασταθεί το 1948 στο Παρίσι. Εδώ σπούδασε, δίδαξε, παντρεύτηκε και δημιούργησε το έργο του, προχωρώντας «προς τη γλώσσα με όλο του το είναι».

Oπως λέει ο ίδιος, το ποιητικό του έργο, αποτελούμενο από 800 ποιήματα που έγραψε από το 1938 ως το 1970, «στοχαζόταν με αυτή την εποχή και έξω από αυτήν, στοχαζόταν αυτή την εποχή ως τα έσχατα». Γεννημένος σε οικογένεια γερμανόφωνων εβραίων στην Μπουκοβίνα, η οποία λίγο πριν από τη γέννησή του, το 1920, περιήλθε στη Ρουμανία, ο Τσέλαν κατέφυγε αρχικά στο Βουκουρέστι και στη Βιέννη, για να εγκατασταθεί το 1948 στο Παρίσι. Εδώ σπούδασε, δίδαξε, παντρεύτηκε και δημιούργησε το έργο του, προχωρώντας «προς τη γλώσσα με όλο του το είναι». Ζητούμενό του πάντοτε «ένα διαθέσιμο Εσύ», ένα Εσύ συνομιλητής. Αυτό το Εσύ έπαιρνε διάφορες περσόνες: τον ίδιο τον ποιητή, τη μητέρα του, τη σύζυγο ή τους γιους του, τον Θεό, τους εβραίους νεκρούς, τον Μάντελσταμ, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ, τον Σπινόζα, τον Αγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, τον Βασιλιά Ληρ, το εβραϊκό γράμμα Μπεθ, ή απλώς μια λέξη, ένα φυτό, μια πέτρα.

Οπως λέει ο Φέλστινερ στην εισαγωγή της βιογραφίας του, ο Τσέλαν πάνω από όλα υπήρξε ποιητής, ένας ποιητής από ανάγκη και από επιλογή εβραίος. Ενας ποιητής και ένας εβραίος της εποχής του, με τις δύο αυτές ταυτότητες να επικαλύπτονται, και μάλιστα σε τέτοιον βαθμό ώστε οποιοσδήποτε άλλος ορισμός να αποβαίνει ατελής. Μολονότι ο ίδιος δεν έκανε ποτέ σημαία του την εβραϊκότητά του, από τα ονόματα που συνέθεταν το προσωπικό του πάνθεον προτιμούσε τους εβραίους μάλλον παρά τους μη εβραίους. Αλλά περισσότερο από καθετί, την ποίησή του διαποτίζει η «Βίβλος»: ονόματα, τοπωνύμια, εικόνες, λειτουργικά σχήματα, φανεροί και κρυφοί υπαινιγμοί, παραθέματα και λογοπαίγνια. Από τον εσωτερικό του κόσμο ο Τσέλαν ανέσυρε όλον τον ζόφο που τον σκίαζε, δίνοντάς του τη μορφή ποιημάτων τραυματικών και συγκλονιστικών, που αμφισβητούν ανοιχτά την πορεία του κόσμου μας. Γραμμένα στα γερμανικά, τα ποιήματα αυτά επιζητούν να καταγράψουν την καταστροφή που συντελέστηκε στη Γερμανία, από ένα κράτοςτο ναζιστικό Ράιχ- που οργάνωσε τη χειρότερη γενοκτονία στην ιστορία της ανθρωπότητας. Χρησιμοποιώντας τη γλώσσα αυτή, που χρησιμοποιήθηκε από τους ναζιστέςως ψευδοεπιστημονικό δόγμα και προπαγάνδα- για να εξαλείψει τη φυλή του από προσώπου γης, ο Τσέλαν προσπάθησε να ξορκίσει το μίασμα και να της ξαναδώσει την πρωτινή της αγνότητα, την αρχική της λάμψη και αίγλη.

Μια από τις πιο σημαντικές και πολυσχιδείς μορφές του νεότερου ελληνισμού, «μέγας ρήτωρ της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας, δημοσιογράφος, ιστορικός, γεωγράφος, πολιτικός, φορέας της ελληνορθοδόξου παραδόσεως», ο σμυρνιός λόγιος Μηνάς Δ. Χαμουδόπουλος (1843-1908) βιογραφείται με υποδειγματικό τρόπο. Οπως μας πληροφορεί το βιβλίο, βίωσε ουσιαστικά την ορθόδοξη οικουμενικότητα και παναδελφότητα και εξέφρασε την ελληνορθόδοξη αλήθεια. Χωρίς ποτέ να σταματήσει να ασχολείται ουσιαστικά με τα κοινά, συνέγραψε πολλά βιβλία μεταξύ των οποίων την Ιστορία του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1879 -1880) και την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1874), ενώ επί σειρά ετών διετέλεσε αρχισυντάκτης της εφημερίδας «Πρόοδος» της Σμύρνης.

Η βρετανίδα συγγραφέας Βιρτζίνια Γουλφ δεν έζησε μία αλλά πολλές ζωές, δοκιμάζοντας σχεδόν τα πάντα: την κοσμικότητα και τη μοναξιά, τους πολιτικούς αγώνες και την τρέλα, την ανεξαρτησία και τη δέσμευση, τις ομοφυλοφιλικές σχέσεις και τον γάμο. Εζησε συναρπαστικά, τόλμησε όσο ελάχιστες γυναίκες της εποχής της και αποφάσισε η ίδια τη στιγμή της εξόδου της από τη ζωή. Ο φόβος ότι θα καταλήξει σε άσυλο ψυχοπαθών τη συντρόφευε διαρκώς και για τους ψυχιάτρους τα έργα της αποτέλεσαν υλικό συστηματικής μελέτης. Για τις φεμινίστριες του ΄60 ωστόσο, η Γουλφ αποτέλεσε το σύμβολο της επαναστατημένης γυναίκας που μάχεται ενάντια στα δεσμά μιας πατριαρχικής κοινωνίας.

Ο Γκρόσσμαν ευτύχησε σε νεαρή ηλικία να συναντήσει προσωπικά τη σύζυγο και τα παιδιά του μεγάλου ρώσου συγγραφέα αλλά και πολλούς γνωστούς και φίλους του και να συγκεντρώσει ένα εντυπωσιακό υλικό. Παρακολουθώντας τη ζωή του Ντοστογιέφσκι μέσα από προσωπικές συνομιλίες και έχοντας εξασφαλίσει πρόσβαση σε διάφορα αρχεία, ο βιογράφος καταφέρνει να αναπαραστήσει πειστικά την προσωπική οδύσσεια ενός γραφιά σε όλες τις μεγάλες και μικρές στιγμές της ζωής του. Δεν εγκωμιάζει ούτε αγιοποιεί τον συγγραφέα του Ηλίθιου, αλλά μεταφέρει άγνωστες πτυχές της ιδιωτικής του ζωής με στόχο όχι τον εντυπωσιασμό αλλά τον φωτισμό του ψυχισμού αυτού του ιδιαίτερα δύσκολου και ιδιοφυούς ανθρώπου.

Με υπότιτλο «Η καταστροφή της μητρόπολης του μικρασιατικού ελληνισμού» ο Μίλτον μάς δίνει μια δυνατή ιστορία καταστροφής, ηρωισμού και επιβίωσης, μέσα από ανέκδοτα γράμματα, ημερολόγια, αλλά και τις αναμνήσεις επιζώντων, πολλοί από τους οποίους μιλάνε για πρώτη φορά δημόσια. Οταν το τουρκικό ιππικό και οι τσέτες μπήκαν στη Σμύρνη, την πιο πλούσια και κοσμοπολίτικη πολιτεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υπήρχε διάχυτος ο φόβος ότι θα στρέφονταν με παράφορο μένος εναντίον των κατοίκων, αν και η πόλη δεν είχε αντισταθεί. Τα όσα όμως επακολούθησαν διέψευσαν και την πιο δυσοίωνη πρόβλεψη. Σύμφωνα με τον «Εconomist», ο Χαμένος Παράδεισος « είναι μια υπενθύμιση του τρομακτικού κόστους των φιλοδοξιών της επεκτατικής πολιτικής και διηγείται σε βάθος μια συναρπαστική ιστορία».

«Η μεγαλύτερη αξία της Σπανούδη», γράφει ο Γιώργος Θεοτοκάς στη «Νέα Εστία» το 1952, «ήτανε, νομίζω, η εντελώς εξαιρετική ικανότητά της για ενθουσιασμό, ικανότητα που δε μειώθηκε ποτέ ως το θάνατο που τη βρήκε σε ηλικία εβδομήντα τεσσάρω χρονώ. Ο ενθουσιασμός ήτανε το κύριο χαρακτηριστικό της προσωπικότητάς της». Μουσικός, μουσικοκριτικός και συγγραφέας η Σπανούδη, έγραψε τα Γράμματα από την Πόλη το καλοκαίρι του 1932 σαν ανταποκρίσεις από την Κωνσταντινούπολη για λογαριασμό της εφημερίδας «Πρωία», στο πλαίσιο της ελληνοτουρκικής προσέγγισης που ως αναγκαστική συνθήκη επέβαλε το νέο πνεύμα της Realpolitic των Ατατούρκ και Βενιζέλου. Αποτυπώνουν δε έναν συγκρατημένο ενθουσιασμό για τον γενέθλιο τόπο της που ξαναβλέπει δέκα χρόνια μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στον Φιντέλ Κάστρο και τη γενιά του αναφέρεται ο Σιμς, ο οποίος με την ιδιότητα του δημοσιογράφου έχει ασχοληθεί εκτενώς με πολιτικά και κοινωνικά θέματα της Λατινικής Αμερικής. Αναζητώντας τους συνομηλίκους του Κάστρο, τους ανθρώπους που τον γνώρισαν από κοντά και στάθηκαν στο πλευρό του στη διάρκεια της επανάστασης ή του εναντιώθηκαν, ταξίδεψε από την Αβάνα ως την αποκαλούμενη «Μικρή Αβάνα», την κοινότητα των αυτοεξορίστων στο Μαϊάμι, έζησε την καθημερινότητά τους και κατέγραψε πολύτιμες μαρτυρίες. Τα Παιδιά από το Ντολόρες δεν είναι μία ακόμη βιογραφία του Κάστρο. Είναι ένα βιβλίο για την Κούβα, ένα ανεκτίμητο ντοκουμέντο εβδομήντα χρόνων ιστορίας του νησιού της Καραϊβικής που έγινε συνώνυμο της επανάστασης.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.