Δύο εβδομάδες μετά την απόφαση Αρ. 1701 του Συμβουλίου Ασφαλείας για τον Λίβανο και ενώ η εκεχειρία κινδυνεύει από στιγμή σε στιγμή να χάσει κάθε αξία, σύμφωνα με διαπιστώσεις παρατηρητών του ΟΗΕ στη Βηρυτό, άρχισαν να βγαίνουν στην επιφάνεια μερικές χαρακτηριστικές λεπτομέρειες για τη στρατιωτική, την πολιτική και τη διπλωματική πλευρά της σύγκρουσης της στρατιωτικής μηχανής του Ισραήλ με τους μαχητές της Χεζμπολάχ. Ισραηλινοί, βρετανοί και αμερικανοί δημοσιογράφοι και πολιτικοί αναλυτές σε αποκαλυπτικά άρθρα και αναλύσεις στους «Financial Times», στον «Economist», στη «Wall Street Journal» και στην ισραηλινή «Ha’aretz» δίνουν ενδιαφέροντα στοιχεία, λ.χ., γιατί το Ισραήλ δεν μπόρεσε να ελευθερώσει τους δύο απαχθέντες στρατιώτες του ενώ τους είχε «εν όψει» επί πολλή ώρα, για το πώς ένας πύραυλος των Χεζμπολάχ κατέστρεψε ένα από τα ισχυρότερα ισραηλινά πολεμικά έξω από το λιμάνι της Βηρυτού, για την αρχική συνεργασία του λιβανέζου πρωθυπουργού με τους Ισραηλινούς και την Αμερική σε σχέδιο αφοπλισμού των Χεζμπολάχ και πώς ο βομβαρδισμός της Κάνα ανέτρεψε τα σχέδια της Ουάσιγκτον και της Ιερουσαλήμ και έδωσε άλλη πορεία στις εξελίξεις.


Σε γενικές γραμμές και όπως τα παρουσιάζουν οι ξένοι δημοσιογράφοι (Philip Gordon, Karby Leggett, Haroon Barb, Marion Shull κ.ά.), έτσι συνέβησαν και έτσι εξελίχθηκαν τα πράγματα.


Στις 9 π.μ. της 12ης Ιουλίου άνδρες της Χεζμπολάχ που είχαν διεισδύσει στο Ισραήλ μέσω ενός τούνελ κάτω από τη διαχωριστική γραμμή Λιβάνου – Ισραήλ – κάτι μάλλον συνηθισμένο – επιτέθηκαν σε ένα ισραηλινό άρμα μάχης, σκότωσαν δύο στρατιώτες από το πλήρωμά του και απήγαγαν άλλους δύο. Οι Ισραηλινοί έστειλαν αμέσως ένα τανκ να κυνηγήσει μέσα στον Λίβανο τους απαγωγείς, τους οποίους είχαν αμέσως εντοπίσει, ελπίζοντας να τους προλάβουν προτού εκείνοι φθάσουν σε μια κοντινή πόλη. Αλλά μια νάρκη των Χεζμπολάχ ακινητοποίησε το τανκ λίγο πριν από τα σύνορα και έμεινε εκεί αρκετές ώρες. Αργότερα το Ισραήλ έστειλε μία διμοιρία να διασώσει τους άνδρες του ακινητοποιημένου τανκ, αλλά συνάντησε αντίσταση, με αποτέλεσμα οκτώ Ισραηλινοί να σκοτωθούν. Φυσικά οι δύο απαχθέντες δεν βρέθηκαν και έκτοτε η τύχη τους είναι άγνωστη.


Εντεκα ώρες μετά την επίθεση των Χεζμπολάχ συνήλθε το υπουργικό συμβούλιο του Ισραήλ και αποφάσισε να εξαπολύσει μια πολύ ισχυρή επίθεση όχι μόνο εναντίον της Χεζμπολάχ αλλά και εναντίον του Λιβάνου. «H κυβέρνηση (του Λιβάνου) θα πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της» δήλωσε ο υπουργός Αμυνας Αμίρ Πέρετζ. H ισραηλινή ηγεσία πήρε και μια άλλη απόφαση, με εισήγηση του αρχηγού του επιτελείου Νταν Χαλούτζ, πρώην αρχηγού της αεροπορίας, η οποία αποδείχθηκε μοιραία. H μορφή και το βάρος της επίθεσης να είναι «σκληρός» αεροπορικός βομβαρδισμός και όχι σοβαρή συμμετοχή του στρατού ξηράς.


H απόφαση να υπάρξει μεγάλης ολκής βίαιη απάντηση μετέτρεψε ακαριαία τις συνοριακές αψιμαχίες σε πόλεμο, αλλά το στήριγμά του στην αεροπορία περιόρισε τις δυνατότητες του Ισραήλ να δώσει στο άψε σβήσε το αποφασιστικό πλήγμα στους Χεζμπολάχ όπως ήλπιζαν οι ισραηλινοί ηγέτες. Λίγες ώρες μετά την απαγωγή των δύο στρατιωτών το Ισραήλ βομβάρδιζε όχι μόνο τα οχυρά των Χεζμπολάχ στον Νότιο Λίβανο αλλά και γέφυρες και δρόμους πολύ βορειότερα. Την επομένη βομβάρδισε το αεροδρόμιο της Βηρυτού και επέβαλε αποκλεισμό από θαλάσσης. Στόχος ήταν να αποκόψει τους Χεζμπολάχ από τις γραμμές εφοδιασμού τους από τη Συρία και το Ιράν. Οι βομβαρδισμοί απέβλεπαν επίσης, όπως τουλάχιστον πίστευαν στο Ισραήλ, να προκαλέσουν την οργή των χριστιανών και των μουσουλμάνων σούνι του Λιβάνου εναντίον των σιιτών Χεζμπολάχ.


Και πραγματικά έτσι φάνηκε να γίνεται. Στην αρχή ο πρωθυπουργός του Λιβάνου Φουάντ Σινιόρα έγινε έξαλλος με την προβοκάτσια των Χεζμπολάχ. Μυστικά, εκείνος και ορισμένοι υπουργοί του άρχισαν να διατυπώνουν ένα σχέδιο που πίστευαν ότι με διεθνή υποστήριξη και κάποιες υποχωρήσεις εκ μέρους του Ισραήλ θα οδηγούσε τελικώς σε αφοπλισμό των Χεζμπολάχ. Ο πρόεδρος Μπους ενημερώθηκε για την αιφνίδια ένταση της κρίσης από την πρώτη στιγμή. Ο ίδιος και οι σύμβουλοί του συμφώνησαν αμέσως ότι θα έπρεπε να εκμεταλλευθούν αυτή την εξέλιξη για να πραγματοποιηθεί ο στόχος που είχαν από καιρό: ο αφοπλισμός των Χεζμπολάχ. Επί δύο-τρεις ημέρες το Ισραήλ, οι ΗΠΑ και η κυβέρνηση του Λιβάνου εργάζονταν όλοι μαζί πάνω στο σχέδιο του αφοπλισμού των Χεζμπολάχ. Εγιναν περισσότερες από 30 τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ Ιερουσαλήμ, Βηρυτού και Ουάσιγκτον. Αλλά καθώς οι ισραηλινοί βομβαρδισμοί συνεχίζονταν και εντείνονταν καθημερινά, καταστρέφοντας τον Νότιο Λίβανο και μέρος της Βηρυτού, η οργή των λιβανέζων ηγετών στράφηκε προς το Ισραήλ – μάλιστα όχι λίγες φορές υπήρξαν εκδηλώσεις συμπάθειας από σουνίτες και χριστιανούς προς τους σιίτες πολεμιστές Χεζμπολάχ -, κάτι που δεν είχε προηγούμενο.


Στη συναισθηματικά φορτισμένη υπουργική σύνοδο της Ρώμης της 26ης Ιουλίου ο Σινιόρα, μολονότι τρομερά ενοχλημένος από τους βομβαρδισμούς του Ισραήλ, παρουσίασε ένα λιβανέζικο σχέδιο επτά σημείων για τον αφοπλισμό των Χεζμπολάχ. Προέβλεπε την άμεση κατάπαυση του πυρός, μάλιστα στην εισαγωγή του ανέφερε τη φράση του ρωμαίου ιστορικού Τάκιτου: «Δημιούργησαν καταστροφή και την ονόμασαν ειρήνη». H αμερικανίδα υπουργός Κοντολίζα Ράις όμως απέρριψε την άμεση διακοπή των εχθροπραξιών και επέμεινε στο ευρύτερο σχέδιο του αφοπλισμού των Χεζμπολάχ, το οποίο για την Ουάσιγκτον δεν ήταν απλώς το σημαντικότερο αλλά το ζητούμενο, όπως η ίδια παρατήρησε σε μια παρέμβαση του ιταλού ομολόγου της Ντ’ Αμάτο.


Αλλά τα πράγματα αντιστράφηκαν και η κυρία Ράις ήταν από τους πρώτους που το κατάλαβε. Μια ισραηλινή βόμβα έπεσε πάνω σε ένα συγκρότημα κατοικιών στην Κάνα, μια οχυρή θέση των Χεζμπολάχ, σκοτώνοντας περισσότερα από 12 παιδιά, γεγονός το οποίο έστρεψε απότομα την παγκόσμια κοινή γνώμη υπέρ της άμεσης εκεχειρίας. Ο Σινιόρα εμφανέστατα χολωμένος ματαίωσε τη συνάντησή του με τη Ράις και για πρώτη φορά σε αυτή την κρίση οι Ηνωμένες Πολιτείες και το Ισραήλ απομονώθηκαν, έμειναν μόνοι, με την κοινή γνώμη να τους θεωρεί υπευθύνους για τα ανθρώπινα θύματα και τη συνέχιση του πολέμου.


Στο μεταξύ οι Χεζμπολάχ έδειξαν τον φανατισμό αλλά και τη δύναμή τους. Εριχναν πάνω από 100 πυραύλους την ημέρα στο Ισραήλ, πλήττοντας ακόμη και τη Χάιφα, και αυτό προκάλεσε «απόγνωση» στους ισραηλινούς πολιτικούς και στην κυβέρνηση. Το απόγευμα της 14ης Ιουλίου ο σεΐχης Χασάν Νασράλα μίλησε με τηλέφωνο στη λιβανέζικη τηλεόραση και κάλεσε τους τηλεθεατές να κοιτάξουν έξω από τα παράθυρά τους τη θάλασσα. Ενα από τα πιο τρομερά ισραηλινά πολεμικά σκάφη ήταν ζωσμένο στις φλόγες – είχε χτυπηθεί από κατευθυνόμενο με λέιζερ πύραυλο των Χεζμπολάχ, τον οποίο προμήθευσαν η Συρία ή το Ιράν, αν και το διαψεύδουν και οι δύο χώρες.


Συνεχίζοντας τη μεγαλύτερη στην ιστορία του αεροπορική βομβαρδιστική εξόρμηση το Ισραήλ καθυστέρησε την επίθεση του στρατού. Οι πολιτικοί ανησυχούσαν μήπως υπάρξουν μεγάλες απώλειες σε έδαφος που οι Χεζμπολάχ γνώριζαν πολύ καλύτερα και φοβούνταν μήπως εμπλακούν σε αντάρτικο πόλεμο. Οι στρατιωτικοί λογομάχησαν με την πολιτική ηγεσία και αυτό ήταν η αρχή της διαμάχης μεταξύ εκλεγμένων πολιτικών και στρατιωτικών. [Ισραηλινοί δημοσιογράφοι προεξοφλούν ότι «μόλις κοπάσει η πολεμική έξαψη» θα έρθουν στην επιφάνεια διαμάχες και αντιγνωμίες που «ίσως προκαλέσουν κυβερνητική κρίση (…) με βάση τη μερική αποτυχία των ενόπλων δυνάμεων να φέρουν σε πέρας με επιτυχία την εντολή που είχαν λάβει από την πολιτική ηγεσία».]


Υπερβολική αισιοδοξία ή λανθασμένοι υπολογισμοί;




Για τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του Ισραήλ παραμένουν δύο ερωτήματα που ζητούν απάντηση: Επρεπε όντως να αρχίσει ενωρίτερα την επίθεση του στρατού, όπως τώρα αξιολογούν αναλυτές στην Ουάσιγκτον και στην Ιερουσαλήμ; Και, δεύτερον, μήπως η στρατιωτική ηγεσία ήταν υπερβολικά αισιόδοξη πιστεύοντας ότι ένας «σκληρός» αεροπορικός βομβαρδισμός που δεν θα εξαιρούσε κατοικημένες περιοχές στον Λίβανο αρκούσε για να εκμηδενίσει την ικανότητα των Χεζμπολάχ να ρίχνουν πυραύλους στο Ισραήλ; Στρατιωτικοί κύκλοι στο Ισραήλ «εκμυστηρεύθηκαν» στο γερμανικό «Der Spiegel» τις αμφιβολίες τους για την ακρίβεια των πληροφοριών της Μοσάντ σχετικά με την ποιότητα του οπλοστασίου των Χεζμπολάχ, μάλιστα κάποιοι βεβαιώνουν ότι η Μοσάντ – και οι στρατιωτικοί περισσότερο – κατελήφθησαν εξ απροόπτου όταν διαπίστωσαν πως «ο αντίπαλος διέθετε κατευθυνόμενους με λέιζερ πυραύλους και ποιος ξέρει τι άλλο».