Κρίση, καιρός για συγχωνεύσεις. Η κατάρρευση των τιμών των μετοχών στα χρηματιστήρια όλου του κόσμου παρέχει τεράστιες επενδυτικές ευκαιρίες- σε όσους διαθέτουν βεβαίως ρευστότητα. Στον αεροπορικό κλάδο, ο οποίος συγκαταλέγεται μεταξύ των πλέον ευαίσθητων στους ανοδικούς και καθοδικούς κύκλους των οικονομιών, οι ευκαιρίες είναι ακόμη μεγαλύτερες επειδή προτού ακόμη ξεσπάσουν η κρίση και η συνεπαγόμενη πτώση της καταναλωτικής ζήτησης οι επιχειρήσεις είχαν αρχίσει να δοκιμάζονται εξαιτίας της κούρσας των τιμών των καυσίμων. Ευλόγως η διαδικασία εξαγορών και συγχωνεύσεων στον κλάδο βρίσκεται σε έξαρση. Μόλις προχθές η ιρλανδική εταιρεία χαμηλού κόστους Ryanair εκδήλωσε την πρόθεση να αποκτήσει κοψοχρονιά (με 748 εκατ. ευρώ αντί 1,5 δισ. που είχε προσφέρει προ διετίας) τον εθνικό αερομεταφορέα της Ιρλανδίας Αer Lingus. Και χθες η βρετανική Βritish Αirways ανακοίνωσε ότι βρίσκεται σε διαπραγματεύσεις για την εξαγορά της αυστραλέζικης Qantas Αirways. Η ΒΑ, η οποία έχει ήδη δρομολογήσει συμφωνίες στενής συνεργασίας με την Αmerican Αirlines και την Ιberia (μοιράζεται με την αμερικανική και την ισπανική εταιρεία κέρδη από συνεκμεταλλεύσεις αεροπορικών προορισμών), διευκρίνισε συγκεκριμένα ότι διερευνά «τη δυνατότητα συγχώνευσης» με την Qantas «μέσω ανταλλαγής μετοχών». Σε λακωνική ανακοίνωσή της που κατέθεσε στη λονδρέζικη κεφαλαιαγορά η βρετανική εταιρεία απαντά σε σχετικές φήμες που διέρρευσαν στην αγορά- τις επιβεβαιώνει ουσιαστικά. Ωστόσο δεν εξηγεί τι προσδοκά από ενδεχόμενη συγχώνευσή της με τον μεγαλύτερο αερομεταφορέα της Αυστραλίας. «Ουδεμία εγγύηση υπάρχει ότι πρόκειται να επέλθει συμφωνία.Οτιδήποτε χρειαστεί να ανακοινωθεί,θα γίνει γνωστό με μεταγενέστερη ανακοίνωση» αναφέρεται συγκεκριμένα στην ανακοίνωση της ΒΑ. Ωστόσο ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας Γουίλι Γουόλς έχει επανειλημμένως επισημάνει την ανάγκη επιτάχυνσης της διαδικασίας ενοποίησης του παγκόσμιου αεροπορικού κλάδου, γιατί μόνο με τη στενότερη συνεργασία οι αερομεταφορείς θα καταφέρουν να περιορίσουν τα κόστη τους και να αντεπεξέλθουν στο σημερινό δύσκολο οικονομικό περιβάλλον.
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι η αγορά του Λονδίνου γιόρτασε με ενθουσιασμό τα νέα. Ενώ συνήθως σε παρόμοιες περιπτώσεις η μετοχή που εκτινάσσεται στα ύψη είναι η μετοχή της προς εξαγοράν εταιρείας, εν προκειμένω η τιμή της μετοχής της ΒΑ έφθασε να ενισχύεται κατά 12% χθες στο Χρηματιστήριο του Λονδίνου. Η ΒΑ και η Qantas βεβαίως συνεργάζονται ήδη στο πλαίσιο της Οne World, της διεθνούς αεροπορικής συμμαχίας στην οποία μετέχουν 10 εταιρείες, μεταξύ των οποίων και η ιαπωνική Japan Αirlines. Η επιβεβαίωση των φημών περί επικείμενης συγχώνευσης ΒΑ- Qantas έγινε από τη βρετανική εταιρεία μόλις μία ημέρα μετά την αποκάλυψη της αυστραλέζικης κυβέρνησης ότι σχεδιάζει να αυξήσει το επιτρεπόμενο ποσοστό κατοχής μεριδίου της Qantas από ξένο επενδυτή. Προσώρας οι νόμοι της Αυστραλίας επιτρέπουν την κατοχή μεριδίου ως 25% του εθνικού αερομεταφορέα της χώρας από ξένο επενδυτή και μεριδίου ως 35% από όμιλο ξένων επενδυτών. Η κυβέρνηση της Καμπέρας ξεκαθάρισε πάντως ότι δεν σκέφτεται να επιτρέψει την κατοχή πλειοψηφικού μεριδίου μετοχών της Qantas από αλλοδαπούς, ακόμη κι αν πρόκειται για Βρετανούς – ως γνωστόν η Αυστραλία συμμετέχει στη Βρετανική Κοινοπολιτεία. Σκέφτεται, συγκεκριμένα, να αυξήσει το ποσοστό στο 49%, ανεξάρτητα αν το μερίδιο αυτό το κατέχουν ένας ή περισσότεροι ξένοι επενδυτές.
Α πό οικονομικής απόψεως η Qantas δεν τα πηγαίνει και άσχημα για εθνικός αερομεταφορέας- γιατί, σύμφωνα με έρευνα της Διεθνούς Ενωσης Αερομεταφορών (ΙΑΤΑ), οι εταιρείες χαμηλού κόστους, όπως η Ryanair και η easyJet, εμφανίζουν πολύ περισσότερες αντοχές στην κρίση. Τον Νοέμβριο η Qantas αναθεώρησε από 750 σε 500 εκατ. αυστραλέζικα δολάρια (316 εκατ. δολάρια ΗΠΑ) τις προβλέψεις της για την εφετινή κερδοφορία της. Επίσης ανακοίνωσε περικοπές δρομολογίων. Η ΒΑ ανακοίνωσε για το πρώτο εξάμηνο του έτους ζημιές 49 εκατ. στερλινών (77 εκατ. δολαρίων). Σύμφωνα με την ΙΑΤΑ, τον Οκτώβριο η επιβατική κίνηση μειώθηκε κατά 1,3% σε σύγκριση με τον αντίστοιχο μήνα πέρυσι, ενώ τον Σεπτέμβριο η πτώση ήταν 2,9%. Η Ενωση εκτιμά ότι εφέτος οι ζημιές στον κλάδο θα φθάσουν τα 2,3 δισ. δολάρια.