– Σε χειρόγραφο γράμμα της για τη δημοσίευση των γραμμάτων της μητέρας της η Μαργαρίτα Καραπάνου γράφει: «Ανέθεσα αυτό το έργο στην αγαπημένη μου Φωτεινή Τσαλίκογλου που ήταν παρούσα,κοντά μου όλα αυτά τα χρόνια…της έχω δώσει τα γράμματα όπως κάποιος που δίνει την ψυχή του.Σε κανέναν άλλον δεν θα εμπιστευόμουν κάτι τέτοιο». Πιο κάτω σας αποκαλεί «αδελφή της». Φορτισμένα λόγια.Μιλήστε μας για αυτή τη σχέση.
«Τα τελευταία είκοσι χρόνια είμαστε μαζί. Φιλενάδες. Σαν σε σχολική εκδρομή που άλλοτε τέλειωνε με γέλια και χαρές και άλλοτε με αναπάντεχες καταιγίδες. Γελάμε, θυμώνουμε, λέμε αστεία, μοιραζόμαστε σκέψεις και απελπισίες. Προϊόν μια τέτοιας συνωμοσίας ήταν το διαλογικό βιβλίο “Μήπως;” που μαζί σκαρώσαμε. Τώρα μείνανε στη μέση σχέδια που δεν θα γίνουν ποτέ. Ενα βιβλίο, για παράδειγμα, που θα γράφαμε μαζί και θα το λέγαμε “Τσιγάρο΄΄. Η Μαργαρίτα είχε πάθος με το τσιγάρο. Η στέρηση του τσιγάρου ισοδυναμούσε με επιβολή θανατικής ποινής. Το “Τσιγάρο” θα αναφερόταν σε όλα τα ευφάνταστα κόλπα στα οποία καταφεύγει ένας επίμονος νοσηλευόμενος καπνιστής προκειμένου να ξεφύγει από την απαγόρευση. Πώς, π.χ., θα έκρυβε μέσα στα νοσοκομειακά σκεπάσματα και στις κλίνες φλεγόμενα γκολουάζ, πώς θα εκλιπαρούσε για “ένα τόσο δα τσιγάρο παρακαλώ” τους αξιοσέβαστους διευθυντές κλινικών, και πώς παρά τους ορούς και τους επιδέσμους θα κατάφερνε, ως διά μαγείας, να του παρέχεται αυτό που ήθελε. Αυτό που επιθυμείς ενίοτε σε σκοτώνει, η Μαργαριτούλα από τη γέννησή της δοκίμαζε και δοκιμαζόταν από αυτό που τη σκοτώνει». -Τι συγκρατείτε από εκείνη; Τι θα λέγατε ότι της χρωστάτε;
«Της χρωστώ το “πάρε δώσε” που είχα με τον δικό της τρόπο. Τον τρόπο μιας αιχμηρής “αληθινότητας” που δεν κάμπτεται και δεν τιθασεύεται από θανατηφόρους καθωσπρεπισμούς. Της χρωστώ τον προβληματισμό της και τα ερωτηματικά της για την έννοια της “φυσιολογικότητας” που απουσιάζουν από τα περισπούδαστα ακαδημαϊκά εγχειρίδια “Τι είναι φυσιολογικότητα; ” Ποιος έχει τη δικαιοδοσία να απαντήσει; Δεν την έχει κανείς. Αμα μπαίνεις στην κανονικότητα μήπως χάνεις πολύτιμα πράγματα; Τo ένστικτο, την αγριάδα, τον πεσιμισμό σου.
Της χρωστώ ότι μοιράστηκα μαζί της το ένστικτο, την αγριάδα και τον πεσιμισμό της. Αλλά ταυτόχρονα και την χωρίς όρια χαρά της ζωής. Της χρωστώ το γενναιόδωρο βλέμμα της που έδιωχνε την κακή ενέργεια από όλα αυτά τα δύσπιστα, επιφυλακτικά και τσιγκούνικα βλέμματα που μας κυκλώνουν. Της χρωστώ όλα τα γενναιόδωρα κείμενα που έγραψε για τα μυθιστορήματά μου.
Της χρωστάω ότι μου εμπιστεύτηκε ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Την πολυπλοκότητα της ζωής της, και της ιστορίας της, τα σκοτάδια και τις μαύρες τρύπες της ιστορίας αυτής. Οχι! Δεν είναι μια ιστορία παθολογίας, αλλά μια εμβληματική ιστορία που φανερώνει με συνταρακτικό τρόπο τη δυνατότητα της ζωής μας, των σχέσεων και των φαντασιώσεών μας να είναι μυστήρια, παράξενα, διπλά, αντιφατικά. Δίχως όλα αυτά να αποτελούν συμπτώματα παθολογίας. Αλλά ενδείξεις ενός άλλου τρόπου του υπάρχειν.
Της χρωστάω γιατί μαζί της μοιράστηκα αυτή την εμπειρία ενός άλλου τρόπου του υπάρχειν. Την υπερβολή. Την τρέλα που όλοι μέσα μας, άλλος λιγότερο άλλος περισσότερο, κουβαλάμε. Το πιο κρυφό καταχωνιασμένο μέσα μας μυστικό. Της χρωστάω ότι μου έδωσε την ευκαιρία να μην το φοβηθώ αυτό το κομμάτι μου και με ένα τρίτο αφτί να το αφουγκραστώ. Το άλλο της όνομα Αγία Φανερωμένη».
– Πόσο αναπάντεχος ήταν ο θάνατός της;
«Ηταν σπουδαία συγγραφέας. Είναι σπουδαία συγγραφέας η Μαργαρίτα. Ο αόριστος χρόνος δεν της ταιριάζει. Ούτε ο θάνατος της ταιριάζει. Πήγε να καπνίσει. Τα κατεστραμμένα από τον καπνό 50 ετών πνευμόνια δεν άντεξαν. Τέλος.
Δεν άντεχε στα “όχι” και στις απαγορεύσεις η Μαργαρίτα. Η επιδίωξη της υγείας δεν είναι για όλους μας σώνει και καλά ένα must. Υπάρχουν και άλλες ιεραρχήσεις. Το πάθος, η υπερβολή. Ακόμη και αν η καταστροφή παραμονεύει. Και βέβαια το πάθος για το τσιγάρο δεν είναι το πάθος για το τσιγάρο».
– Είπαν πως τα έβγαλε όλα στη φόρα. Γράμματα της μητέρας της και ημερολόγια.Ηταν μια τραγική σύμπτωση η έκδοση των δύο βιβλίων; Επρεπε όλα αυτά να βγουν μαζί στον αέρα.Τελικά μισούσε και λάτρευε τη μάνα της; Πρέπει να βγαίνουν στο φως τα προσωπικά; «Λάτρευε και μισούσε τη μάνα της. Δεν μπορείς να το καταλάβεις αυτό; Δεν χρειάζεται να είσαι διαταραγμένος για να αγαπάς και ταυτόχρονα να μισείς κάποιον. Και μάλιστα αν αυτός ο κάποιος είναι το πρώτο αντικείμενο αγάπης στη ζωή σου. Η μητέρα. Το πρόσωπο που στην αρχή της ζωής είναι συνυφασμένο όχι μόνο με την εξασφάλιση της τροφής αλλά και με την προστασία από κάθε έξωθεν και έσωθεν απειλή. Ο υποτιθέμενος διαταραγμένος δηλώνει την αμφιθυμία του. Λέει “σε μισώ” και μετά λέει “σε λατρεύω”. Ο άλλος το κρύβει. Από τον ίδιο του τον εαυτό. Τίποτα δεν έκρυβε από τον εαυτό της η Μαργαρίτα.
Αν συγγραφέας είναι εκείνος που τολμά να παίξει με το σώμα της μάνας του, με αυτό δηλαδή που δεν θα αποκτήσει ποτέ, τότε η γραφή δικαίωσε τη Μαργαρίτα. Η οδύνη του ανέφικτου μετουσιώθηκε σε δημιουργία. Σε καταφύγιο ενάντια στον θάνατο. Ολα της τα βιβλία είναι η τέχνη και η δημιουργία στη θέση του θανάτου. Η Μαργαρίτα πηγαίνει στην Κόλαση αλλά δεν μένει ποτέ εκεί. Επέστρεφε, πάντα επέστρεφε από την Κόλαση για να αφηγηθεί την ιστορία.
Τα γράμματα της Μαργαρίτας Λυμπεράκη ανήκουν στον αποδέκτη τους, δηλαδή στην κόρη της, τη Μαργαρίτα, και στους αναγνώστες. Ναι, είναι ένα αδιάκριτο ιδιωτικό υλικό. Δεν γράφτηκαν για να δημοσιοποιηθούν. Η ηθική της δημοσιοποίησης του ιδιωτικού είναι ένα μεγάλο ζήτημα που πραγματεύομαι στην εισαγωγή του βιβλίου. Υπάρχουν ένθεν κακείθεν επιχειρήματα. Υπάρχουν σημαντικά ερωτήματα. Σε ποιον ανήκουν τα γράμματα; Ποιος και πότε αποφασίζει για τη δημοσιοποίησή τους; Οπως επίσης υπάρχουν και πολλά ορατά και λιγότερο ορατά κίνητρα. Είπαμε όμως η Μαργαρίτα ήταν από μόνη της μια ανώτατη σχολή εκπαίδευσης στην εγγενή πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Μια φιλοσοφική ρήση συνοψίζει αυτό που κρατώ από τη Μαργαρίτα. “Σε μια σκοτεινή νύχτα τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο για τα άλλα καράβια από τα αναμμένα φώτα που ξεγελούν πιότερο κι από το ίδιο το σκοτάδι”.
Εκανε ιστορία την οδύνη της, τα τραύματα και τραυλίσματα της παιδικής της ηλικίας. Με ταλέντο. Με ταλέντο ανεξάρτητο από την όποια διαταραχή. Η τρέλα δεν φτιάχνει ταλέντα. Το ταλέντο της ήταν σε πείσμα και ανεξάρτητο από την όποια διαταραχή».
– Είστε ψυχολόγος αλλά συγγραφέας και η ίδια.Ποια είναι η σχέση ψυχικής διαταραχής και δημιουργίας;
«Δεν μιλώ ως ψυχολόγος. Δεν θα κάνω διαγνώσεις. “Διπολική διαταραχή”, “μανιοκατάθλιψη”. Τίποτα το πιο άστοχο και παραπλανητικό. Διαγνώσεις που φυλακίζουν την πολυπλοκότητα και τη μοναδικότητα του άλλου. Διαγνώσεις που συρρικνώνουν. Φτώχεια του ψυχιατρικού οπλοστασίου. Διαγνώσεις που παίρνουν το δέρμα και τη σάρκα και την επιστρέφουν ως σκελετό. Η Μαργαρίτα αντιστεκόταν σε κάθε ορισμό. Ξεχείλιζε από κάθε όριο. Κανένα ρούχο δεν της έφτανε. Το σώμα της περίσσευε.
Με το πρώτο της βιβλίο ήταν κιόλας σαν να είχε γράψει πολλά άλλα πριν. Ισως και να τα είχε γράψει σε ένα μη ορατό χαρτί. Στα τετράδια του μυαλού της έγραφε από τη στιγμή που γεννήθηκε. Είχε ήδη γράψει πολύ όταν έγραψε για πρώτη φορά. Μιλάμε για μαγεία, και για ταλέντο, και για ευφυΐα, και για πολλά άλλα που δεν μπαίνουν σε λέξεις».
– Τι θα σας λείψει από αυτήν; «Σε μονοσήμαντους μίζερους καιρούς η Μαργαρίτα επέτρεψε την παραβατικότητα της επιθυμίας. Μοιραστήκαμε ένα παιδικό όνειρο. Ενα ταξίδι με ένα μαγικό τρένο. Τώρα, ως λαθρεπιβάτις, εγώ αποβιβάζομαι στην έρημη αποβάθρα. Εκείνη έζησε, πόνεσε, έγραψε με πάθος. Ποτέ αυτό δεν κρατά πολύ. Κράτησε 62 χρόνια. Εύχομαι εκεί που είναι να έχει πολλά βιβλία, τετράδια, μολύβια, χαρτιά. Να γράφει. Να γράφει, να γράφει ή και να μην κάνει απολύτως τίποτα. Να κοιτάζει το ταβάνι του ουρανού. Μέσα στο πολύ να ονειρεύεται ακόμη. Μέσα στο πολύ να κολυμπάει σε μητρική θάλασσα».