ΤΗΝ ΠΕΡΑΣΜΕΝΗ Τρίτη στις Βρυξέλλες έπεσαν οι τίτλοι τέλους μιας πολυδιαφημισμένης σχέσης. Η κυρία Ντόρα Μπακογιάννη είχε μια συντομότατη συνάντηση με την Κοντολίζα Ράις. Οι δύο κυρίες βρέθηκαν
εκεί για την υπουργική σύνοδο του ΝΑΤΟ, την τελευταία στην οποία ελάμβανε μέρος ως επικεφαλής της αμερικανικής διπλωματίας η Κόντι, όπως συνήθιζε να την αποκαλεί «τις παλιές καλές εποχές» η υπουργός Εξωτερικών. Το κλίμα ήταν«υπηρεσιακό, τυπικό». Σημειολογική παρατήρηση: ήταν στο ΝΑΤΟ που η σχέση Μπακογιάννη-
Ράις υπέστη το ισχυρότερο πλήγμα της. Η άρνηση της Αθήνας να συναινέσει στην πρόσκληση ένταξης των Σκοπίων τον περασμένο Απρίλιο στο Βουκουρέστι έριξε βαριά τη σκιά της στην επαφή τόσο των δύο υπουργών όσο και των δύο χωρών. Πώς φθάσαμε όμως στο «κύκνειο άσμα» της σχέσης Ντόρας- Κόντι;
«Εκ του αποτελέσματοςοι σχέσεις των δύο κυριών δεν εξελίχθηκαν όπως θα θέλαμε.Σε μια κλίμακα από το 1 ως το 10, θα τις τοποθετούσα κάπου στο 6. Η διαπροσωπική επαφή ήταν καλή,αλλά οι ΗΠΑ και η Ελλάδα είναι χώρες με διαφορετικά συμφέροντα που συγκρούστηκαν στην περίπτωση των Σκοπίων. Αυτό επηρέασε και τη διαπροσωπική σχέση» εκτιμά στενός συνεργάτης της υπουργού Εξωτερικών.
Τα πράγματα δεν ξεκίνησαν έτσι όμως. Στις 14 Φεβρουαρίου 2006 η κυρία Μπακογιάννη ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών, αφού ο κ.
Κ. Καραμανλήςπήρε τη δύσκολη απόφαση να αντικαταστήσει τον κ.
Π.Μολυβιάτη. Η θυγατέρα του κ.
Κ. Μητσοτάκη εκρίθη, εξαιτίας του επικοινωνιακού της χαρίσματος αλλά και της παραδοσιακά καλής σχέσης της οικογενείας της με τη δυναστεία Μπους, ως η καταλληλότερη για να επουλώσει τα τραύματα στις ελληνοαμερικανικές σχέσεις λόγω της αποτυχίας του Σχεδίου Αναν και της αναγνώρισης των Σκοπίων ως «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» από τις ΗΠΑ τον Νοέμβριο του 2004.
Η κυρία Μπακογιάννη εκλήθη να συνεργαστεί με την Κοντολίζα Ράις, άνθρωπο της απολύτου εμπιστοσύνης του αμερικανού προέδρου. Πρώτη της κίνηση ήταν να πείσει την πολυάσχολη Ράις να έρθει στην Αθήνα, τον Απρίλιο του 2006, καθ΄ οδόν προς την Αγκυρα. Η Κόντι στην ολιγόωρη παραμονή της επεφύλασσε μια δυσάρεστη έκπληξη στην οικοδέσποινά της που, σύμφωνα με έμπειρους διπλωμάτες, «αν είχε ερμηνευθεί σωστά θα βοηθούσε να αποφευχθούν μετέπειτα λάθη στη διαχείριση του Σκοπιανού». Η επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ μίλησε για«ανειλημμένη υποχρέωση»της Ελλάδας και της Κύπρου να«διευκολύνουν την ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ». Η κυρία Μπακογιάννη έμεινε σιωπηλή.
Η υπουργός Εξωτερικών επέμεινε στην επίθεση… γοητείας. Τον Σεπτέμβριο του 2006 η Ελλάδα ανέλαβε την προεδρία του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Με τον πόλεμο Ισραήλ- Χεζμπολάχ να απειλεί με γενικευμένη ανάφλεξη τη Μέση Ανατολή, η Αθήνα κατάφερε να τηρήσει μια μέση στάση. Συνεργάτες της υπουργού παραδέχονται ότι«την περίοδο εκείνη υπήρξε μια αναγνώριση του ρόλου της Ελλάδας» . Αξιόπιστες πηγές αναφέρουν, όμως, με μια ελαφρά δόση ειρωνείας, ότι η κυρία Μπακογιάννη «επιβραβεύθηκε απλώς με μια πρόσκληση σε ιδιωτικό δείπνο από την κυρία Ράις, στο οποίο μετείχαν ο καναδός και ο αυστραλός υπουργός Εξωτερικών» .
Η κυρία Μπακογιάννη δεν δίστασε μάλιστα να δηλώσει, λίγους μήνες αργότερα (Απρίλιος 2007), μετά την ανακοίνωση της Ουάσιγκτον για την πρόθεση αντικατάστασης αντιπυραυλικών συστημάτων σε Πολωνία και Τσεχία, ότι«η αντιπυραυλική ζώνη πρέπει να καλύπτει το σύνολο της Ευρώπης και το σύνολο των χωρών του ΝΑΤΟ». Η σχετική δήλωση ανασκευάστηκε, λόγω και της έντονης ρωσικής αντίδρασης, αλλά ούτε αυτή φαίνεται να εκτιμήθηκε ιδιαιτέρως.
Ο σκόπελος όμως στον οποίο ναυάγησε το ειδύλλιο Μπακογιάννη- Ράις ήταν το Σκοπιανό. Η υπουργός Εξωτερικών ανέλαβε να σηκώσει το βάρος των επαφών με την αμερικανίδα ομόλογό της μετά την απόφαση της κυβέρνησης Καραμανλή να υποστηρίξει τη φόρμουλα της «σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό». Η Κόντι όμως σε καμία περίπτωση δεν της έκανε τη ζωή εύκολη, παρά τις πληροφορίες ότι η κυρία Μπακογιάννη προσπαθούσε να την εξευμενίσει, υποσχόμενη ότι η Αθήνα θα συνδράμει τους αμερικανικούς σχεδιασμούς είτε αποστέλλοντας βοήθεια στο Αφγανιστάν είτε αναγνωρίζοντας εν ευθέτω χρόνω το Κοσσυφοπέδιο.
Το πρώτο μήνυμα ήρθε όταν η κυρία Μπακογιάννη επισκέφθηκε την Ουάσιγκτον τον περασμένο Φεβρουάριο. Η κυρία Ράις όχι μόνο έμεινε αμετακίνητη στην ανάγκη προσχώρησης των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ με το συνταγματικό τους όνομα αλλά είπε «έξω από τα δόντια» ότι η Ουάσιγκτον προτιμά τη ρήξη με τη σύμμαχο Ελλάδα παρά την εξεύρεση διεξόδου.
Το δεύτερο επεισόδιο εκτυλίχθηκε τον Μάρτιο, στο περιθώριο του άτυπου Συμβουλίου των Υπουργών Εξωτερικών στο Μπρνο της Σλοβενίας. Το υπερατλαντικό τηλεφώνημα από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ απέδειξε ότι οι γέφυρες είχαν κοπεί. Η κυρία Ράις υπέδειξε στην κυρία Μπακογιάννη ότι τα συμφέροντα του ΝΑΤΟ προηγούνται και η Αθήνα πρέπει να κάνει πίσω.
«Και οι δύο κυρίες ύψωσαν τον τόνο της φωνής τους»λέει, μιλώντας προς «Το Βήμα», έλληνας διπλωμάτης. Ανθρωποι του στενού περιβάλλοντος της υπουργού Εξωτερικών παραδέχονται ότι«η Ντόρα προφανώς εκνευρίστηκε. Η Ράις δεν έφθασε στο σημείο να εκτοξεύσει κάποια απειλή διότι κατάλαβε ότι δεν υπήρχαν περιθώρια».
Το κράτησε μανιάτικο
Στα τέλη Μαΐου η κυρία Ράις επέμεινε και πέτυχε να χρησιμοποιηθεί η ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας» στη σύνοδο για τη διασπορά όπλων μαζικής καταστροφής στην Ουάσιγκτον αναγκάζοντας την Ελλάδα να αποσυρθεί. Η υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ δεν ήρθε ούτε στη συνάντηση που έγινε στο Λαγονήσι τον Ιούνιο στο πλαίσιο του Women΄s Εmpowerment, τραυματίζοντας το αρχηγικό προφίλ που επιμελώς φιλοτεχνεί η κυρία Μπακογιάννη. Τελευταίο χτύπημα; Η άρνηση της Ουάσιγκτον να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα visa waiver για κατάργηση της βίζας σε όσους ταξιδεύουν στις ΗΠΑ ερμηνεύθηκε ως «πολιτικά αντίποινα» στα οποία η κυρία Ράις φέρεται ότι είχε συμμετοχή. Αν και υπάρχουν ελπίδες να ολοκληρωθούν οι σχετικές διαπραγματεύσεις ως το τέλος του έτους, πιθανή αποτυχία θα χρεωθεί στην κυρία Μπακογιάννη, η οποία είχε επενδύσει στην κατάργηση της βίζας.